Συγκεκριμένα, πέρυσι (2024) από τον Σεπτέμβρη μέχρι τον Δεκέμβρη προσλήφθηκαν συνολικά 44.059 αναπληρωτές εκπαιδευτικοί, ενώ την αντίστοιχη φετινή περίοδο προσλήφθηκαν μόλις 25.916! Αυτά τα νούμερα, και το ποσοστό των αναπληρωτών, που έναντι των μόνιμων είναι περίπου στο 30%, έχουν να κάνουν με τη διαχρονική πολιτική επιλογή όλων των κυβερνήσεων να υποκαθιστούν το μόνιμο προσωπικό των εκπαιδευτικών - που το αντιμετωπίζουν ως οικονομικό και δημοσιονομικό βαρίδι στους αιματοβαμμένους προϋπολογισμούς τους - με αναπληρωτές, των οποίων οι προσλήψεις γίνονται λάστιχο και αυξομειώνονται ανάλογα με τις γενικές προτεραιότητες και ιεραρχήσεις. Ετσι, τη φετινή χρονιά ζήσαμε σημαντική μείωση των προσλήψεων αναπληρωτών, χάριν των προτεραιοτήτων της πολεμικής οικονομίας, και αυτό ακριβώς υπηρετεί και ο φετινός προϋπολογισμός για τη λειτουργία των σχολείων. Πιο συγκεκριμένα, ο τακτικός προϋπολογισμός αυξήθηκε κατά 281 εκατ., δηλαδή από 3.486 εκατ. το 2025 ανέρχεται σε 3.767 εκατ. για το 2026. Ομως το ΠΔΕ στο συγχρηματοδοτούμενο σκέλος (κονδύλια της ΕΕ) που προορίζεται για τις προσλήψεις αναπληρωτών καταποντίζεται από 508 εκατ. το 2025 σε 214 εκατ. για το 2026, ενώ το εθνικό σκέλος έχει μια μικρή αύξηση κατά 9 εκατ. Δηλαδή, αθροιστικά (τακτικός προϋπολογισμός, ΠΔΕ) ήταν 3.982 εκατ. το 2025 και θα είναι 3.981 εκατ. το 2026!
Τι σημαίνει αυτό; Ο,τι δαπανήθηκε για το σχολικό έτος 2025 - που προφανώς κρίνεται εκ του αποτελέσματος - θα δαπανηθεί και φέτος, ή αλλιώς: Ο «κόφτης» στις προσλήψεις εκπαιδευτικών παγιώνεται! Αυτό μάλιστα επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία του πίνακα στον προϋπολογισμό των επιδόσεων, που στον τομέα της Εκπαίδευσης (Πρωτοβάθμιας, Δευτεροβάθμιας και Ειδικής) ο απόλυτος αριθμός εκπαιδευτικών που θα εργαστούν είναι μειωμένος κατά 8.355 εκπαιδευτικούς για τη σχολική χρονιά 2026 σε σχέση με πέρυσι.
Είναι φανερές οι συνέπειες των παραπάνω για τους μαθητές, με τις συγχωνεύσεις τμημάτων που προωθούνται στη μέση της χρονιάς, τα ολοήμερα που υπολειτουργούν, τους μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες ή/και αναπηρία που δεν έχουν τον απαραίτητο εκπαιδευτικό Παράλληλης Στήριξης κ.ο.κ.
Αντίστοιχα σοβαρό παραμένει το θέμα με τις σχολικές υποδομές. Θυμίζουμε απλά την κοροϊδία της κυβέρνησης πέρυσι, που τον Σεπτέμβρη εξήγγειλε 250 εκατ. για τις ανάγκες των σχολικών κτιρίων (ποσό, φυσικά, δραματικά χαμηλό σε σχέση με τις ανάγκες) στο πρόγραμμα «Μαριέττα Γιαννάκου», που αφορά ελάχιστες και δευτερεύουσες παρεμβάσεις. Ομως, παρά τις εξαγγελίες το ποσό αυτό δεν δόθηκε, ήταν μηδενική η χρηματοδότηση από την πλευρά της κυβέρνησης και δόθηκαν μόνο τα 100 εκατ. από τις τράπεζες, που κάλυψαν μόλις το 2,8% των κτιρίων. Στην ίδια κατεύθυνση, ούτε ο φετινός προϋπολογισμός αναφέρεται ρητά σε κάποια κατανομή για τα σχολικά κτίρια. Επομένως, με το χέρι απλωμένο θα περιμένουμε ό,τι «στάξουν» οι τραπεζίτες, για να τους αναγορεύσουμε σε ...ευεργέτες όταν πετάνε κάποια ψίχουλα από τα δισ. που χρωστάνε σε φόρους, από τα αμύθητα κέρδη που έχουν συσσωρεύσει καταληστεύοντας τα ασφαλιστικά ταμεία, «γδέρνοντας» τους μισθωτούς καταθέτες κ.λπ. Επίσης, στο κρίσιμο και πολυδιαφημισμένο πρόγραμμα προσεισμικού ελέγχου, έχει διενεργηθεί μόνο ο πρωτοβάθμιος, εκκρεμούν ο δευτεροβάθμιος και ο τριτοβάθμιος προσεισμικός έλεγχος και δεν υπάρχει ρητή αναφορά στη χρηματοδότηση του προγράμματος. Ούτε αναφορά σε χρηματοδότηση των υποδομών της Προσχολικής Εκπαίδευσης με τα εκατοντάδες διάσπαρτα προκάτ ελαφριού τύπου, ακατάλληλα για τη στέγαση νηπίων...
Και, φυσικά, ούτε κουβέντα για τις διεκδικήσεις για αυξήσεις στους μισθούς πείνας των εκπαιδευτικών.
Αλλά και στην Ανώτατη Εκπαίδευση ο τακτικός προϋπολογισμός ετήσιων δαπανών είναι μειωμένος κατά 15 εκατ. ευρώ, υπολειπόμενος κατά πολύ αυτών για τα έτη προ της οικονομικής κρίσης, ο δε προϋπολογισμός δημοσίων επενδύσεων 2026 από εθνικούς πόρους για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση είναι μειωμένος κατά 27 εκατ. ευρώ. Σύνολο μείωσης: 42 εκατ. ευρώ.
Με δεδομένα τα προβλήματα και τη συσσώρευσή τους, την ασταμάτητη άνοδο του πληθωρισμού, οι προβλέψεις του προϋπολογισμού σημαίνουν ακόμα μεγαλύτερη μείωση ως προς το τι μπορούν να καλύψουν τα Ιδρύματα σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες.
Είναι ενδεικτικό ότι πέρυσι το ΕΜΠ πήρε 4 εκατ. μέσω του τακτικού προϋπολογισμού για τις λειτουργικές του ανάγκες (ούτε για τα λειτουργικά έξοδα σε ρεύμα δεν έφταναν), ενώ τα ενεργά πολεμικά ερευνητικά προγράμματα στο ίδιο Πανεπιστήμιο χρηματοδοτούνται με 143.818.275 ευρώ μέσω διαφόρων προγραμμάτων! Το κόστος δηλαδή αυτών των προγραμμάτων ισούται με το κόστος της τακτικής χρηματοδότησης του ΕΜΠ για 36 χρόνια! Αντίστοιχα, το ΠΑΔΑ, με 60.000 φοιτητές, πήρε 6 εκατ., την ίδια ώρα που δαπανά 8,5 εκατ. για αγορά κτιρίου για «κέντρο καινοτομίας και επιχειρηματικότητας», ενώ δεν έχει καν φοιτητικές εστίες...
Ενώ το ΥΠΑΙΘ είναι πρωταγωνιστής στις αποχωρήσεις (36% των αποχωρήσεων στο σύνολο των δημοσίων υπαλλήλων), δηλαδή πάνω από 5.000 αποχωρήσεις κάθε χρόνο, στον προϋπολογισμό του 2026 δεν υπάρχει καμία μα καμία πρόβλεψη για προσλήψεις στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, παρά την υποστελέχωση των Ιδρυμάτων. Και, μάλιστα, στα «καθήκοντα» των ελάχιστων πανεπιστημιακών δασκάλων προσθέστε να διδάσκουν σε παραρτήματα - μαγαζιά, με φοιτητές - πελάτες, όπως αυτό του ΕΚΠΑ στην Κύπρο, και να είναι χωροφύλακες και καταδότες αγωνιστών φοιτητών...
Στον προϋπολογισμό επιδόσεων, ωστόσο, προβλέπεται και τίθεται στόχος για βελτίωση της αναλογίας διδασκόντων - φοιτητών, ώστε από 1/47 να πάει στο 1/28. Πώς ακριβώς θα γίνει αυτό; Οχι με τις αναγκαίες προσλήψεις, αλλά με διαγραφή επί της ουσίας ενεργών φοιτητών, διαγράφοντας τους κόπους και τις προσπάθειες ανθρώπων που προσπαθούν να πάρουν πτυχίο.
Την ίδια ώρα το κόστος σπουδών και ζωής για τους φοιτητές που περνούν σε άλλη πόλη είναι τεράστιο, χωρίς να υπάρχει καμία φοιτητική μέριμνα, ενώ η κρατική μετάθεση κρίσιμων υπηρεσιών των πανεπιστημίων σε εταιρείες - εργολάβους εντείνει τα προβλήματα.