Η παγκόσμια αύξηση «οφείλεται κυρίως στην Ευρώπη», που ενισχύει την Ουκρανία και προετοιμάζεται για ευρύτερη ιμπεριαλιστική σύγκρουση
Τα παγκόσμια έσοδα από πωλήσεις εξοπλισμών αυξήθηκαν απότομα το 2024, καθώς η ζήτηση ενισχύθηκε από τους εξελισσόμενους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, τις παγκόσμιες και περιφερειακές γεωπολιτικές εντάσεις και τις ολοένα και υψηλότερες στρατιωτικές δαπάνες.
Για πρώτη φορά από το 2018 και οι πέντε μεγαλύτερες εταιρείες όπλων αύξησαν τα έσοδά τους.
Παρόλο που το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας αύξησης οφειλόταν σε εταιρείες με έδρα την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, υπήρξαν αυξήσεις σε ετήσια βάση σε όλες τις περιοχές του κόσμου που περιλαμβάνονται στις 100 κορυφαίες βιομηχανίες όπλων. Η μόνη εξαίρεση ήταν η Ασία και η Ωκεανία, όπου ζητήματα εντός της κινεζικής βιομηχανίας όπλων μείωσαν το συνολικό περιφερειακό ποσοστό.
Η «διέξοδος» κεφαλαίων που λιμνάζουν και η αύξηση των εσόδων και των νέων παραγγελιών ώθησαν πολλές εταιρείες όπλων να επεκτείνουν τις γραμμές παραγωγής, να διευρύνουν τις εγκαταστάσεις, να ιδρύσουν νέες θυγατρικές ή να πραγματοποιήσουν εξαγορές.
Τα έσοδα από τις πωλήσεις όπλων και στρατιωτικών υπηρεσιών των 100 μεγαλύτερων ομίλων παραγωγής όπλων αυξήθηκαν κατά 5,9% το 2024, φτάνοντας το ρεκόρ των 679 δισ. δολαρίων (586 δισ. ευρώ), σύμφωνα με την έκθεση, και μάλιστα παρά τα προβλήματα στην παραγωγή, που εμπόδισαν παραδόσεις.
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, μεταξύ του 2015 και του 2024, οι τζίροι των 100 μεγαλύτερων πολεμικών βιομηχανιών αυξήθηκαν κατά 26%.
«Την περασμένη χρονιά τα παγκόσμια έσοδα των βιομηχανιών όπλων έφτασαν στο υψηλότερο επίπεδο που κατέγραψε ποτέ το SIPRI, καθώς οι όμιλοι κεφαλαιοποίησαν τη σθεναρή ζήτηση», σχολίασε ο Λορέντσο Σκαρατζάτο, του προγράμματος για τις στρατιωτικές δαπάνες και την παραγωγή όπλων στο Ινστιτούτο.
Το 2024 τα συνδυασμένα έσοδα από όπλα των αμερικανικών ομίλων που περιλαμβάνονται στις 100 κορυφαίες εταιρείες αυξήθηκαν κατά 3,8%, φτάνοντας τα 334 δισ. δολάρια, με 30 από τις 39 αμερικανικές εταιρείες στην κατάταξη να αυξάνουν τα έσοδά τους από όπλα.
Σε αυτές περιλαμβάνονται σημαντικοί παραγωγοί όπλων, όπως η «Lockheed Martin», η RTX (πρώην «Raytheon»), η «Northrop Grumman» και η «General Dynamics».
Από τον συνολικό παγκόσμιο τζίρο ο μισός ανήκει σε αμερικανικούς ομίλους.
Η αμερικανική εταιρεία «SpaceX» εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη λίστα SIPRI Top 100, αφού τα έσοδα από όπλα υπερδιπλασιάστηκαν σε σύγκριση με το 2023, φτάνοντας τα 1,8 δισ. δολάρια.
Ωστόσο, εκτεταμένες καθυστερήσεις και υπερβάσεις προϋπολογισμού συνεχίζουν να επιβραδύνουν την ανάπτυξη και την παραγωγή σε βασικά προγράμματα υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, όπως το μαχητικό αεροσκάφος F-35, το υποβρύχιο κλάσης «Columbia» και ο διηπειρωτικός βαλλιστικός πύραυλος «Sentinel» (ICBM).
Η παγκόσμια αύξηση «οφειλόταν κυρίως στην Ευρώπη», σημειώνει η έκθεση, τάση που συνδέεται με τον πόλεμο στην Ουκρανία και την «αίσθηση των ευρωπαϊκών κρατών ότι απειλούνται από τη Ρωσία».
Αυτή η εξέλιξη αφορά από τη μια τις στρατιωτικές ανάγκες του Κιέβου και από την άλλη αυτές των ευρωπαϊκών κρατών, που καλούνται να αναπληρώσουν και να ενισχύσουν τα αποθέματά τους.
Από τις 26 βιομηχανίες όπλων στις 100 κορυφαίες με έδρα την Ευρώπη (εκτός της Ρωσίας), οι 23 κατέγραψαν αυξημένα έσοδα. Στην Ευρώπη ο συνδυαστικός τζίρος των 26 μεγαλύτερων κατασκευαστριών όπλων αυξήθηκε κατά 13% σε σχέση με το 2023, στα 151 δισ. δολάρια.
Η τσεχική εταιρεία «Czechoslovak Group» κατέγραψε την πιο απότομη ποσοστιαία αύξηση εσόδων από όπλα σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη εταιρεία της λίστας Top 100 το 2024: Ωφελήθηκε από την πρωτοβουλία της τσεχικής κυβέρνηση για την παροχή οβίδων του πυροβολικού στην Ουκρανία και είδε τον τζίρο της να αυξάνεται κατά 193%, στα 3,6 δισ. δολάρια.
Η ουκρανική «JSC Ukrainian Defense Industry» αύξησε τα έσοδα από όπλα κατά 41%, στα 3 δισ. δολάρια.
«Οι ευρωπαϊκές εταιρείες όπλων επενδύουν σε νέα παραγωγική ικανότητα για να καλύψουν την αυξανόμενη ζήτηση», δήλωσε η Jade Guiberteau Ricard, ερευνήτρια στο SIPRI. Συγκεκριμένα, η εξάρτηση από κρίσιμα ορυκτά από την Κίνα ή τη Ρωσία και οι περιορισμοί που έχει επιβάλει το Πεκίνο στην εξαγωγή σπάνιων γαιών είναι πιθανό να επιβραδύνουν τα ευρωπαϊκά σχέδια «επανεξοπλισμού».
Για παράδειγμα, πριν το 2022 η «Airbus» και η «Safran» (Γαλλία) προμηθεύονταν τιτάνιο κυρίως από τη Ρωσία, και βρέθηκαν αναγκασμένες να αναζητήσουν άλλους προμηθευτές.
Οι περιορισμοί στις εξαγωγές σπάνιων γαιών που επιβλήθηκαν από την Κίνα οδήγησαν σε άνοδο στα λειτουργικά κόστη εταιρειών όπως η «Thales» (Γαλλία) και η «Rheinmetall» (Γερμανία), λόγω αναδιάταξης των εφοδιαστικών αλυσίδων.
Οι 4 γερμανικές βιομηχανίες όπλων που περιλαμβάνονται στις 100 κορυφαίες εταιρείες είδαν τα έσοδα από συνδυασμένες πωλήσεις όπλων να αυξάνονται κατά 36%, στα 14,9 δισ. δολάρια, ενισχυμένα από την αυξημένη ζήτηση για επίγεια συστήματα αεράμυνας, πυρομαχικά και τεθωρακισμένα οχήματα, λόγω της προετοιμασίας για μια ευρύτερη ευρωπαϊκή σύγκρουση με τη Ρωσία.
Στο μεταξύ, έντονη ανάπτυξη παρουσίασαν οι ευρωπαϊκές αεροδιαστημικές και «αμυντικές» βιομηχανίες το 2024, με τον κύκλο εργασιών να αυξάνεται κατά 10,1%, φτάνοντας τα 325,7 δισ. ευρώ (378,04 δισ. δολάρια), ενώ η άμεση απασχόληση έφτασε σε ρεκόρ 1,1 εκατ., σύμφωνα με στοιχεία της βιομηχανικής οργάνωσης ASD.
Η «Αμυνα» ηγήθηκε της αύξησης, με τον κύκλο εργασιών να μεγεθύνεται κατά 13,8%, φτάνοντας τα 183,4 δισ. ευρώ, χάρη στις αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες.
Στον τομέα της Αεροδιαστημικής και της «Αμυνας» περιλαμβάνονται περισσότερες από 4.000 εταιρείες, με σχεδόν 4,2 εκατ. θέσεις εργασίας και 779 δισ. ευρώ οικονομικής δραστηριότητας σε όλη την Ευρώπη, σύμφωνα με την ASD.
Οι δύο ρωσικές βιομηχανίες όπλων που περιλαμβάνονται στη λίστα με τις 100 κορυφαίες, η «Rostec» και η «United Shipbuilding Corporation», αύξησαν τα συνδυασμένα έσοδά τους από τις πωλήσεις όπλων κατά 23%, στα 31,2 δισ. δολάρια, παρά την έλλειψη συστατικών και εξαρτημάτων, λόγω των «δυτικών» κυρώσεων, με την εσωτερική ζήτηση να αναπληρώνει κατά το μεγαλύτερο μέρος τη μείωση των εξαγωγών.
«Εκτός από τις κυρώσεις, οι ρωσικές εταιρείες όπλων αντιμετωπίζουν έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού. Αυτό θα μπορούσε να επιβραδύνει την παραγωγή και να περιορίσει την καινοτομία», δήλωσε ο Ντιέγκο Λόπες ντα Σίλβα, ανώτερος ερευνητής του SIPRI.
«Ωστόσο πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με τέτοιες προβλέψεις, καθώς η ρωσική βιομηχανία όπλων έχει αποδειχθεί ανθεκτική κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Ουκρανία, σε αντίθεση με τις προσδοκίες», συμπλήρωσε.
Για πρώτη φορά 9 από τις 100 κορυφαίες εταιρείες όπλων είχαν έδρα τη Μέση Ανατολή, με συνδυασμένα έσοδα από όπλα 31 δισ. δολάρια.
Τα έσοδα από όπλα στην περιοχή αυξήθηκαν κατά 14% εξαιτίας του αιματοκυλίσματος του παλαιστινιακού λαού, των άλλων επιθέσεων του Ισραήλ στην περιοχή, με τις πλάτες των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ, και της έντασης συνολικότερα των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και ανακατατάξεων στη Μέση Ανατολή.
Οι τρεις ισραηλινές εταιρείες όπλων στην κατάταξη αύξησαν τα συνδυασμένα έσοδά τους από όπλα κατά 16%, στα 16,2 δισ. δολάρια.
«Η αυξανόμενη αντίδραση στις ενέργειες του Ισραήλ στη Γάζα φαίνεται να είχε μικρό αντίκτυπο στο ενδιαφέρον για τα ισραηλινά όπλα», δήλωσε η Ζουμπάιντα Καρίμ, ερευνήτρια στο SIPRI. «Πολλές χώρες συνέχισαν να κάνουν νέες παραγγελίες σε ισραηλινές εταιρείες το 2024», παρατηρεί.
Η κατάταξη του 2024 περιλαμβάνει 5 τουρκικές εταιρείες όπλων με συνδυασμένα έσοδα από όπλα 10,1 δισ. δολάρια, αύξηση 11% σε ετήσια βάση, μετά την πρώτη συμμετοχή της MKE στις 100 κορυφαίες εταιρείες.
Ο κρατικός όμιλος «EDGE Group» των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων ανέφερε έσοδα από όπλα ύψους 4,7 δισ. δολαρίων το 2024.
Η περιφέρεια της Ασίας και της Ωκεανίας ήταν η μόνη που είδε τα συνολικά έσοδα των πολεμικών ομίλων που έχουν την έδρα τους εκεί - 23 αθροιστικά - να μειώνονται, κατά 1,2%, στα 130 δισ. δολάρια.
Κατά το SIPRI, ωστόσο, η κατάσταση στην Ασία δεν είναι ομογενοποιημένη.
Κινεζικές κατασκευάστριες κατέγραψαν χαμηλότερες πωλήσεις, ενώ αντίθετα οι ιαπωνικές και οι νοτιοκορεατικές βιομηχανίες είδαν τα έσοδά τους να αυξάνονται, τονωμένες από την ευρωπαϊκή ζήτηση.
«Σειρά κατηγοριών για διαφθορά στις προμήθειες όπλων στην Κίνα οδήγησε σε αναβολή ή ακύρωση μεγάλων συμβάσεων (...) το 2024», σημείωσε ο Ναν Τιαν, διευθυντής του προγράμματος του SIPRI για τις στρατιωτικές δαπάνες και την παραγωγή όπλων.
Η πτώση σημειώνεται σε μια περίοδο που η Κίνα εργάζεται με εντατικούς ρυθμούς να εκσυγχρονίσει τις Ενοπλες Δυνάμεις της και το οπλοστάσιό της.
Τα συνδυασμένα έσοδα από όπλα των τριών πολεμικών εταιρειών της Ινδίας που περιλαμβάνονται στις 100 κορυφαίες αυξήθηκαν κατά 8,2%, στα 7,5 δισ. δολάρια, χάρη στις εγχώριες παραγγελίες.
Τέλος, για πρώτη φορά μια βιομηχανία όπλων της Ινδονησίας μπήκε στο Top 100. Πρόκειται για την «Defend ID», η οποία ανέφερε αύξηση 39% στα έσοδά της από όπλα το 2024, στα 1,1 δισ. δολάρια, ενισχυμένη από την ενοποίηση της βιομηχανίας και την αύξηση των εγχώριων προμηθειών.