ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΟΟΣΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Καθήλωση μισθών, νέες θυσίες και κύμα «μεταρρυθμίσεων» για να στηριχτούν οι «ρυθμοί ανάπτυξης»
Παρασκευή 5 Δεκέμβρη 2025

OECD/Victor Tonelli

Καθήλωση μισθών - κάτω κι απ' αυτόν τον πληθωρισμό που θα υποχωρεί «με τον αραμπά» - και με μόνιμο «κόφτη» την παραγωγικότητα για τα κέρδη του κεφαλαίου, νέες θυσίες για να αποπληρώνει ο λαός μια ώρα αρχύτερα τα δάνεια που πήρε το κεφάλαιο και για να πάρει νέα, ώστε να στηριχτούν οι «ρυθμοί ανάπτυξης» μετά το τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης και κύμα αντιλαϊκών «μεταρρυθμίσεων» στο όνομα της αντιμετώπισης του δημογραφικού είναι το μέλλον που «βλέπει» για τα επόμενα χρόνια στην Ελλάδα ο ΟΟΣΑ.

Πιο συγκεκριμένα στην έκθεση με τις «Οικονομικές προοπτικές», ο ιμπεριαλιστικός οργανισμός σημειώνει πως «η αύξηση του ΑΕΠ προβλέπεται να είναι 2,1% το 2025 και 2,2% το 2026, πριν υποχωρήσει στο 1,8% το 2027, καθώς η ισχυρή ανάπτυξη των επενδύσεων μετριάζεται», επισημαίνοντας ότι «η επιβράδυνση των επενδύσεων οφείλεται στη σταδιακή κατάργηση των εκταμιεύσεων των κεφαλαίων Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας».

Προβλέπει ακόμη πως «οι εξαγωγές αναμένεται να βελτιωθούν με την ανάκαμψη της διεθνούς ζήτησης», αλλά την ίδια ώρα το εμπορικό ισοζύγιο θα υποχωρήσει παραπέρα την επόμενη χρονιά, «ο γενικός πληθωρισμός θα υποχωρήσει αργά στο 2,1% το 2027 εν μέσω στενότητας στις αγορές εργασίας», ενώ χτυπάει «καμπανάκι» για να μην υπάρξει καμία χαλάρωση στην αντιλαϊκή πολιτική, λέγοντας πως «η αύξηση των μισθών που υπερβαίνει την αύξηση της παραγωγικότητας, τα νέα ακραία καιρικά φαινόμενα και η ατελής εφαρμογή των κονδυλίων της ΕΕ θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τις προοπτικές».

Την ίδια ώρα προβλέπει παραπέρα εκτόξευση στα «πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα από 2,3% έως 2,9% του ΑΕΠ την περίοδο 2025-2027», εκτόξευση δηλαδή της φοροληστείας και παραπέρα «ψαλίδι» σε κονδύλια για λαϊκά ανάγκες. Ενώ δεν κρύβει λόγια λέγοντας: «Η διατήρηση του δημόσιου χρέους σε σταθερά φθίνουσα πορεία θα πρέπει να παραμείνει προτεραιότητα, καθώς ...οι επενδυτικές ανάγκες θα παραμείνουν υψηλές», αφού δηλαδή το κεφάλαιο χρειάζεται και νέο χρήμα με κρατική εγγύηση.

Ενώ παραθέτοντας και τα υπόλοιπα «θέλω» του κεφαλαίου σημειώνει πως «η συνέχιση των προσπαθειών για να καταστούν οι κανονισμοί πιο φιλικοί προς τις επιχειρήσεις, η μείωση των περιορισμών στις επαγγελματικές υπηρεσίες και η άμβλυνση των ελλείψεων εργατικού δυναμικού αποτελούν βασικές προτεραιότητες για τη διατήρηση ισχυρής ανάπτυξης...».

Και, βέβαια, δεν λείπουν οι «συστάσεις» για αλλαγές στην εκπαίδευση που «θα κάλυπτε καλύτερα τις ανάγκες των επιχειρήσεων για εργατικό δυναμικό», ενώ καλεί αντί για επιδόματα γέννας να δίνονται... επιδόματα για τη φροντίδα των παιδιών «ώστε να ενθαρρυνθεί η συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό», με τους ομίλους να ψάχνουν εναγωνίως και άλλες πηγές φτηνού εργατικού δυναμικού.

Η αντιπαράθεση για το τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης

Τη δική τους σημασία έχουν και οι εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ στο Ταμείο Ανάκαμψης, σε συνθήκες που πληθαίνουν οι αγωνίες των αστικών επιτελείων για επενδυτική «καθίζηση» μετά το τέλος του, ενώ με την αντιπαράθεση για την κατανομή των κονδυλίων ανάμεσα στα διάφορα τμήματα της αστικής τάξης να είναι ακόμη νωπή, ήδη «πιάνονται πόστα» για την επόμενη μέρα, όπου οι επόμενες κυβερνήσεις θα βγάζουν από τη «μύγα ξύγκι» για να τροφοδοτούν το κεφάλαιο μέσω του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.

Για την επόμενη χρονιά - οπότε και ολοκληρώνεται - η συμβολή του Ταμείου Ανάκαμψης στις δημόσιες δαπάνες εκτιμάται στο 4% του ΑΕΠ έναντι 2,1% εφέτος, ενώ στη συνέχεια θα φθίνει, με συνέπεια να επιβραδυνθεί η αύξηση των επενδύσεων από 8,8% το 2026 στο μόλις 1,5% το 2027.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η βολική αντιπολίτευση κατηγορεί την κυβέρνηση για «έλλειψη στρατηγικού σχεδίου για την επόμενη μέρα» και πως παρότι πέρασαν από τα χέρια της δισ. ευρώ δεν κατάφερε να διαμορφώσει «δομικές βάσεις που θα της επέτρεπαν να διατηρήσει μακροπρόθεσμα υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, χωρίς την ώθηση των ευρωπαϊκών πόρων».

Πρόκειται για τη γνωστή κριτική περί «νέου παραγωγικού μοντέλου», που προσπερνάει και τις νομοτέλειες του καπιταλισμού και τον κύκλο ανάπτυξης - κρίσης που βρίσκεται στο DNA του, με τον λαό να πληρώνει και έτσι και αλλιώς, αλλά και το γεγονός ότι οι προτεραιότητες του κεφαλαίου δεν συναντιούνται πουθενά, αλλά αντιστρατεύονται τις λαϊκές ανάγκες.

Αλλωστε, αυτό αποκαλύπτεται εν μέρει και από την απάντηση της κυβέρνησης στους επικριτές της, η οποία πέρα απ' το ότι διαφημίζει τα ρεκόρ Αμεσων Ξένων Επενδύσεων τα προηγούμενα χρόνια και τη «μείωση του επενδυτικού κενού», τη «σύγκλιση» δηλαδή με την ΕΕ (σε ό,τι αφορά το ποσοστό των επενδύσεων στο ΑΕΠ) σημειώνει πως «η κριτική για την επόμενη μέρα του ΤΑΑ εκπορεύεται από μια σχολή σκέψης που βρίσκεται καθηλωμένη στην προχρεοκοπική Ελλάδα. Οταν δηλαδή οι κοινοτικοί πόροι δεν είχαν τον υβριδικό χαρακτήρα του ΤΑΑ, που συνδυάζει τις δημόσιες επενδύσεις με δεκάδες μεταρρυθμίσεις, με έναν και μοναδικό στόχο: τη βελτίωση του οικονομικού και επιχειρηματικού περιβάλλοντος αλλά και της Δημόσιας Διοίκησης για την προσέλκυση και υλοποίηση περισσότερων ιδιωτικών επενδύσεων».

Υπενθυμίζει, δηλαδή, ότι τα κονδύλια και τα δάνεια του υπερμνημονίου του Ταμείου Ανάκαμψης, τα οποία θα πληρώσει ο λαός, πηγαίνουν πακέτο με τα δεκάδες αντιλαϊκά προαπαιτούμενα όπως π.χ. οι νόμοι για την 13ωρη δουλειά, τα οποία «ήρθαν για να μείνουν» και να τροφοδοτούν την κερδοφορία του κεφαλαίου τα πολλά επόμενα χρόνια, σε συνθήκες πολεμικής οικονομίας και με το ενδεχόμενο μιας νέας καπιταλιστικής κρίσης να κρέμεται «ως δαμόκλεια σπάθη».

«Αυξανόμενες ευπάθειες» για την παγκόσμια οικονομία

Η έκθεση, άλλωστε, του ΟΟΣΑ σημειώνει πως παρότι «η παγκόσμια οικονομία αποδείχθηκε φέτος πιο ανθεκτική από το αναμενόμενο, υποστηριζόμενη από τη βελτίωση των χρηματοοικονομικών συνθηκών, την αύξηση των επενδύσεων και του εμπορίου, που σχετίζονται με την Τεχνητή Νοημοσύνη καθώς και από τις μακροοικονομικές πολιτικές. Ωστόσο, οι υποκείμενες αδυναμίες αυξάνονται».

Ο ΟΟΣΑ σημειώνει ότι η παγκόσμια οικονομία επέδειξε φέτος αξιοσημείωτη αντοχή, παρά τις πιέσεις από τους αυξημένους δασμούς και το κλίμα πολιτικής αβεβαιότητας. Στις προβλέψεις του καταγράφεται ήπια επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης, από 3,3% το 2024 σε 3,2% το 2025 και 2,9% το 2026, πριν από μια μικρή ανάκαμψη στο 3,1% το 2027.

Για την Ευρωζώνη αναμένεται ανάπτυξη 1,3% το 2025, 1,2% το 2026 και 1,4% το 2027. Στις ΗΠΑ, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει στο 1,7% το 2026 από 2% φέτος, για να ενισχυθεί στο 1,9% το 2027. Ο πληθωρισμός προβλέπεται να επανέλθει σταδιακά στους στόχους των κεντρικών τραπεζών έως τα μέσα του 2027.

Στην έκθεση με τίτλο «Ανθεκτική ανάκαμψη, αλλά με αυξανόμενες ευπάθειες», ο ΟΟΣΑ υπογραμμίζει ότι η οικονομική δραστηριότητα στηρίχθηκε φέτος από την προώθηση της παραγωγής και του εμπορίου, πριν τις αμερικανικές αυξήσεις στους δασμούς, από τις ισχυρές επενδύσεις στην Τεχνητή Νοημοσύνη και από τις ευνοϊκές δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές. Ωστόσο, η ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου επιβραδύνθηκε στο δεύτερο τρίμηνο του 2025 και οι υψηλότεροι δασμοί αναμένεται να επιβαρύνουν σταδιακά τις τιμές, περιορίζοντας την κατανάλωση και τις επενδύσεις.

Ενώ χτυπάει καμπανάκι ότι «οι κίνδυνοι παραμένουν», σημειώνοντας ότι περαιτέρω εμπορικοί φραγμοί - ιδίως σε κρίσιμες εισροές - θα μπορούσαν να διαταράξουν τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού, ενώ οι υψηλές αποτιμήσεις περιουσιακών στοιχείων, που βασίζονται σε αισιόδοξες προβλέψεις για την Τεχνητή Νοημοσύνη ενδέχεται να οδηγήσουν σε απότομες «διορθώσεις», όπως εύσχημα περιγράφεται η διόγκωση του πλασματικού κεφαλαίου και ο κίνδυνος μιας νέας κρίσης με «πυροκροτητή» την Τεχνητή Νοημοσύνη. Ενώ ο ιμπεριαλιστικός οργανισμός σημειώνει ότι οι υφιστάμενοι δημοσιονομικοί κίνδυνοι θα μπορούσαν να αυξήσουν τις μακροπρόθεσμες αποδόσεις των κρατικών ομολόγων, καθιστώντας το χρηματοπιστωτικό περιβάλλον πιο αυστηρό και επιβραδύνοντας περαιτέρω την ανάπτυξη.