Συντόνισε το έργο του με τον παλμό, τους αγώνες και τις ελπίδες του λαού

Αποσπάσματα από την ομιλία της Εύας Μελά, ζωγράφου-χαράκτριας και μέλους του Τμήματος Πολιτισμού της ΚΕ, στην εκδήλωση

Πέμπτη 27 Νοέμβρη 2025

«Η ΚΕ του ΚΚΕ τιμά σήμερα τον χαράκτη Α. Τάσσο, που έφυγε από τη ζωή πριν 40 χρόνια αφήνοντας πίσω του ένα έργο πολύ μεγάλο και πολύ σημαντικό για την ελληνική Τέχνη, ένα έργο απόλυτα προσωπικού ύφους, που βάδισε βήμα - βήμα με κάθε στιγμή της ελληνικής ζωής και Ιστορίας έως τον θάνατό του το 1985.

Ο Α. Τάσσος είναι αυτός που περισσότερο από όλους τους εικαστικούς καλλιτέχνες του τόπου μας συντόνισε το έργο του με τον παλμό του λαϊκού κινήματος, με τα βάσανα, τις ελπίδες, τις ηρωικές και τις πένθιμες στιγμές του. Το έργο του - από τα πρώτα δημιουργικά του βήματα έως τα ύστερα - γεννιέται ως χρονικό της ίδιας της ζωής του λαού.

Η σχέση του με το ΚΚΕ καταγράφεται από τα πρώτα χρόνια του. Εχοντας ως κεντρικό άξονα της δουλειάς του την αγάπη του για τον εργαζόμενο άνθρωπο, εργάτη και αγρότη που γνώρισε από τα παιδικά του χρόνια στη Λευκοχώρα Μεσσηνίας, από όπου κατάγεται, συναντιέται με τις μαρξιστικές ιδέες σε μια περίοδο αυξανόμενης δύναμης του ΚΚΕ. Είπε ο ίδιος για την Οκτωβριανή Επανάσταση: "Μεγάλωσα μαζί της. Μορφώθηκα απ' αυτήν. Ολη μου η ζωή φωτίστηκε από τα διδάγματά της"», ανάφερε η Εύα Μελά στην αρχή της ομιλίας της.

Στη συνέχεια στάθηκε αναλυτικά στη ζωή και στο έργο του μεγάλου μας χαράκτη. Στα πρώτα του έργα την περίοδο της δεκαετίας του '30, στην ένταξή του στην ΟΚΝΕ, στη μαθητεία του στην ΑΣΚΤ και στο εργαστήρι χαρακτικής του Γιάννη Κεφαλληνού, που «στήριξε τον προσανατολισμό του, μιας και ο Κεφαλληνός, εμπνεόμενος από τον μαρξισμό, γαλούχησε τους σπουδαστές του - ολόκληρες γενιές - με αξίες και ιδανικά στην υπηρεσία του δίκιου, μιας κοινωνίας με ανθρωπιά. Τους έστρεψε προς μια μαχόμενη κουλτούρα, προς μια ζωή αγωνιστική».


Ακολουθούν τα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης. Ο Τάσσος συμμετέχει ενεργά στο ΕΑΜ Καλλιτεχνών. «Μαζί με πολλούς άλλους καλλιτέχνες δημιουργεί ξυλογραφίες που κοσμούν τα παράνομα έντυπα του αγώνα... Σημαντικά έργα του εκείνης της περιόδου: "Πρωτομαγιά" για τους 200 κομμουνιστές που εκτελέστηκαν στην Καισαριανή, "Η Απελευθέρωση της Αθήνας", ένα ημιτελές σχέδιο για την 3η Δεκέμβρη 1944, και το έργο "Η πομπή του λαού της Αθήνας", όπου ο λαός κηδεύει τους νεκρούς του κατά την ταξική σύγκρουση του Δεκέμβρη του 1944. Την περίοδο 1945 - 1948 είναι καλλιτεχνικός υπεύθυνος του εκδοτικού του ΚΚΕ "Τα νέα βιβλία". Το 1950 είναι ένα από τα ιδρυτικά μέλη της ομάδας "Στάθμη". Η ομάδα με εκθέσεις, κυρίως στην επαρχία, αλλά και στο εξωτερικό, προσπαθεί να φέρει τους εργαζόμενους σε επαφή με την Τέχνη».

Αναφέρθηκε επίσης στα επόμενα χρόνια, στα γόνιμα δημιουργικά χρόνια της δεκαετίας του '60, που στρέφεται στο άσπρο - μαύρο.

Οι μορφές του Τάσσου μοιάζουν να βγαίνουν μέσα από τη συλλογική μνήμη των ανθρώπων της εποχής του

Στα χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών «παραιτήθηκε από τα ΕΛΤΑ και από τη θέση του διευθυντή της Σχολής Διακοσμητικών Τεχνών του Αθηναϊκού Ινστιτούτου (γνωστής ως Σχολής Δοξιάδη). Εργάζεται στην εταιρεία εκτυπώσεων "Ασπιώτη ΕΛΚΑ", του Ηλιόπουλου, ενώ παράλληλα δουλεύει ξυλογραφίες, αναφερόμενος σε πρόσωπα και καταστάσεις με ιδιαίτερη βαρύτητα:


Τα Χριστούγεννα του '67 έως και την Πρωτοχρονιά του '68 χαράζει τα δύο "Αφιερώματα" στους κρατουμένους συντρόφους, το ένα στην Βάσω Κατράκη και το άλλο στον Μίκη Θεοδωράκη, και στις 7 Γενάρη 1968 το τρίτο "Αφιέρωμα", στον Γιάννη Ρίτσο, όλα με κεντρικό μοτίβο τα συρματοπλέγματα των στρατοπέδων συγκέντρωσης και τα καρφιά. Ο πόλεμος του Βιετνάμ, η εκτέλεση του Τσε, η κυπριακή τραγωδία, τροφοδοτούν με νέα ερεθίσματα την Τέχνη του. Δημιουργεί τους "Σκλάβους", τους αρχαγγέλους - αντάρτες.

Εκείνο το διάστημα εκδίδει λευκώματα με πρωτότυπες ξυλογραφίες του για βιβλιοφιλικούς οίκους του εξωτερικού και κάνει εκθέσεις εκτός Ελλάδας. Απέχει από κάθε εκθεσιακή δράση στην Ελλάδα, ως πράξη αντίστασης.

Με την έκρηξη της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, από τις 20 Νοέμβρη 1973 ο Τάσσος ξεκινάει τη μεγάλη σύνθεση "17 Νοέμβρη 1973", που δουλεύει μέχρι τον Σεπτέμβρη του 1975, μια μνημειακή σύνθεση 5,2 μ. χαραγμένη σε τρία τμήματα, που παραμένει στην αρχική της μορφή πάνω στις ξύλινες πλάκες.

Τον Νοέμβρη του 1975 πραγματοποιεί μεγάλη έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη. Γράφει στον τότε διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης. Δ. Παπαστάμο: "Οι ειδικές ψυχολογικές συνθήκες των τελευταίων χρόνων, η αφόρητη και καθημερινή ταπείνωση της αξιοπρέπειας, θα μπορούσαν να έχουν κυριολεκτικά εξοντωτικές συνέπειες, εάν δεν υπήρχε για μένα σαν μοναδικό στοιχείο επιβίωσης το καταφύγιο της πλαστικής έκφρασης"».


Η ομιλήτρια ανέφερε επίσης ότι «στα έργα του Α. Τάσσου ο λαός εικονίζεται πανίσχυρος, δυνατός, μέσα από φόρμα καθαρή και απόλυτη, που παραπέμπει στον χριστιανικό συμβολισμό. Οι μορφές του μοιάζουν να βγαίνουν μέσα από τη συλλογική μνήμη των ανθρώπων της εποχής του. Ξεκάθαρη ήταν η αποστροφή του προς τον νατουραλισμό. Αναφερόμενος στην έννοια της παρακμής, επισημαίνει ότι η παρακμή χαρακτηρίζεται μόνο και σταθερά από τον νατουραλισμό. Ο Α. Τάσσος δέχτηκε στα σπουδαστικά του χρόνια κλασική εικαστική παιδεία και εκτιμούσε την Τέχνη που αναπτύχθηκε στη Γαλλία τον 18ο και τον 19ο αιώνα, για τη συμβολή της στην εξέλιξη της παγκόσμιας καλλιτεχνικής κληρονομιάς...

Εκείνο που πρέπει να σημειώσουμε είναι η συνειδητή επιλογή του, μέσα από τη σχολαστική ενασχόλησή του με τη μορφή, τη φόρμα, να συντονίσει το βήμα του με τη μακραίωνη παράδοση της "καθ' ημάς Ανατολής", τη βυζαντινή παράδοση, γέννημα του μεσογειακού ήλιου που κόβει σαν φαλτσέτα τις μορφές, που οξύνει την αντίθεση φωτός και σκιάς, δημιουργώντας στα έργα του αυτό που τελικά χαρακτήρισε την ωριμότητά του, το απόλυτα προσωπικό του ύφος, που αποπνέει τη μνήμη του τόπου, του λαού, όχι μόνο θεματικά αλλά και μορφολογικά. Δημιουργεί με την Τέχνη του γέφυρες με την οπτική μνήμη του λαού και δηλώνει: "Εχουμε τα εφόδια να δημιουργήσουμε μια ελληνική Τέχνη με τα δικά μας δεδομένα". Εκφράζοντας την ανάγκη για ανάπτυξη μιας ελληνικής Τέχνης με εθνικό χαρακτήρα, εθνικό με τη θετική έννοια, του "εντόπιου", της λαϊκής συνείδησης του συγκεκριμένου τόπου».

Πάντα στο πλευρό του ΚΚΕ


Συνεχίζοντας η Εύα Μελά σημείωσε ότι «μετά το 1974 τον βρίσκουμε πάντα δίπλα στο ΚΚΕ, καθημερινό συμπαραστάτη και συμπορευόμενο στην πρώτη γραμμή με τον σύντροφο Χαρίλαο, τον Ρίτσο, τον Κατράκη, τον Μίκη.

Το 1977 είναι από τα ιδρυτικά μέλη της ΠΑΠΟΚ, κίνησης που δημιούργησε το ΚΚΕ για την ενίσχυση της πολιτιστικής δουλειάς πανελλαδικά. Ο Τάσσος γίνεται πρόεδρός της και πρωτοστατεί στον αγώνα για την προώθηση της Τέχνης πλατιά, για την ενίσχυση της ερασιτεχνικής δημιουργίας, δράσεων για την ειρήνη, ενάντια στην εμπορευματοποίηση και καταστροφή του περιβάλλοντος και στην ασύδοτη δράση του μεγάλου κεφαλαίου. Σχεδιάζει αφίσες, με τη βοήθεια, έως το τέλος της ζωής του, του συνεργάτη του, εξαιρετικού γραφίστα Σπύρου Καραχρήστου. Σχεδιάζει το εκλογικό σήμα του ΚΚΕ και είναι πάντα παρών με το έργο του σε ό,τι του ζητηθεί. Δημιουργεί χαρακτικό έργο για το 10ο Συνέδριο του ΚΚΕ, παρακολουθεί το 11ο Συνέδριο του ΚΚΕ και το 3ο Συνέδριο της ΚΝΕ. Χαράζει και δωρίζει στο Κόμμα μας τα έργα εμπνευσμένα από την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου. Υστατο έργο του η αφίσα της Αντιφασιστικής Νίκης, για την εκδήλωση στο ΣΕΦ στις 12/10/1985.

Ηταν στα μέσα της δεκαετίας 1980 - 1990 όταν ο ζωγράφος και έμπειρος ψηφιδογράφος Νίκος Ευγενίδης και η γλύπτρια και ψηφιδογράφος Κλειώ Μακρή, σε συνεργασία, μετέφραζαν σε ψηφιδωτό το έργο του Α. Τάσσου "Τα παιδιά της ασφάλτου" (1974, Ξυλογραφία σε χαρτί, 69 x 142 εκ.). Το ψηφιδωτό - με εμβαδό 60 τετραγωνικά μέτρα - θα στόλιζε από τότε την είσοδο της έδρας της ΚΕ του ΚΚΕ στον Περισσό, δίνοντας στο έργο του Α. Τάσσου, που το είχε δημιουργήσει για τα 57 χρόνια του ΚΚΕ, μια νέα πνοή, μια νέα δύναμη... Ο ίδιος δεν πρόλαβε να το επιμεληθεί, γιατί έφυγε από τη ζωή. Το επιμελήθηκε η ζωγράφος και σύντροφός του, Λουκία Μαγγιώρου, που έκανε τη μεταφορά από το χαρακτικό για το ψηφιδωτό σε χαρτί, και οι δύο εικαστικοί, ο Νίκος Ευγενίδης και η Κλειώ Μακρή, το ερμήνευσαν σε ψηφιδωτό στην πράξη. Το έργο κατασκευάστηκε με την παλιά βυζαντινή τεχνική, με κονίαμα από ασβέστη, κατευθείαν στον τοίχο, στον οποίο απλώνεται απ' άκρη σ' άκρη, δίνοντας ένα τεράστιο πλούτο τόνων και αποχρώσεων, από το μαύρο έως το ανοιχτό γκρι και από το λευκό στην ώχρα. Τόνων και αποχρώσεων της φυσικής πέτρας, χωρίς στο ελάχιστο να ξεφεύγουν από το αυστηρό σχέδιο του Α. Τάσσου, που αποτυπώνει μια λαοθάλασσα από νέα κορίτσια και αγόρια σε πορεία, σε διαδήλωση».