Κινητοποιώντας τις αληθινές ευαισθησίες του ανθρώπου...

100 χρόνια από τη γέννηση του Μάνου Χατζιδάκι

Πέμπτη 23 Οχτώβρη 2025

«Πιστεύω πως η Τέχνη του τραγουδιού αποτελεί κοινωνικό λειτούργημα, γιατί το τραγούδι μάς ενώνει μέσα σε έναν μύθο κοινό. Και όπως στον χορό ενώνουμε τα χέρια μεταξύ μας για να ακολουθήσουμε ίδιες ρυθμικές κινήσεις, έτσι και στο τραγούδι ενώνουμε τις ψυχές μας για να ακολουθήσουμε μαζί τις ίδιες εσωτερικές δονήσεις. Και όσο για τον κοινό μύθο που δεν υπάρχει στις μέρες μας, τον σχηματίζουμε καινούργιο κι απ' την αρχή κάθε φορά. Κάθε φορά που νιώθουμε βαθιά την ανάγκη να τραγουδήσουμε».

Σαν σήμερα, 100 χρόνια πριν, γεννήθηκε ο Μάνος Χατζιδάκις, ο μεγάλος Μάνος του ελληνικού μας τραγουδιού. Ο δημιουργός που υπήρξε πάνω απ' όλα κορυφαίος αναμορφωτής του ελληνικού τραγουδιού, δρομολογώντας το σε νέους μουσικούς ορίζοντες. Ο δημιουργός που με την προσωπική ευαισθησία, την οξεία κριτική ματιά, την υψηλή αισθητική του και την αγάπη για τον λαό κατόρθωσε να μας δώσει αντισώματα απέναντι «στην μπόχα του καιρού του», αλλά και του καιρού μας.

Για τον Μάνο Χατζιδάκι το τραγούδι είναι μια μαγική στιγμή. Και ο ίδιος «ένας πανηγυριώτης μάγος». Σκοπός του να φωτίσει «τις κρυφές, αθέατες γωνιές» μας, να μας εκπλήξει, να μας γεμίσει «ερωτήματα και μελωδίες», «ευχόμενος» - απευθυνόμενος σε όλους εμάς, τους ακροατές του - «να μεταφερθούν στο σπίτι σας, έτσι που να κοπεί ο ύπνος σας και να χαθεί για πάντα - αν είναι δυνατόν - ο εφησυχασμός σας...».

***

Γεννήθηκε στις 23 Οκτώβρη 1925 στην Ξάνθη. Από τα τέσσερά του χρόνια ξεκινά μαθήματα μουσικής. Το 1932 εγκαθίσταται με την μητέρα του στην Αθήνα.

Ο ιταλοελληνικός πόλεμος και η Κατοχή τον βρίσκουν έφηβο. Οργανώνεται στην ΕΠΟΝ. «Ημουνα στην ΕΠΟΝ, όπως κάθε νέος άνθρωπος τότε. Ηταν μια εποχή που ο καθένας έδινε τη συμμετοχή του στον αγώνα εναντίον των Γερμανών», ανέφερε σε συνέντευξή του το 1984.

Τα χρόνια εκείνα σφραγίζουν την προσωπικότητα του μεγάλου συνθέτη, θεμελιώνοντας την άποψή του ότι η Τέχνη μπορεί «να κινητοποιήσει τις αληθινές ευαισθησίες του ανθρώπου», ενώ τότε εντοπίζεται και η αρχή της συνθετικής του διαδρομής.

Τότε ήρθε σε επαφή με τους ποιητές της γενιάς του: Τον Γκάτσο, τον Ελύτη, τον Σαχτούρη, τον Σικελιανό, τον Εγγονόπουλο. Ειδικά τον Γκάτσο τον θεωρούσε τον πιο σημαντικό άνθρωπο που γνώρισε στη ζωή του μετά την μητέρα του, ενώ τότε δοκιμάστηκε και σε όλα τα είδη της μουσικής στα οποία τα επόμενα χρόνια μεγαλούργησε (τραγούδι, μουσική για τον χορό και το θέατρο). Τότε ήταν που μελέτησε πολύ και το ρεμπέτικο τραγούδι, δίνοντας και την περίφημη διάλεξή του το 1949.

Ως ευαίσθητος δημιουργός, δέχεται τα μηνύματα των καιρών. Ακόμα και μετά το 1946, που αποστασιοποιήθηκε από το ΕΑΜ, ο Χατζιδάκις ποτέ δεν βρέθηκε απέναντι. Τους αγώνες που έδωσε τους θυμόταν με σεβασμό. Μιλώντας πολλά χρόνια αργότερα για τα παιδιά της γενιάς του, τους νεαρούς συντρόφους του, που «καβαλάν τις αστραπές», θα πει, με την ευαισθησία που τον διέκρινε: «Είχαν τη σκέψη όργανο, τα μάτια υγρά κι ακούραστα να βλέπουνε τον κόσμο και την ψυχή παρθενική και απροσάρμοστη στη μεταπολεμική ελληνική αθλιότητα».

***

Σύμφωνα και με τον ίδιο, η μουσική του δημιουργία χωρίζεται σε έξι περιόδους. Η πρώτη είναι από το 1944 μέχρι το 1950, μια περίοδος που - όπως ο ίδιος έλεγε - διέτρεχε όλο το έργο του. Αυτό φαίνεται πολύ χαρακτηριστικά στο σπουδαίο έργο «Εποχή της Μελισσάνθης» (1980), μια καντάτα για ώριμη γυναικεία φωνή, δύο νεανικές ανδρικές, μεικτή και παιδική χορωδία, ορχήστρα δωματίου και στρατιωτική μπάντα, με βασικό μουσικό όργανο το μπουζούκι, που το θέμα της τον απασχολούσε από το 1945.

Ενα απολύτως προσωπικό έργο, η εμπειρία του και τα βιώματά του από την Κατοχή, που γίνονται ποίηση και μουσική με κεντρική ερμηνεύτρια την Μαρία Φαραντούρη. Οπως γράφει ο ίδιος: «Χρονικό ενός καιρού, οι πρώτες μέρες της απελευθέρωσης, με ανεξίτηλες αυτοβιογραφικές εικόνες. Σαν το ρολόι στο καπηλειό με τους δύο φίλους που ζητάν δραματικά κι επίμονα να σταματήσουνε τον Χρόνο, ή εκείνο τον φίλο που τον χάσαμε σχεδόν παιδί - τον λέγαν Εκτορα Οικονομίδη και ήταν είκοσι χρονών όταν τον τύφλωσαν και τον θανάτωσαν οι Γερμανοί στο Χαϊδάρι, αφού βέβαια τον πρόδωσαν οι "εθνικόφρονες" εκείνου του καιρού. Και εικόνες άπειρες με σιδεριές από κατεστραμμένα σπίτια, σαν χέρια αιχμηρά που να ζητάν ελεημοσύνη από τον ουρανό. Και μάνες να γυρεύουν τα παιδιά τους πάνω στις καμένες στέγες, μ' ένα πλήθος να κραυγάζει έξαλλα κι αλλοπρόσαλλα συνθήματα. Μες στον αλαλαγμό, ρωτούσαμε και ψάχναμε να βρούμε τη Μελισσάνθη, σύμβολο ιδανικών αλλοτινών καιρών...».

***

Ακολουθούν σπουδαία έργα του Μάνου Χατζιδάκι. Το 1951 το «Ελληνικό Χορόδραμα» της Ραλλούς Μάνου θα παρουσιάσει τις «Εξι λαϊκές ζωγραφιές» και το «Καταραμένο φίδι».

Επίσης, από τη δεκαετία του '50 ασχολείται με τη μουσική στον κινηματογράφο, δημιουργώντας δεκάδες τραγούδια που έγιναν μεγάλες επιτυχίες. Παράλληλα συνεχίζει να ασχολείται με τη σύνθεση θεατρικής μουσικής. Αλησμόνητες θα μείνουν οι συνθέσεις του για το Θέατρο Τέχνης, όπως οι θρυλικές «Ορνιθες».

Το 1962 παρουσιάζει την «Οδό Ονείρων». Ακολουθούν: «Δεκαπέντε εσπερινοί», «Χαμόγελο της Τζοκόντα», «Μυθολογία», «Καπετάν Μιχάλης», «Αντικατοπτρισμοί», «Μεγάλος Ερωτικός», «Αθανασία», «Σκοτεινή μητέρα», «Η εποχή της Μελισσάνθης», «Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς», «Αμοργός» κ.ά.

Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν προσωπικότητα πολύπλευρη και πολυδιάστατη. Δημοσίευσε βιβλία με ποιήματα και σχόλια, ήταν εμπνευστής και ιδρυτής ορχηστρών και μουσικών φεστιβάλ, ενώ από από το 1975 και για 6 χρόνια διηύθυνε το Τρίτο Πρόγραμμα.

Αγωνιούσε για τον Πολιτισμό και τους κινδύνους που τον απειλούσαν, όπως αγωνιούσε και για τα κοινωνικά προβλήματα, την εκμετάλλευση των ανθρώπων, την ευτέλεια, την αδιαφορία, τον ρατσισμό, τον φασισμό, τον εθνικισμό... «Οποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει. Και η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι να συνηθίσουμε τη φρίκη και να μας τρομάζει η ομορφιά», έγραφε.

***

100 χρόνια από τη γέννησή του ο Μάνος Χατζιδάκις είναι εδώ, όπως και τα τραγούδια του. Αλλωστε, όπως έλεγε, «τους ανθρώπους που έχουν φύγει αλλά παραμένουν ζωντανοί τους έχουμε καθημερινά τοποθετημένους μέσα μας και τους κουβαλάμε σ' ολόκληρη τη ζωή μας - το θέμα παύει να έχει χρόνο. Η μνήμη γίνεται παρόν»...