Rebranding ... κανονικό
Σάββατο 11 Οχτώβρη 2025 - Κυριακή 12 Οχτώβρη 2025

Με τον όρο «rebranding» (στα Ελληνικά ανασχεδιασμός εταιρικής ταυτότητας) χαρακτηρίζεται η αναθεώρηση της ταυτότητας ενός brand (εταιρείας) που μπορεί να περιλαμβάνει την επωνυμία, το λογότυπο, τα οπτικά στοιχεία, τον τρόπο επικοινωνίας κ.λπ. Με δυο λόγια, περιλαμβάνει στοιχεία για το λανσάρισμα στην αγορά μιας ίδιας παλιάς εταιρείας, αλλά με άλλο περιτύλιγμα.

Ο εμπορικός αυτός όρος μπήκε εσχάτως στην πολιτική ζωή και συζήτηση με αφορμή την πορεία «αυτονόμησης» του Αλ. Τσίπρα απ' τον ΣΥΡΙΖΑ - το κόμμα του οποίου υπήρξε πρόεδρος - που οδήγησε στην παραίτησή του από βουλευτής και τη δρομολόγηση διαδικασιών για τη δημιουργία νέου κόμματος. Αν μη τι άλλο και μόνο το γεγονός ότι κάποιοι αποδέχονται έναν τέτοιο όρο για να χαρακτηρίσουν την πολιτική τους δράση, δείχνει ότι αντιλαμβάνονται την πολιτική με όρους αγοράς και πελατείας. Δείχνει, επίσης, ότι δεν έχουν να εισφέρουν κάτι ουσιαστικά διαφορετικό παρά μόνο δοκιμασμένες «συνταγές» διαχείρισης του συστήματος σερβιρισμένες με άλλο περιτύλιγμα.

Ο Τσίπρας, άλλωστε, έχει δοκιμαστεί (και αποδοκιμαστεί) τόσο απ' τη θέση της κυβέρνησης όσο και απ' αυτή της αξιωματικής αντιπολίτευσης και έχει αποδειχθεί στην πράξη ότι υπηρέτησε μια πολιτική και στρατηγική ενάντια στα εργατικά - λαϊκά συμφέροντα. Οσο κι αν κάποιοι προσπαθούν, με την ολοφάνερη συνδρομή μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων, να τον εμφανίσουν ως «νεογέννητο», η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική...

Ηταν ο Τσίπρας και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ (της πρώτης φοράς «αριστερά» με ολίγον ακροδεξιά) που εμφανίστηκαν το 2015 ως το «νέο» που θα καταργούσε τα δυσβάσταχτα μνημόνια του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ και τελικά ψήφισαν μαζί τους ένα ακόμη μνημόνιο, τις συνέπειες του οποίου ζούμε μέχρι σήμερα. Ενώ η περιβόητη ρύθμιση του χρέους συνδυάστηκε με τη δέσμευση για τα ματωμένα πλεονάσματα, τη φοροληστεία, την υποθήκευση της δημόσιας περιουσίας για πολλές δεκαετίες και πολλά ακόμη.

Ηταν η ίδια η κυβέρνηση που υλοποίησε ή δρομολόγησε μια σειρά από βαθιά αντεργατικές και αντιλαϊκές επιλογές, όπως οι πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας, το χρηματιστήριο Ενέργειας, η κατάργηση της κυριακάτικης αργίας, ο αντιασφαλιστικός νόμος Κατρούγκαλου, ο περιορισμός του απεργιακού δικαιώματος κ.λπ. Ολα αυτά είναι έργα του «όλου ΣΥΡΙΖΑ» υπό την ηγεσία του Τσίπρα, που δεν παραγράφονται, όσο κι αν φημολογείται ότι το rebranding θα αποκλείει κάποιους από τους υπουργούς που τα υλοποίησαν.

Ηταν, επίσης, αυτή η κυβέρνηση που έθεσε τις βάσεις για τη νέα στρατιωτική συμφωνία με τις ΗΠΑ (μάλιστα επί της πρώτης διακυβέρνησης Τραμπ, τον οποίο ο ίδιος ο Τσίπρας είχε χαρακτηρίσει «διαβολικά καλό»), γεμίζοντας όλη τη χώρα με στρατιωτικές βάσεις και αναβάθμισε τη στρατηγική συμμαχία με το κράτος - δολοφόνο Ισραήλ (πάλι επί κυβέρνησης Νετανιάχου ή αλλιώς «Μπίμπι», όπως χαϊδευτικά αποκαλούσαν τον μακελάρη τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ).

Το πώς αξιοποιήθηκαν και επεκτάθηκαν αυτές οι επιλογές από την κυβέρνηση της ΝΔ, το βλέπουμε τώρα με την εμπλοκή της χώρας μας στους δύο πολέμους στην περιοχή, στον πόλεμο στην Ουκρανία στηρίζοντας την κυβέρνηση Ζελένσκι και στον πόλεμο στη Μέση Ανατολή, στηρίζοντας την κυβέρνηση Νετανιάχου που εντείνει τη γενοκτονία σε βάρος του Παλαιστινιακού λαού. Μάλιστα, ο ίδιος ο Τσίπρας σε πρόσφατη συνέντευξή του δήλωσε ευτυχής που η κυβέρνησή του «έπαιξε ρόλο στην ομαλοποίηση των σχέσεων με τις ΗΠΑ», εννοώντας την άμβλυνση των αντιιμπεριαλιστικών αισθημάτων στον λαό, για την οποία έκανε τα πάντα, με πενιχρά στην πραγματικότητα αποτελέσματα.

Αλλά και από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης την περίοδο 2019-2023, ο ΣΥΡΙΖΑ ταυτίστηκε με βασικές επιλογές της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ψηφίζοντας μάλιστα πάνω από το 50% των νομοσχεδίων εκείνης της περιόδου.

Το πιο σημαντικό ήταν ότι η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αναλαμβάνοντας να βγάλει τη βρώμικη δουλειά για λογαριασμό του κεφαλαίου σε μια κρίσιμη στιγμή που τα παραδοσιακά αστικά κόμματα δυσκολεύονταν να το κάνουν, έσπειρε την απογοήτευση σε πλατιά τμήματα του λαού, αφού πρώτα τους είχε καλλιεργήσει ψεύτικες ελπίδες ότι μια κυβερνητική εναλλαγή στο πλαίσιο του καπιταλισμού και των κατευθύνσεων της ΕΕ και του ΝΑΤΟ μπορεί να γύρει την πλάστιγγα προς όφελός τους.

Τροφοδότησε τη λογική του μονόδρομου και του «δεν υπάρχει εναλλακτική», πάνω στην οποία ΝΔ και ΠΑΣΟΚ είχαν στηρίξει την πολιτική τους. Κι όλα αυτά τα έκανε στο όνομα της «αριστεράς» και της «προόδου», δίνοντας τη δυνατότητα σε αντιδραστικές δυνάμεις να συκοφαντήσουν αγωνιστικές αξίες και ιδανικά.

Αποδείχθηκε για μια ακόμη φορά, όπως έχει συμβεί αμέτρητες φορές στην Ιστορία, ότι οι πολιτικές δυνάμεις που υπόσχονται «φιλολαϊκή διέξοδο» χωρίς να αμφισβητούν τον ίδιο τον καπιταλισμό, το αστικό κράτος, την ΕΕ, παίζουν εξαρχής ένα παιχνίδι εξαπάτησης του λαού προς όφελος του συστήματος. Αποτελούν πολύτιμα στηρίγματά του σε «δύσκολες στιγμές».

Αυτές οι πολιτικές επιλογές οδήγησαν σε μεγάλο βαθμό και στην αποστροφή εργατικών - λαϊκών δυνάμεων, ιδιαίτερα των πιο ριζοσπαστικών, προς τον ΣΥΡΙΖΑ, γεγονός που έφερε την εκλογική του καθίζηση στις εκλογικές μάχες του 2023 και τελικά στην παραίτηση Τσίπρα απ' την προεδρία αυτού του κόμματος. Αυτή η πορεία απλά επιστεγάστηκε με την εκλογή Κασσελάκη στην προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ και τις διαδοχικές διασπάσεις, όσο κι αν κάποιοι προσπάθησαν να εμφανίσουν το «φαινόμενο Κασσελάκη» ως κάτι ξένο προς τον μέχρι τότε ΣΥΡΙΖΑ.

Ποια η διαφορά, άλλωστε, αυτού που είπε ο Κασσελάκης (ως πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ) στον ΣΕΒ, ότι κεφάλαιο και εργάτες είναι «συνεταίροι» στο πλαίσιο της επιχείρησης, με αυτό που εμφανίζεται ως πυρήνας της «νέας» πολιτικής πρότασης του Τσίπρα περί «πατριωτικής εισφοράς των υψηλών εισοδημάτων», παρουσιάζοντας και αυτός το κεφάλαιο και τους εργαζόμενους ως «συνεταίρους» στους λεγόμενους «εθνικούς στόχους»; Να σημειωθεί ότι το τελευταίο ειπώθηκε στην πρόσφατη ομιλία του στη Θεσσαλονίκη, από την οποία απουσίαζε κάθε αναφορά στην Παλαιστίνη και ενώ το γενοκτονικό σχέδιο του Ισραήλ είχε ήδη μπει στη φάση της κορύφωσης.

Ως ΚΚΕ είχαμε χαρακτηρίσει αυτήν την πορεία ως την κατάληξη στην οποία αργά ή γρήγορα οδηγούνται τα κόμματα της αμαρτωλής σοσιαλδημοκρατίας εξαιτίας της αντιλαϊκής τους πολιτικής, ως το αποκορύφωμα ενός ιδεολογικού, πολιτικού και οργανωτικού εκφυλισμού του ΣΥΡΙΖΑ που είχε τη σφραγίδα Τσίπρα. Κατά συνέπεια, το αν ο Τσίπρας μεθόδευσε συνειδητά ή όχι την οργανωτική διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ έχει δευτερεύουσα σημασία.

Πολλά, άλλωστε, απ' τα χαρακτηριστικά αυτού του εκφυλισμού αποτυπώνονται και στην πρόσφατη δήλωση παραίτησης, όσο κι αν προσπαθεί να την διανθίσει με στίχους του Ναζίμ Χικμέτ και με αναφορές στο λαϊκό κίνημα, με το οποίο έχει προ πολλού κόψει κάθε επαφή. Η λογική του πεφωτισμένου ηγέτη που «αδέσμευτος πλέον θα μπορεί να αφουγκράζεται τη βάση» είναι ο ορισμός του εκφυλισμού και του «μεσσιανισμού», και φυσικά δεν έχει καμία σχέση με τον συλλογικό αγώνα και την ταξική πάλη, που όλα αυτά τα χρόνια της «σιωπής» του κ. Τσίπρα εκδηλώθηκε με μεγάλους αγώνες, κινητοποιήσεις, απεργιακές μάχες κ.λπ.

Η πρόσφατη κίνηση Τσίπρα και οι διεργασίες που έχουν πυροδοτηθεί, προφανώς δεν έχουν να κάνουν μόνο ή κυρίως με τις ατομικές φιλοδοξίες του ίδιου και άλλων βουλευτών ή στελεχών του ευρύτερου χώρου, όσο κι αν προκαλεί δικαιολογημένη αποστροφή ο αμοραλισμός τους, η οφθαλμοφανής προσπάθειά τους να πιάσουν θέση «επετηρίδας» εκεί όπου ο καθένας τους θεωρεί ότι έχει τις περισσότερες πιθανότητες να εξασφαλίσει τη βουλευτική καρέκλα και όσα αυτή συνεπάγεται στα αστικά κόμματα...

Αυτά τα «μικροσυμφέροντα» γίνονται απλά το «όχημα» για να προχωρήσει ένας ευρύτερος σχεδιασμός, που αφορά πολύ ευρύτερες ανάγκες του συστήματος. Επειδή ακριβώς τέτοιες δυνάμεις είναι χρήσιμες για «δύσκολες ώρες», πρέπει να σκεφτούμε ποιες είναι οι δύσκολες ώρες που έρχονται.

Οπως αναφέρεται στις Θέσεις της ΚΕ για το 22ο Συνέδριο, σήμερα «εκφράζεται προβληματισμός για το λεγόμενο κενό που υπάρχει στο αστικό πολιτικό σύστημα σε σχέση με τη διαμόρφωση εναλλακτικής αστικής κυβερνητικής πρότασης, ώστε η δυσαρέσκεια, που αντικειμενικά διαμορφώνεται από την υλοποίηση στρατηγικών επιλογών του κεφαλαίου, να ενσωματώνεται στο αστικό πολιτικό σύστημα.

Ο προβληματισμός ιδιαίτερα εστιάζει στην κατάσταση των υπαρχόντων πολιτικών φορέων της σοσιαλδημοκρατίας: Την τάση συρρίκνωσης του ΣΥΡΙΖΑ και των δυνάμεων που προέρχονται από αυτόν, κυρίως της "Νέας Αριστεράς". Τη μεγάλη δυσκολία του ΠΑΣΟΚ να αναδειχθεί σε κυρίαρχη δύναμη εναλλακτικής διακυβέρνησης. Το γεγονός ότι ευρύτερα εργατικές και λαϊκές δυνάμεις που αποτελούσαν παραδοσιακή βάση της σοσιαλδημοκρατίας εμφανίζονται δυσαρεστημένες και απογοητευμένες, προδομένες από την πορεία των φορέων αυτού του χώρου, εξαιτίας και της πολιτικής που ακολούθησαν τα προηγούμενα χρόνια, είτε ως κυβερνητικές είτε ως αντιπολιτευόμενες δυνάμεις».

Είναι προφανές ότι μόνο μέσα στο πλαίσιο των διεργασιών που έρχονται να απαντήσουν στους παραπάνω προβληματισμούς, μπορούμε να δούμε και τις κινήσεις του Αλ. Τσίπρα.

Στις Θέσεις αναφέρεται επίσης ότι «όλα τα εναλλακτικά σχέδια αναμόρφωσης της σοσιαλδημοκρατίας προσκρούουν στην αντικειμενική πραγματικότητα της καπιταλιστικής οικονομίας, στην οποία οφείλεται και η αδυναμία των σοσιαλδημοκρατικών πολιτικών φορέων να διαμορφώσουν προτάσεις αστικής διαχείρισης, που θα ενσωματώνουν ευρύτερες εργατικές - λαϊκές δυνάμεις, όπως συνέβαινε στο παρελθόν».

Ετσι, είναι επόμενο να καταφεύγουν σχεδόν αποκλειστικά στη σφαίρα των «θεσμών», προκειμένου να μπορέσουν να «χτίσουν» μια ψευδεπίγραφη διαχωριστική γραμμή με την κυβέρνηση της ΝΔ, γύρω από ζητήματα «δικαιοσύνης», «διαφάνειας» και «κράτους δικαίου», όπως, άλλωστε, έκανε κατά κόρον και η ΝΔ όταν ήταν στην αντιπολίτευση.

Παρατηρείται μάλιστα το φαινομενικά οξύμωρο, οι ίδιες δυνάμεις που στο παρελθόν είχαν επενδύσει στον διαχωρισμό των πολιτικών δυνάμεων σε «μνημονιακές» και «αντιμνημονιακές», με έναν ρηχό καταγγελτικό λόγο απέναντι στην ΕΕ, στην τρόικα, στους δανειστές για την επιβολή των μνημονίων, σήμερα - αφού πρώτα αποδέχτηκαν, ψήφισαν και εφάρμοσαν τα μνημόνια - να «αποκαλύπτονται» ως δυνάμεις «ευρωπαϊκού προσανατολισμού», ως οι εγγυητές της μετατροπής της Ελλάδας σε «κανονικό κράτος της ΕΕ» παρουσιάζοντας την κυβέρνηση Μητσοτάκη ως «εξαίρεση από την ευρωενωσιακή κανονικότητα».

Το σημείο «κλειδί», που χρειάζεται να κατανοηθεί από όλους όσοι στο παρελθόν εναπόθεσαν τις ελπίδες τους σε τέτοιες δυνάμεις και απογοητεύτηκαν από αυτές, αλλά και από τους νεότερους, είναι ότι η συνολική πορεία τους δεν αποτελεί αποτέλεσμα «υποχώρησης σε πιέσεις» ή «προδοσίας» και τελικά «μεταστροφής».

Η αθέτηση των υποσχέσεών τους απέναντι στον λαό αποτελεί απλά την άλλη όψη της κατά γράμμα υλοποίησης των υποσχέσεών τους απέναντι στο σύστημα που εδώ και δεκαετίες έχουν ταχτεί να υπηρετούν, που ποτέ δεν πρόδωσαν και που κλήθηκαν να ξελασπώσουν, όταν οι άλλοι εμφάνισαν αδυναμία. Αυτό που διαψεύσθηκε ξανά και ξανά είναι οι ψευδαισθήσεις ότι μπορεί να υπάρξει μια διακυβέρνηση που θα συνταιριάσει το κυνήγι του μέγιστου κέρδους των επιχειρηματικών ομίλων με τα συμφέροντα του λαού, ότι μπορεί να υπάρξει φιλολαϊκή πολιτική στο έδαφος του καπιταλισμού.

Γιατί αυτό που, σε τελική ανάλυση, προσωποποιεί στον εκάστοτε «Μητσοτάκη» ο εργαζόμενος, ο νέος και η νέα που επιθυμούν να απαλλαγούν από τη σημερινή κυβέρνηση, είναι η ίδια η πολιτική που εφαρμόζει, οι συνέπειες που αυτή έχει στους όρους ζωής τους, τα αδιέξοδα που τους δημιουργεί. Μια στρατηγική, όμως, που έχει υλοποιηθεί και στηριχθεί από όλες τις αστικές δυνάμεις είτε κυβερνούν, είτε αντιπολιτεύονται.

Συνεπώς, καμία από τις πολιτικές δυνάμεις που αποδέχονται τα ίδια τα «βάθρα» της πολιτικής που υλοποιεί και η κυβέρνηση Μητσοτάκη, που μοιράζονται τις ίδιες δεσμεύσεις στους στόχους κερδοφορίας του κεφαλαίου, στο δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ, στους πολεμικούς σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ κ.λπ., δεν πρόκειται να δικαιώσει τις προσδοκίες τους. Το μόνο που μπορούν να τους υποσχεθούν είναι νέες αυταπάτες και ψευδαισθήσεις και στη συνέχεια νέες απογοητεύσεις και περισσότερο χαμένο χρόνο. Χαμένο χρόνο για εργατικές - λαϊκές δυνάμεις που σήμερα έχουν περισσότερη συγκεντρωμένη πολιτική και κοινωνική πείρα για την αναγκαιότητα του δρόμου σύγκρουσης και ανατροπής που προτείνει το ΚΚΕ.

Τη δικαίωση των προσδοκιών του ο λαός μπορεί να τη βρει στον δικό του οργανωμένο αγώνα, μέσα από τις γραμμές του εργατικού - λαϊκού κινήματος, μαζί με όσους έχουν τα ίδια προβλήματα και τον ίδιο αντίπαλο, δηλαδή το κεφάλαιο, τα μονοπώλια, στη συμπόρευση με το ΚΚΕ, που αποτελεί τον μοναδικό στρατηγικό αντίπαλο της σημερινής και κάθε κυβέρνησης που εκφράζει τα συμφέροντα της αστικής τάξης, που παλεύει για τη μοναδική ριζικά διαφορετική εξουσία και διακυβέρνηση, για την ανατροπή του σημερινού σάπιου συστήματος, την εργατική - λαϊκή εξουσία, τον σοσιαλισμό.


Του
Γιάννη ΓΚΙΟΚΑ*
*Ο Γ. Γκιόκας είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνος του Γραφείου Τύπου της ΚΕ