Μια αναδρομή του πώς φτάσαμε σήμερα στο 13ωρο |
Ενα νομοσχέδιο που αφενός «νομιμοποιεί» την εργοδοτική αυθαιρεσία και κάνει «κανονικότητα» την πιο ακραία «ευελιξία» που ήδη προωθεί η εργοδοσία στους χώρους δουλειάς, αφετέρου - όπως συμβαίνει πάντα στην αγορά εργασίας - γίνεται το νέο «κατώφλι» για τα ακόμα χειρότερα που θέλουν να επιβάλουν οι επιχειρηματικοί όμιλοι. Αλλωστε έδειξαν τις διαθέσεις τους στη διαβούλευση όπου ζητούσαν ακόμα περισσότερα από τις 150 ώρες υπερωρίας, 13ωρα και μάλιστα «σπαστά» και μια σειρά ακόμα μέτρα.
Συνοπτικά, το νομοσχέδιο συμβάλλει στο ξεχείλωμα και στην ευκολότερη αυξομείωση του εργάσιμου χρόνου από τους εργοδότες. Διευκολύνει περαιτέρω τη «διευθέτηση» του χρόνου εργασίας, αυξάνει τον αριθμό υπερωριών ανά ημέρα, κάνει πιο εύκολη την πρόσληψη - απόλυση για δουλειά δύο ημερών, μειώνει κι άλλο την τιμή της εργατικής δύναμης, επιτρέπει στους εργοδότες να αλλάζουν τους όρους εργασίας όπως αυτοί θέλουν (π.χ. από πλήρη σε εκ περιτροπής και «κατά παραγγελία» απασχόληση)
Ιδού πώς προωθείται αυτή η βαρβαρότητα στην πράξη:
Στο άρθρο 1 διατυπώνεται ο παραπλανητικός ισχυρισμός ότι σκοπός του νομοσχεδίου είναι, μεταξύ άλλων, «η δίκαιη λειτουργία της αγοράς εργασίας».
Η αγορά εργασίας όμως είναι αντικειμενικά άδικη, γιατί σε αυτήν προσέρχεται αναγκαστικά ο εργαζόμενος, πουλώντας την εργατική του δύναμη στους εργοδότες, ώστε να ζήσει. Αποτέλεσμα αυτής της πώλησης είναι η εκμετάλλευσή του, η μεταχείρισή του από τους εργοδότες σαν ένα «ομιλούν εργαλείο», για την αποκόμιση κερδών.
Ωστόσο, στο ίδιο άρθρο υπάρχει και η ορθή παραδοχή ότι βασικός στόχος είναι «η προώθηση της ευελιξίας της διευθέτησης του χρόνου εργασίας».
Το άρθρο 4 του νομοσχεδίου - το οποίο αποτελεί προσθήκη στο αρχικό κείμενο - χειροτερεύει περαιτέρω τους όρους της «κατά παραγγελίας απασχόλησης», η οποία είχε νομοθετηθεί με το προηγούμενο έκτρωμα (νόμος Γεωργιάδη). Καταργεί τη ρύθμιση με την οποία «απαγορεύεται ως μονομερής βλαπτική μεταβολή» κάθε «μετατροπή, μονομερώς από τον εργοδότη, σύμβασης εργασίας πλήρους ή μερικής απασχόλησης σε σύμβαση εργασίας κατά παραγγελία» (παρ. 5, άρθρο 190 του Κώδικα Εργατικού Δικαίου - ΚΕΔ). Ακόμα, καταργεί τον ελάχιστο αριθμό αμειβόμενων ωρών εργασίας σε μια «κατά παραγγελία» σύμβαση εργασίας (παρ. 4, άρθρο 190 του ΚΕΔ). Ουσιαστικά επεκτείνει τη «μη προβλεψιμότητα» στην εργασία και νομιμοποιεί τη δουλειά χωρίς πρόγραμμα, τη ζωή - λάστιχο, για μια σειρά κλάδους. Το συνοδευτικό κείμενο του νομοσχεδίου αναφέρει μάλιστα και συγκεκριμένα τον κλάδο της Εστίασης, το λιανικό εμπόριο και τα σούπερ μάρκετ, όπου όπως αναφέρεται «οι βάρδιες δεν προγραμματίζονται εγκαίρως», δίνοντας το δικαίωμα στον εργοδότη με ένα sms εντός 24 ωρών να τινάζει στον αέρα τη ζωή του εργαζόμενου.
Το άρθρο 6 επιτρέπει «ο εκ περιτροπής απασχολούμενος» να μπορεί «να απασχοληθεί πέρα από το πλήρες ημερήσιο ωράριο, σύμφωνα με τα όρια και την αμοιβή (...) της υπερωρίας».
Η δυνατότητα υπερωριών στην εκ περιτροπής αναδεικνύει τον εμπαιγμό των εργαζομένων από όλες τις κυβερνήσεις, οι οποίες ισχυρίζονται ότι η εκ περιτροπής εργασία προσφέρει μια εναλλακτική λύση στους εργοδότες που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα και, αντί να κλείσουν την επιχείρηση και να κάνουν απολύσεις, προσφέρουν μειωμένη απασχόληση. Κάτι που επικαλείται και η σημερινή κυβέρνηση στο νομοσχέδιο αυτό!
Ομως η εκ περιτροπής αποτέλεσε έναν ακόμα τρόπο μειωμένης απασχόλησης εργαζομένων, η οποία μέχρι σήμερα μπορούσε να αυξηθεί με τη διάταξη περί «πρόσθετης εργασίας» και τώρα μπορεί και μέσω υπερωριών.
Το άρθρο 7, που αποτελεί και εμβληματικό σημείο του νομοσχεδίου, είναι αυτό που αυξάνει τον αριθμό υπερωριών ανά ημέρα από 3 σε 4, επιτρέποντας στους εργοδότες να απασχολούν τους εργαζόμενους μέχρι και 13 ώρες τη μέρα.
Στο νομοσχέδιο υπάρχει η ψευδής διατύπωση ότι «ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να αρνηθεί την παροχή της υπερωριακής αυτής εργασίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 12». Η άρνηση αυτή, γράφεται, «δεν συνιστά» τάχα «λόγο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του». Ομως το ψέμα έχει κοντά ποδάρια, καθώς:
- Το άρθρο 12, που επικαλείται το νομοσχέδιο, αναφέρει λέξη προς λέξη: «Αν παρουσιαστεί ανάγκη για εργασία πέρα από τη συμφωνημένη ή τη συνηθισμένη, ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να την παράσχει, αν είναι σε θέση να το κάνει, και η άρνησή του θα ήταν αντίθετη με την καλή πίστη». Με άλλα λόγια, στο γράμμα και στο πνεύμα του άρθρου 12 κυριαρχεί η υποχρέωση παροχής και όχι το δικαίωμα άρνησης του εργαζόμενου.
- Ακόμα κι αν ο εργαζόμενος μπορούσε να προσφύγει στα δικαστήρια για να αποδείξει ότι η απόλυση έγινε επειδή αρνήθηκε υπερωριακή απασχόληση, αυτό αποτελεί αποκλειστικά θεωρητική επιλογή, αφού οι δικαστικές διαμάχες είναι χρονοβόρες και κοστοβόρες και προφανώς δεν υπάρχει εργαζόμενος που θα έχει διάθεση να αναμετρηθεί με τα οργανωμένα νομικά τμήματα των επιχειρηματικών ομίλων.
- Επανειλημμένα ο Αρειος Πάγος έχει βγάλει αποφάσεις με τις οποίες διευκρινίζει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας «είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία, με την έννοια ότι η ύπαρξη ενός ιδιαίτερου λόγου δεν αποτελεί προϋπόθεση του κύρους της». Δηλαδή οι εργοδότες μπορούν να απολύουν χωρίς να αιτιολογούν την απόλυση. Ακόμα κι όταν χρειάζεται να αιτιολογήσουν μια απόλυση, όμως, επικαλούνται οποιονδήποτε άλλο λόγο από τον πραγματικό.
- Βεβαίως η άμεση απόλυση δεν είναι η μοναδική μορφή εξαναγκασμού της εργοδοσίας ώστε να επιβάλει το 13ωρο. Υπάρχει και η μη ανανέωση της σύμβασης, όπου η εργοδοσία μπορεί να επικαλεστεί το οτιδήποτε. Υπάρχουν επίσης η δυσμενής μεταχείριση του εργαζόμενου που αρνείται, η μετακίνησή του από τμήμα σε τμήμα, οι μεταθέσεις του από τη μία άκρη της πόλης στην άλλη (αν μιλάμε για μεγάλη επιχείρηση) κ.ο.κ. Ολα εκείνα δηλαδή που ...παραδειγματίζουν όλο το προσωπικό ώστε να αποδέχεται το ξεζούμισμά του.
Το άρθρο 8 επιμηκύνει το διάστημα «διευθέτησης» του χρόνου εργασίας από 6 σε 12 μήνες, ενώ δίνει και τη δυνατότητα της «διευθέτησης» του χρόνου εργασίας μέσα σε μία βδομάδα! Συγκεκριμένα αναφέρεται: «Το χρονικό διάστημα των περιόδων αυξημένης και μειωμένης απασχόλησης δεν υπερβαίνει συνολικά τους δώδεκα (12) μήνες, ενώ δεν επιτρέπεται να είναι μικρότερο της μίας (1) εβδομάδας (περίοδος αναφοράς)».
Υπενθυμίζεται ότι με τη «διευθέτηση» στις περιόδους «αυξημένης απασχόλησης» ο εργοδότης απασχολεί τον εργαζόμενο 10 αντί για 8 ώρες τη μέρα χωρίς να πληρώνει τις επιπλέον 2 ώρες! Υποτίθεται ότι τις επιπλέον αυτές ώρες τις αντισταθμίζουν οι λιγότερες ώρες εργασίας την περίοδο «μειωμένης απασχόλησης». Στην περίοδο «μειωμένης απασχόλησης», όμως, ο εργοδότης δικαιούται να επιβάλει στον εργαζόμενο να δουλέψει υπερεργασία και να τον αναγκάσει να δουλέψει και υπερωρία!
Να σημειωθεί ακόμα ότι η «διευθέτηση» με περίοδο αναφοράς μίας βδομάδας σημαίνει απότομες αυξομειώσεις του χρόνου εργασίας σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, που εντείνουν τη φθορά του οργανισμού.
Συνολικότερα, τα συστήματα αυτά αφαιρούν από τους εργαζόμενους το δικαίωμα προγραμματισμού της ζωής τους, καταργούν ουσιαστικά τον ελεύθερο χρόνο και την επαρκή ανάπαυση, αφού η ζωή τους προσαρμόζεται στα διαρκώς μεταβαλλόμενα ωράρια εργασίας.
Ετσι, ο ελεύθερος χρόνος από κατοχυρωμένο δικαίωμα μετατρέπεται σε ...περίσσεμα που προκύπτει από μέσους όρους εργασίας σε βάθος εβδομάδων και μηνών, των λεγόμενων «περιόδων αναφοράς», ανάλογα πάντα με το πότε δεν έχει δουλειά η επιχείρηση. Ετσι όμως δεν αναπληρώνεται η εργατική δύναμη, δεν αποκαθίσταται η φθορά του οργανισμού, η οποία πολλαπλασιάζεται από τα ακατάστατα ωράρια.
Η «διευθέτηση» λοιπόν αποτελεί εργαλείο αιχμής για την αύξηση του απλήρωτου χρόνου εργασίας, την ένταση της εκμετάλλευσης μέχρι τα απώτατα όρια. Και, βέβαια, όπως και οι υπερωρίες, οδηγεί στην εξάντληση, που αυξάνει τον κίνδυνο ατυχήματος και εκθέτει τους εργαζόμενους σε επικίνδυνες για την υγεία τους συνθήκες περισσότερες ώρες από τις προβλεπόμενες.
Το πόσο σημαντική είναι η «διευθέτηση» για τους εργοδότες το μαρτυρά το γεγονός ότι η νομοθέτησή της είναι προϊόν οκτώ διαφορετικών νόμων από το 1990 μέχρι σήμερα, και τώρα το νομοσχέδιο αυτό, στην περίπτωση που ψηφιστεί, θα αποτελέσει τον ένατο νόμο! Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι πρώτος νόμος ήταν ο 1892/1990, της τότε κυβέρνηση της ΝΔ, για να ακολουθήσουν ακόμα τέσσερις νόμοι του ΠΑΣΟΚ, ένας του ΣΥΡΙΖΑ και δύο ξανά της ΝΔ. Κάθε νόμος διορθώνει ή και συμπληρώνει τον προηγούμενο, χειροτερεύοντας κάθε φορά τους όρους εργασίας.
Το άρθρο 10, με τον φερετζέ της δήθεν «επιλογής» από τον ίδιο τον εργαζόμενο, προβλέπει την κατάτμηση της ετήσιας άδειας σε περισσότερες από δύο περιόδους. Μοναδικός περιορισμός είναι ότι ένα μέρος της άδειας πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον 6 εργάσιμες μέρες για 6ήμερη εργασία και τουλάχιστον 5 εργάσιμες μέρες για 5ήμερη εργασία.
Με το άρθρο αυτό μειώνεται δραματικά ο αριθμός των ελάχιστων ημερών κατά 50%, αφού ο ισχύων περιορισμός ορίζει ότι ένα μέρος της άδειας πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον 12 και 10 εργάσιμες μέρες για 6ήμερη και 5ήμερη εργασία αντίστοιχα.
Το άρθρο ουσιαστικά ακυρώνει τον σκοπό της ετήσιας άδειας, που είναι η ξεκούραση του εργαζόμενου, και την απλώνει όλο τον χρόνο. Ετσι, οικογένειες με παιδιά θα αναγκάζονται να παίρνουν άδειες ακόμα και μέσα στο καταχείμωνο, που προφανώς θα πηγαίνουν στράφι.
Το άρθρο 22 δίνει ισχύ νόμου σε όσα μέχρι τώρα όριζε εγκύκλιος του υπουργείου Εργασίας για τον τρόπο χρησιμοποίησης της ψηφιακής κάρτας εργασίας.
Τα μέτρα αυτά είναι:
- Η ευέλικτη προσέλευση του εργαζόμενου μέχρι και 120 λεπτά μετά την προβλεπόμενη έναρξη εργασίας. Για παράδειγμα, ενώ το ωράριο εργασίας ξεκινά στις 8 το πρωί, ο εργοδότης έχει δικαίωμα να ζητήσει από τον εργαζόμενο να έρθει την επόμενη μέρα μέχρι και δύο ώρες αργότερα. Η ρύθμιση αυτή, που ήδη έχει «περπατήσει», χρησιμοποιείται από τους εργοδότες για να επιβάλλουν «μαύρη» εργασία. Δηλαδή ο εργαζόμενος πιάνει δουλειά στις 8 το πρωί, αλλά ο εργοδότης τον αναγκάζει να σημάνει την ψηφιακή κάρτα του (πολλές φορές τις κάρτες τις έχουν οι ίδιοι οι εργοδότες!) δύο ώρες αργότερα. Στις πολύ σπάνιες περιπτώσεις επιτόπιου ελέγχου από την Επιθεώρηση Εργασίας - λόγω μεγάλης έλλειψης επιθεωρητών - ο εργοδότης έχει τη δυνατότητα μεταξύ άλλων να δικαιολογήσει την παρουσία του εργαζόμενου, που ακόμα δεν έχει χτυπήσει την κάρτα, ισχυριζόμενος ότι ετοιμάζεται να πιάσει δουλειά, ή - όπως το επόμενο μέτρο ορίζει - ότι είναι στον χρόνο προετοιμασίας!
- Ο χρόνος προετοιμασίας είναι για τη βιομηχανία 30 λεπτά πριν την έναρξη της εργασίας και 30 λεπτά μετά τη λήξη της. Για τους υπόλοιπους κλάδους είναι 10 λεπτά πριν και 10 λεπτά μετά. Ο χρόνος αυτός δεν λογαριάζεται ως χρόνος εργασίας, αλλά, όπως φάνηκε και από το προηγούμενο παράδειγμα, είναι εργαλείο για την επιβολή μαύρης εργασίας.
- Η μη σήμανση της ψηφιακής κάρτας για τρεις μονές φορές τον μήνα δικαιολογείται με το να ρίχνεται η ευθύνη σε λάθος του εργαζόμενου. Δηλαδή η κάρτα μπορεί να «χτυπηθεί» κατά την έναρξη της εργασίας, αλλά όχι κατά τη λήξη της, δίνοντας άλλη μια δυνατότητα στην εργοδοσία να επιβάλλει μαύρη εργασία.
Το άρθρο 33 δίνει τη δυνατότητα να διευρύνεται περαιτέρω -μάλιστα εντελώς αυθαίρετα, με Κοινή Υπουργική Απόφαση - ο αριθμός των ιατρικών ειδικοτήτων που μπορούν να ασκούν καθήκοντα γιατρού Εργασίας.
Να σημειωθεί ότι η Ιατρική της Εργασίας είναι ειδικότητα και τα μέτρα αυτά ουσιαστικά την υπονομεύουν και οδηγούν στην εξάλειψή της, αφού ο καθένας θα μπορεί να την ασκεί, συρρικνώνοντας περαιτέρω τα όποια υπαρκτά ελάχιστα μέτρα υπάρχουν για την προστασία των εργαζομένων.
Το άρθρο 38 διατηρεί τη ρύθμιση η οποία δίνει 24 ώρες στους εργοδότες να αναγγείλουν μεταξύ άλλων ένα σοβαρό εργατικό «ατύχημα», ακόμα και θανατηφόρο. Ουσιαστικά δίνει χρόνο στον θύτη να καλύψει τα ίχνη του.
Πρόκειται για καθαρή συγκάλυψη, αφού την ίδια στιγμή που το υπουργείο επικαλείται την ψηφιοποίηση ως εργαλείο απλοποίησης διαδικασιών (π.χ. προσλήψεις και αλλαγές όρων εργασίας με ένα sms) αυτή η δυνατότητα ψηφιακής «αμεσότητας» εξαφανίζεται όταν είναι να αναγγελθεί ένα εργατικό «ατύχημα», επομένως και να γίνει άμεσα ο έλεγχός του από τις αρχές.
Ακόμα, στην Ελλάδα, όπου ο όρος «επαγγελματική ασθένεια» είναι πρακτικά άγνωστος, αφού δεν καταγράφεται καμία από κανέναν χώρο δουλειάς, η ρύθμιση που ορίζει ότι οι εργοδότες - δηλαδή οι υπεύθυνοι - οφείλουν να αναγγέλλουν την ασθένεια εργαζόμενου η οποία οφείλεται στην εργασία είναι ξεκάθαρος εμπαιγμός.
Τέλος, το άρθρο 73 αποτελεί εξόφθαλμη κρατική παρέμβαση για τη μείωση του λεγόμενου «μη μισθολογικού κόστους», αφού προβλέπει την κατάργηση των προσαυξήσεων των ασφαλιστικών εισφορών που προκύπτουν από όρους που προβλέπονται σε Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, και τις λεγόμενες «οικειοθελείς εργοδοτικές παροχές».
Υπενθυμίζεται ότι ήδη με τον νόμο 5185/2025 έχει καταργηθεί η ασφάλιση των προσαυξήσεων λόγω υπερεργασίας, υπερωριών, νυχτερινής εργασίας και εργασίας κατά τις Κυριακές και τις αργίες.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η νέα κατάργηση αποτελεί και απευθείας χτύπημα στις ΣΣΕ, με το κράτος να παρεμβαίνει για μια ακόμα φορά καταργώντας όρους τους.