ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΡΑΜΠ - ΕΡΝΤΟΓΑΝ
Πολλά παραπάνω από μια «πανάκριβη φωτογραφία»...
Σάββατο 4 Οχτώβρη 2025 - Κυριακή 5 Οχτώβρη 2025

Πολλά ακούστηκαν όλες τις προηγούμενες μέρες σχετικά με την ακύρωση της συνάντησης Μητσοτάκη - Ερντογάν και τι σηματοδοτεί για τα Ελληνοτουρκικά. Το «καράβι» των ευρωατλαντικών μυθευμάτων, αυτό που αρμένιζε στα ΝΑΤΟικά «ήρεμα νερά», μπάζει νερά με τα πρώτα «απόνερα» των ιμπεριαλιστικών παζαριών και εντάσεων, επιβεβαιώνοντας ότι ο λαός δεν έχει να περιμένει τίποτα από τα ευρωατλαντικά σχέδια και την προσπάθεια αναβάθμισης της αστικής τάξης σε αυτά, προσπάθεια που περνάει εξίσου και μέσα από τον ανταγωνισμό και μέσα από την προσπάθεια «διευθετήσεων» με την αστική τάξη της Τουρκίας.

Καθόλου τυχαία, στα νέας κοπής παραμύθια που ξεφουρνίζουν το διάστημα αυτό κυβέρνηση και λοιπά αστικά επιτελεία, στο επίκεντρο της προσπάθειας εφησυχασμού μπαίνει η προσπάθεια να υποβαθμιστούν η συνάντηση Τραμπ - Ερντογάν και τα όσα συζητήθηκαν και συμφωνήθηκαν εκεί, με τα περί της «πιο ακριβής φωτογραφίας» που έβγαλε ο Τούρκος Πρόεδρος, που «έδωσε δισ. και δεν πήρε τίποτα» και άλλα τέτοια.

Τη γνώμη τους σίγουρα δεν τη συμμερίζονται μια σειρά ευρωατλαντικά επιτελεία, που περιγράφουν την συνάντηση ως ορόσημο στο αμερικανοτουρκικό παζάρι και στην προσπάθεια σταθεροποίησης της Τουρκίας στο ευρωατλαντικό στρατόπεδο, μέσα από την αναβάθμισή της σε μια σειρά μέτωπα. Χαρακτηριστικοί του «πνεύματος» είναι οι τίτλοι στα άρθρα που δημοσίευσε αμέσως μετά τη συνάντηση ένα από τα think tanks - «ναυαρχίδες» των ΗΠΑ, το περιβόητο «Atlantic Council»: «Ο Τραμπ υπογραμμίζει την περιφερειακή επιρροή του Ερντογάν», «Η Ουάσιγκτον και η Αγκυρα ξεκλειδώνουν το τεράστιο δυναμικό τους στον τομέα του ενεργειακού εμπορίου», «Η Τουρκία είναι ο παράγοντας με τον οποίο ο Τραμπ θέλει να συνεργαστεί στη Συρία», «Η συνεργασία για την Ουκρανία θα μπορούσε να βοηθήσει στην ενίσχυση των δεσμών ΗΠΑ - Τουρκίας», «Τρεις λόγοι για τους οποίους η συνάντηση Τραμπ - Ερντογάν ήταν επιτυχημένη», ήταν κάποιοι από τους τίτλους αυτούς που έδιναν το «ζουμί» και το εύρος των παζαριών, το οποίο απλώνεται σε όλα τα ανοιχτά ζητήματα των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών που οξύνονται, με φόντο τη μάχη για την πρωτοκαθεδρία ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα.

«Αμφίρροπος» παράγοντας «για τη διαμόρφωση των παγκόσμιων ισορροπιών»

Η στρατιωτική παρουσία της Τουρκίας στην περιοχή, όπως καταγράφεται στην πρόσφατη έκθεση του αμερικανικού Κογκρέσου (στην Κύπρο τα τουρκικά στρατεύματα «σταθμεύουν» στο νησί)
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι έχουν εξαλειφθεί τα σημεία τριβής ή ότι υπάρχει ταύτιση απόψεων, όπως πονηρά λένε διάφορα ευρωατλαντικά παπαγαλάκια στη χώρα μας, επιχειρώντας να εφησυχάσουν σχετικά με τις εξελίξεις, αλλά ότι ακριβώς η τουρκική αστική τάξη παζαρεύει τα συμφέροντά της από αναβαθμισμένες θέσεις.

Ενδεικτικά άλλωστε για το έδαφος πάνω στο οποίο έγινε το σχετικό παζάρι είναι όσα κατέγραφε στις 15 Σεπτέμβρη, λίγες μέρες πριν τη συνάντηση, σε αναλυτική έκθεσή της για την Τουρκία («Turkey: Major Issues and US Relations»), η αρμόδια υπηρεσία του αμερικανικού Κογκρέσου, επισημαίνοντας: «Οι σχέσεις των ΗΠΑ με την Τουρκία, σύμμαχο στο ΝΑΤΟ, εναλλάσσονται μεταξύ στενής συνεργασίας και αξιοσημείωτης διχόνοιας. Η Τουρκία και άλλα "παγκόσμια αμφίρροπα κράτη" (swing states), όπως η Σαουδική Αραβία και η Ινδία, επιδιώκουν πλεονεκτήματα σε ένα παγκόσμιο σύστημα με εντεινόμενο ανταγωνισμό μεταξύ μεγάλων δυνάμεων. Ενώ η ένταξη της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ είναι σημαντική για την ασφάλειά της και η ΕΕ είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος και ξένος επενδυτής της Τουρκίας, η Τουρκία φέρεται να επιδιώκει να ενταχθεί στην ομάδα BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική) και στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης με επικεφαλής την Κίνα και τη Ρωσία.

Ορισμένες από τις ενεργειακές διαδρομές μέσω Τουρκίας, όπως αποτυπώνονταν σε χάρτη του τουρκικού υπουργείου Ενέργειας το 2022
Την τελευταία δεκαετία οι ΗΠΑ και η Τουρκία έχουν διαφοροποιηθεί έντονα σε ορισμένα σημαντικά ζητήματα, όπως η συνεργασία των ΗΠΑ με τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF) υπό την ηγεσία των Κούρδων κατά του Ισλαμικού Κράτους, η προμήθεια από την Τουρκία του ρωσικού συστήματος άμυνας εδάφους - αέρος S-400 (...) Αυτές οι ρήξεις ΗΠΑ - Τουρκίας ενδέχεται να έχουν μειωθεί σε κάποιο βαθμό, δεδομένων των προσπαθειών των ΗΠΑ και της Τουρκίας α) να ενισχύσουν το ΝΑΤΟ και την Ουκρανία από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022 και β) να συνεργαστούν με μια νέα, γενικά φιλοτουρκική, προσωρινή κυβέρνηση υπό την ηγεσία των Σουνιτών Αράβων στη Συρία, μετά την πτώση του Μπασάρ Αλ Ασαντ το 2024».

«Τα μέλη του Κογκρέσου μπορούν να εξετάσουν νομοθετικές και εποπτικές επιλογές σχετικά με την Τουρκία, συμπεριλαμβανομένων πιθανών πωλήσεων όπλων και του τρόπου αντιμετώπισης των υφιστάμενων κυρώσεων και νομοθετικών όρων», πρόσθετε η έκθεση, ουσιαστικά κλείνοντας το μάτι για την ένταση του παζαριού, που περιλαμβάνει και τα οπλικά συστήματα.

Καλούσε δε τους νομοθέτες στις αποφάσεις τους να «ζυγίσουν» ερωτήματα όπως: «Ποια είναι τα πιθανά οφέλη από τη διατήρηση ή/και την ενίσχυση των σχέσεων με την Τουρκία, δεδομένων του κεντρικού γεωπολιτικού της ρόλου σε βασικές περιοχές συγκρούσεων και στρατηγικών χερσαίων και θαλάσσιων διαδρόμων, της αποδεδειγμένης ικανότητας και δυνατότητάς της να επηρεάσει τις στρατιωτικές, πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις σε διάφορες γύρω περιοχές, και των πιθανώς μεγαλύτερων επιλογών που μπορεί να έχουν περιφερειακές δυνάμεις όπως η Τουρκία σε μια εποχή εντεινόμενου ανταγωνισμού μεταξύ μεγάλων δυνάμεων; (... ) Ποιοι είναι οι κίνδυνοι ευθυγράμμισης της Τουρκίας με αντιπάλους των ΗΠΑ; Τι, αν μη τι άλλο, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μεγαλύτερη ευθυγράμμιση της Τουρκίας με αντιπάλους των ΗΠΑ, όπως η Ρωσία ή η Κίνα; Η απροθυμία των ΗΠΑ να μοιραστούν προηγμένη αμυντική τεχνολογία με την Τουρκία ή οι διαφωνίες με την Τουρκία σε βασικά ζητήματα εξωτερικής πολιτικής; Οι πρωτοβουλίες της Ρωσίας ή της Κίνας για την ενίσχυση της τουρκικής στρατιωτικής ή οικονομικής ισχύος; (...) Εάν η Τουρκία γίνει πιο εχθρική προς τα συμφέροντα των ΗΠΑ, ποιες θα είναι οι περιφερειακές και παγκόσμιες συνέπειες;».

Τα παραπάνω, που αποτυπώνουν την προσπάθεια να «κερδηθεί» η Τουρκία με το ευρωατλαντικό στρατόπεδο, διαμορφώνουν και το υπόβαθρο των παζαριών, ενώ αντικατοπτρίζονται και στο πώς «διάβασε» η τουρκική πλευρά τα αποτελέσματα της πρόσφατης συνάντησης. Οπως έγραψε η φιλοκυβερνητική τουρκική εφημερίδα «Dailysabah», «η συνάντηση κατέδειξε ότι πλέον η Τουρκία δεν είναι απλώς ένας περιφερειακός παράγοντας, αλλά έχει γίνει ένα κεντρικό σημείο στη διαμόρφωση των παγκόσμιων ισορροπιών δυνάμεων. Οι στρατηγικές συμφωνίες ενεργειακής και πυρηνικής συνεργασίας που υπογράφηκαν με τις ΗΠΑ έχουν ενισχύσει την ενεργειακή ασφάλεια της Τουρκίας και τον ρόλο της στη διεθνή ενεργειακή διπλωματία. Επιπλέον, ο χαρακτηρισμός της Τουρκίας ως "ανερχόμενης δύναμης" από τον Τραμπ αποτελεί μια ανανεωμένη επιβεβαίωση της γεωπολιτικής σημασίας της χώρας στα μάτια της διεθνούς κοινότητας. Ταυτόχρονα, η πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική της Τουρκίας αντικατοπτρίζει σαφώς την επιδίωξή της για προώθηση των σχέσεων με τις ΗΠΑ με ισορροπημένο τρόπο, χωρίς να περιορίζεται αποκλειστικά στον δυτικό άξονα».

«Στρατοπεδάρχης» στη Μέση Ανατολή, μέρος των «λύσεων» στην Ουκρανία...

«Καθώς εξελίσσονται σημαντικά γεγονότα, η Τουρκία φέρεται να επιδιώκει (...) αποδοχή και ενθάρρυνση ενός μεγαλύτερου τουρκικού ρόλου στις γύρω περιοχές», σημείωνε η προαναφερθείσα έκθεση του Κογκρέσου, με τη συνάντηση με τον Τραμπ να επιβεβαιώνει την αποδοχή αυτή από τη μεριά των ΗΠΑ, έστω και με όρους και αστερίσκους.

Στη Συρία, οι ΗΠΑ ανάβουν «πράσινο φως» για την ένταξη των κουρδικών δυνάμεων στον «συριακό στρατό» της «προσωρινής κυβέρνησης» των τζιχαντιστών υπό τη «σκέπη» της Τουρκίας, ενώ επιχειρούν να δημιουργηθεί και ένα «mondus operandi» της Τουρκίας με το Ισραήλ, που επεκτείνει τη δική του κατοχή στα νοτιοανατολικά της χώρας μετά την ανατροπή Ασαντ.

«Μετά τη συνεδρίαση κεκλεισμένων των θυρών, έχουμε ενδείξεις ότι επιτεύχθηκε σημαντική πρόοδος σε διάφορους τομείς. Ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Τουρκία (σ.σ. και απεσταλμένος για τη Συρία), Τομ Μπάρακ, εξέφρασε την αισιοδοξία του ότι η επανένταξη των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων στη δομή ασφάλειας του κράτους της Συρίας προχωρά και θα μπορούσε να επιτευχθεί ουσιαστικά μέχρι το τέλος του έτους», έγραφε ο Ριτς Αουτσεν, γεωπολιτικός σύμβουλος του Ατλαντικού Συμβουλίου για την Τουρκία και επί δεκαετίες κυβερνητικός αξιωματούχους των ΗΠΑ, ενώ - θυμίζουμε - έχει προηγηθεί τους προηγούμενους μήνες ο αφοπλισμός του PKK.

Οπως έγραφε ο Ομέρ Οζκιζιλτζίκ, συνεργάτης για το «Syria Project» στα Προγράμματα Μέσης Ανατολής του Ατλαντικού Συμβουλίου, «ο Ερντογάν και ο Τραμπ έχουν σύγκλιση συμφερόντων στη Μέση Ανατολή. Το όραμα της Τουρκίας για την περιφερειακή ευθύνη ευθυγραμμίζεται με τη στρατηγική της κυβέρνησης Τραμπ να αναθέτει βάρη σε τοπικούς συμμάχους. Αυτό είναι πιο εμφανές στη Συρία, όπου ο Τραμπ ήρε τις κυρώσεις για να επιτρέψει στους περιφερειακούς εταίρους να συμβάλουν στην ανοικοδόμηση. Για τον Τραμπ, η Τουρκία είναι ο παράγοντας με τον οποίο θέλει να συνεργαστεί στη Συρία. Ως αποτέλεσμα αυτού του σκεπτικού, μεγάλης κλίμακας επενδυτικά έργα μεταξύ Τουρκίας, Αμερικής και Κατάρ στη Συρία βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη».

Την ίδια ώρα οι ΗΠΑ επιφυλάσσουν στην Τουρκία (από κοινού με το Κατάρ) ρόλο και στη Γάζα, ως «εγγυητές» για να προχωρήσει το αμερικανικό σχέδιο που παρουσιάστηκε προ ημερών για το υποτιθέμενο «τέλος του πολέμου» και τα όσα αισχρά προβλέπει αυτό σε βάρος του παλαιστινιακού λαού, μετατρέποντας την περιοχή σε αμερικάνικο προτεκτοράτο. Αλλά και συνολικά για την «επόμενη μέρα» στη Μέση Ανατολή, όπως έδειξε και η «συμπροεδρία» Ερντογάν - Τραμπ στη συνάντηση των κρατών της περιοχής (για το «σημειολογικό» του πράγματος, πρόκειται για τη συνάντηση που επικαλέστηκε η τουρκική πλευρά για την ακύρωση της συνάντησης με τον Κυρ. Μητσοτάκη, συνάντηση που - όπως γράφτηκε στον Τύπο - εκτιμήθηκε ότι αν γινόταν θα θεωρούνταν ...υποβάθμιση της παρουσίας Ερντογάν στις ΗΠΑ).

Παράλληλα, στην Κασπία και στον Καύκασο η Τουρκία βγαίνει αναβαθμισμένη από την υπογραφή, τον Αύγουστο, της «συμφωνίας ειρήνης» Αρμενίας - Αζερμπαϊτζάν στις ΗΠΑ, με «κερασάκι» τον αμερικανικό έλεγχο στον «διάδρομο Ζανγκεζούρ» (προβλέπεται να συνδέει το Αζερμπαϊτζάν με τον αζέρικο θύλακα Ναχιτσεβάν και στη συνέχεια με την Τουρκία), ο οποίος διάδρομος μπαίνει «σφήνα» σε ανταγωνιστικά σχέδια, όπως αυτά του Ιράν, της Ρωσίας, εν μέρει και της Κίνας. Ενδεικτικά άλλωστε είναι και όσα σημείωνε λίγο πριν τη συνάντηση ο Στιβ Γουίτκοφ, ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, ότι συμβουλεύεται τακτικά Τούρκους βασικούς υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, μεταξύ τους τον υπουργό Εξωτερικών Χακάν Φιντάν και τον αρχηγό των μυστικών υπηρεσιών Ιμπραήμ Καλίν, για θέματα όπως η ασφάλεια στην Κασπία Θάλασσα και στη Μαύρη Θάλασσα.

Στη δε Ουκρανία η Τουρκία αναγνωρίζεται από ΗΠΑ και ΕΕ ως βασικό «μέρος της λύσης» και δύναμη «εξισορρόπησης» και «ελέγχου» της Ρωσίας, είτε στις σημερινές συνθήκες, ως «δίαυλος», είτε ως «εγγυήτρια δύναμη» σε κάποιο μεταπολεμικό σχήμα, είτε ως «μοχλός πίεσης» και «πάροχος ασφάλειας» για Ουκρανία, ΕΕ και ΝΑΤΟ σε παραπέρα όξυνση. Οπως γραφόταν μετά τη συνάντηση, «η συνάντηση στον Λευκό Οίκο μεταξύ Τραμπ και Ερντογάν ανοίγει ένα σπάνιο παράθυρο ευκαιρίας για τις σχέσεις ΗΠΑ - Τουρκίας με την Ουκρανία στο επίκεντρο. Με τις ειρηνευτικές συνομιλίες να έχουν σταματήσει και τη Μόσχα να αρνείται εποικοδομητικά να εμπλακεί στις προσπάθειες διαμεσολάβησης των ΗΠΑ ή της Τουρκίας, η Ουάσιγκτον και η Αγκυρα μοιράζονται αλληλοεπικαλυπτόμενα συμφέροντα στην αποτροπή περαιτέρω ρωσικής επιθετικότητας στη Μαύρη Θάλασσα, στην αποτροπή της Ρωσίας από το να εδραιώσει πρόσθετα κέρδη στην Ουκρανία».

Παζάρια, διλήμματα...

Βεβαίως οι αναλύσεις αυτές «προσπερνάνε» ότι παράλληλα με τις σχέσεις ανταγωνισμού η τουρκική αστική τάξη έχει διαμορφώσει και ισχυρούς δεσμούς συνεργασίας με τη Ρωσία και την Κίνα σε μια σειρά τομείς, όπως αυτός της Ενέργειας, με τη Ρωσία να παρακάμπτει (και) μέσω Τουρκίας μια σειρά κυρώσεις στους ρωσικούς υδρογονάνθρακες, συμβάλλοντας παράλληλα στις μεγάλες ενεργειακές ανάγκες της Τουρκίας, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την εκτεταμένη βιομηχανική της βάση.

Σχέσεις και διλήμματα που προφανώς διαμορφώνουν και το έδαφος για διαφοροποιήσεις και διλήμματα και στο εσωτερικό της τουρκικής αστικής τάξης, αφού όπως έγραφε πρόσφατα το «Foreign Affairs», σε άρθρο του με τίτλο «Το δίλημμα της μεσαίας δύναμης της Τουρκίας», «μια βασική ανησυχία για την Τουρκία είναι η οικονομική ασφάλεια. Σε έναν ολοένα και πιο συναλλακτικό κόσμο, οι μεσαίες δυνάμεις θέλουν να συνεργαστούν με πολλαπλές μεγάλες δυνάμεις σε βάση ανά ζήτημα. Ωστόσο, καθώς η παγκόσμια οικονομία κατακερματίζεται, επιταχυνόμενη από την κλιμάκωση των εμπορικών και τεχνολογικών πολέμων των Ηνωμένων Πολιτειών υπό τον Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, πολλές χώρες θα πιεστούν επίσης να επιλέξουν πλευρά. Αυτό που καθιστά αυτήν την πράξη εξισορρόπησης πιο δύσκολη για την Τουρκία είναι ότι έχει πολλαπλές εξαρτήσεις από αντίπαλα μπλοκ. Δεν μπορεί να χάσει την πρόσβαση στο ρωσικό φυσικό αέριο, στα κινεζικά προϊόντα, στις ευρωπαϊκές αγορές ή στο αμερικανικό δολάριο. Από ρωσοκινεζικής πλευράς, το οικονομικό συμφέρον της Τουρκίας βαθαίνει. Το 2024 το συνολικό εμπόριο με αυτές τις δύο χώρες έφτασε τα 101 δισ. δολάρια, αντιπροσωπεύοντας σχεδόν το 17% του συνολικού εξωτερικού εμπορίου της Τουρκίας».

Το σπάσιμο ή έστω την αποδυνάμωση αυτών των δεσμών επιδιώκουν οι ΗΠΑ, θέτοντάς τα και ως όρο για το «ξεκλείδωμα» της πρόσβασης σε στρατιωτική τεχνολογία, ενώ παράλληλα επιχειρούν να προσφέρουν ως «καρότο» συμφωνίες και συμβόλαια στον εμπορικό τομέα (όπου επιβεβαιώθηκε ο στόχος για αύξηση των εμπορικών συναλλαγών στα 100 δισ. δολάρια), για την κάλυψη των μεγάλων ενεργειακών αναγκών της Τουρκίας και τη φιλοδοξία της να αποτελέσει ενεργειακό κόμβο - εξαγωγέα στην περιοχή. Στόχος που «κουμπώνει» και με την προσπάθεια των ίδιων των ΗΠΑ να διαμορφώσουν στην Ανατ. Μεσόγειο περιφερειακό κέντρο για την τροφοδοσία της ΕΕ με αμερικανικό LNG, πιέζοντας παραπέρα και τους Ευρωπαίους «συμμάχους» τους για «απεξάρτηση» από το ρωσικό φυσικό αέριο.

Οπως σημείωναν οι Αμερικανοί αναλυτές σχολιάζοντας την απαίτηση Τραμπ από την Τουρκία για μείωση των ροών ρωσικού πετρελαίου και αερίου, «ακόμα και μια σταδιακή μετατόπιση θα μείωνε την εξάρτηση της Αγκυρας από τη Μόσχα, ενώ παράλληλα θα μείωνε την κύρια πηγή εσόδων του Κρεμλίνου σε καιρό πολέμου. Αυτό, σε συνδυασμό με την πρόσφατα υπογεγραμμένη συμφωνία ΗΠΑ - Τουρκίας για την πυρηνική συνεργασία, συμπεριλαμβανομένης της πιθανής ανάπτυξης μικρών αρθρωτών αντιδραστήρων, σηματοδοτεί μια εναλλακτική λύση στον κυρίαρχο ρόλο της Ρωσίας στον ενεργειακό τομέα της Τουρκίας μέσω του πυρηνικού σταθμού Ακουγιού και μελλοντικών έργων».

...και ενεργειακός κόμβος με «υπογραφή» (και) ΗΠΑ

Θυμίζουμε ότι ένα από τα «ορεκτικά» της συνάντησης Τραμπ - Ερντογάν ήταν η συμφωνία της κρατικής πετρελαϊκής τουρκικής εταιρείας BOTAS με την αμερικανική «Mercuria» και με την αυστραλιανή «Woodside Energy» (που εκμεταλλεύεται κοιτάσματα στη Λουιζιάνα των ΗΠΑ), συμφωνία διάρκειας 20 ετών, που προβλέπει την ετήσια προμήθεια της BOTAS με περίπου 4 δισ. κ.μ. LNG. Επιπλέον, παρουσία των Τραμπ και Ερντογάν ΗΠΑ και Τουρκία υπέγραψαν «Μνημόνιο Στρατηγικής Συνεργασίας στον Τομέα της Πολιτικής Πυρηνικής Ενέργειας», για την ανάπτυξη «αρθρωτών αντιδραστήρων» (SMR), που μεταξύ άλλων θεωρούνται και η «λύση» για τα ενεργοβόρα κέντρα δεδομένων (Data Centers) της Τεχνητής Νοημοσύνης.

Λίγες μέρες πριν, στο περιθώριο της Ενεργειακής Συνόδου στο Μιλάνο, η Τουρκία είχε ανακοινώσει την υπογραφή συμβολαίων για την παραλαβή 15 δισ. κ.μ. LNG από τις «Hartree» (Βρετανία), «Cheniere» (ΗΠΑ), SEFE (Γερμανία), JERA (Ιαπωνία), «Equinor» (Νορβηγία), BP (Ην. Βασίλειο / Ολλανδία), «Eni» (Ιταλία) και «Shell» (ΗΠΑ). Συμφωνίες εμβάθυνσης των συνεργασιών υπογράφηκαν επίσης με την εταιρεία «Oman LNG» και την «PetroChina International», όπως και μεταξύ της τουρκικής ΤΡΑO και της αμερικανικής «Baker Hughes» για την υλοποίηση της «τρίτης φάσης» των στόχων παραγωγής στο ενεργειακό «οικόπεδο» «Sakarya», που βρίσκεται σε τουρκικά χωρικά ύδατα στη Μαύρη Θάλασσα (βλέπε αναλυτικά και «Ριζοσπάστης» 19/9/25, «Τουρκία: Διεκδικεί αναβαθμισμένο ρόλο "ασφαλούς και αξιόπιστου" παρόχου Ενέργειας»).

Να σημειωθεί ότι τα τελευταία 7 - 8 χρόνια η Τουρκία έχει πενταπλασιάσει τις επενδύσεις της σε μονάδες επαναεριοποίησης LNG, ενώ πλέον εκτιμάται ότι διαθέτει τη 2η μεγαλύτερη ικανότητα επαναεριοποίησης LNG σε ολόκληρη την Ευρώπη (51,3 δισ. κ.μ. το 2024, πίσω μόνο από την Ισπανία με 67,1 δισ. κ.μ.).

Παράλληλα, τον περασμένο Μάη στην Αγκυρα ο Τούρκος υπουργός Οικονομικών, Αλ. Μπαϊρακτάρ, υπέγραψε μαζί με τον Αιγύπτιο ομόλογό του συμφωνία που προβλέπει την αξιοποίηση τουρκικής FSRU για πρώτη φορά στο εξωτερικό, σε ένα βήμα που «ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στις ενεργειακές σχέσεις Τουρκίας - Αιγύπτου», όπως σχολίαζε τότε η τουρκική κυβέρνηση, σχέσεις που αναβαθμίζονται και σε μια σειρά άλλα επίπεδα, μετά από χρόνια επιδείνωσης.

Σχολιάζοντας τις εν λόγω συμφωνίες και δίνοντας πρόσθετα «κομμάτια του παζλ», η Pinar Dost, συνεργαζόμενη ερευνήτρια στο Γαλλικό Ινστιτούτο Ανατολικών Σπουδών, έγραφε: «Είναι σημαντικό να εξεταστούν αυτές οι συμφωνίες παράλληλα με άλλες συμφωνίες που υπογράφηκαν πριν λίγους μήνες μεταξύ κορυφαίων τουρκικών, αμερικανικών και καταριανών εταιρειών για επενδύσεις στην κατασκευή σταθμών φυσικού αερίου και ηλιακής ενέργειας στη Συρία. Επιπλέον, η συμφωνία αυτών των χωρών για την άρση των εμποδίων στις εξαγωγές πετρελαίου από την περιφερειακή κουρδική κυβέρνηση του Ιράκ στο λιμάνι Τσεϊχάν της Τουρκίας, μετά από μια διετή παύση, πρόκειται να αποδώσει καρπούς. Η επανέναρξη των εξαγωγών πετρελαίου θα ωφελήσει το Ιράκ, την Τουρκία και τις αμερικανικές εταιρείες. Ενδέχεται επίσης να υπάρξει περαιτέρω συνεργασία στη Λιβύη, όπου τόσο τουρκικές όσο και αμερικανικές εταιρείες υπέγραψαν αυτό το καλοκαίρι συμφωνίες με την Εθνική Εταιρεία Πετρελαίου της χώρας. Αυτή η αυξανόμενη συνεργασία θα συμβάλει στην ευημερία και στη σταθερότητα αυτών των περιοχών, όπου η Τουρκία είναι επίσης στρατιωτικά παρούσα και συμβάλλει στην ενίσχυση των κρατικών και στρατιωτικών ικανοτήτων».

Φανεροί είναι μέσα σε αυτό το πλαίσιο και οι λόγοι της παρουσίας της αμερικανικής «Chevron» σε ελληνικά θαλάσσια οικόπεδα, οι ταυτόχρονες επαφές υψηλού επιπέδου της εταιρείας με Τούρκους και Λίβυους αξιωματούχους (με στόχο «να πετύχει οικονομίες κλίμακας», όπως γράφτηκε) και το τι σηματοδοτεί ο αμερικανικός σχεδιασμός για τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και την επιτάχυνση των διεργασιών για τις «διευθετήσεις» στην περιοχή, με ανυπολόγιστους κινδύνους για τους λαούς.

Ενδεικτικές άλλωστε είναι και οι ειδήσεις που τις μέρες αυτές περνάνε στα «ψιλά» του αστικού Τύπου, κάτω από τους «πηχυαίους» όσο και φαιδρούς τίτλους περί της «Chevron που κατοχυρώνει τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας»: Ειδήσεις όπως η πρόταση του Αμερικανού πρέσβη στην Τουρκία, Τ. Μπάρακ, για σύνοδο των χωρών της Ανατ. Μεσογείου με αντικείμενο τη μοιρασιά του ενεργειακού πλούτου της περιοχής (και μάλιστα χωρίς την παρουσία της Κύπρου), ή αυτές για την από κοινού «αποστολή» που αναλαμβάνουν ο Μπάρακ και η νέα πρέσβειρα των ΗΠΑ στην Ελλάδα, Κ. Γκιλφόιλ, «να δώσουν νέα δυναμική στον ελληνοτουρκικό διάλογο».

«Διαρθρωτική αλληλεξάρτηση» για την ανθεκτικότητα του ΝΑΤΟ

Την ίδια ώρα, μια σειρά επιτελεία περιγράφουν τις ενεργειακές και άλλες συμφωνίες περίπου ως αμερικανικές «εγγυήσεις ασφαλείας» προς την Τουρκία για τη ΝΑΤΟική συνοχή στην περιοχή, δεδομένου και ότι το παζάρι σε σχέση με τα οπλικά συστήματα δεν έχει καταλήξει.

Οπως επισήμαινε σε άρθρο της η «δεξαμενή σκέψης» , οι ενεργειακές μπίζνες ΗΠΑ Τουρκίας «δεν μπορούν να αναγνωστούν απλά ως εμπορικό ζήτημα. Στη διεθνή πολιτική, η ενεργειακή εξάρτηση διαμορφώνει τη στρατηγική αυτονομία και η ενεργειακή διαφοροποίηση δημιουργεί νέα μόχλευση στην εξωτερική πολιτική.

Στην περίπτωση της Τουρκίας, η μείωση της εξάρτησης από το ρωσικό αέριο που μεταφέρεται μέσω αγωγών, μέσω μακροπρόθεσμων συμβολαίων με τις ΗΠΑ, και η επένδυση σε τεχνολογία νέας γενιάς για την ανάπτυξη της πυρηνικής ενέργειας, αποτελούν κινήσεις που αλληλεπιδρούν απευθείας με τις αμυντικές της σχέσεις εντός και εκτός του ΝΑΤΟ (...) Για την Ουάσιγκτον, οι συμφωνίες καταδεικνύουν μια δέσμευση για τη μακροπρόθεσμη ασφάλεια και ανάπτυξη της Αγκυρας, ακόμα και όταν οι κυρώσεις CAATSA περιορίζουν επίσημα το αμυντικό χαρτοφυλάκιο (...) Η διαρθρωτική αλληλεξάρτηση στην Ενέργεια και στις προηγμένες πολιτικές τεχνολογίες μπορεί να προσφέρει μια σταθεροποιητική λειτουργία, διασφαλίζοντας ότι οι διαφορές σε έναν τομέα δεν θα παραλύσουν ολόκληρη τη συμμαχία».

Την ίδια ώρα, τα παζάρια γύρω από την αναβάθμιση των F-16 και των F-35 φουντώνουν παραπέρα, με την προαναφερθείσα έκθεση στο αμερικανικό Κογκρέσο να επισημαίνει πως «6 F-35 τουρκικής ιδιοκτησίας παραμένουν αποθηκευμένα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τα 1,7 δισ. δολάρια που καταβλήθηκαν για τα F-35 προφανώς εξακολουθούν να βρίσκονται στα χέρια των ΗΠΑ», καταγράφοντας τις συζητήσεις Αμερικανών και Τούρκων αξιωματούχων «σχετικά με το καθεστώς των S-400, οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην έγκριση των ΗΠΑ για την πώληση των F-35. Σε τηλεφωνική κλήση τον Μάρτη του 2025 μεταξύ του Προέδρου Ερντογάν και του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, ο Πρόεδρος Τραμπ (σύμφωνα με δύο ανώνυμες πηγές) φέρεται να εξέφρασε την προθυμία του για πώληση των F-35, εάν οι δύο χώρες μπορέσουν να συμφωνήσουν σε μια ρύθμιση με την οποία οι S-400 θα καταστούν μη λειτουργικοί. (...) Αλλες αναφορές ανέφεραν ότι Αμερικανοί και Τούρκοι αξιωματούχοι συμφώνησαν να ξεκινήσουν τεχνικές συνομιλίες για την άρση των κυρώσεων». Καταγράφει επίσης τόσο την απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ για την προμήθεια πυραύλων αέρος - αέρος αξίας 300 εκατ. δολαρίων στην Τουρκία, την απόρριψη από το Κογκρέσο των τροπολογιών που είχαν καταθέσει διάφορες πλευρές (μεταξύ αυτών και το ελληνοαμερικανικό λόμπι) για πρόσθετους όρους ή περιορισμούς στις αμυντικές συναλλαγές των ΗΠΑ με την Τουρκία, τις δηλώσεις Μπάρακ ότι μέχρι το τέλος του χρόνου η επίλυση των ζητημάτων αυτών θα έχει δρομολογηθεί, όπως και την πρόθεση της τουρκικής κυβέρνησης να προμηθευτεί μαχητικά αεροσκάφη «Eurofighter».

Οσο για τις δηλώσεις Φιντάν αναφορικά με τον «πάγο» των ΗΠΑ στην προμήθεια κινητήρων για τα τουρκικά μαχητικά «Kahn», παρότι προβλήθηκαν κατά κόρον ως «γκάφα» και κριτική του υπουργού Εξωτερικών προς τον Ερντογάν, περισσότερο πρέπει να ιδωθούν μέσα στο συνολικότερο όριο που θέτουν τέτοιοι περιορισμοί στην «εντυπωσιακή» (κατά τον γγ του ΝΑΤΟ Μ. Ρούτε) στρατιωτική βιομηχανική βάση της Τουρκίας, η οποία το 2024 κατέγραψε αύξηση εξαγωγών κατά σχεδόν 30%, στα 7,2 δισ. δολάρια. Σε συνεργασία δε και με άλλα ισχυρά μονοπώλια Ιταλίας, Γερμανίας, Βρετανίας κ.ά., διεκδικεί «γενναίο» κομμάτι από την «πίτα» των εξοπλισμών της ΕΕ, εν μέρει ανταγωνιστικά και ως προς αμερικανικούς επιχειρηματικούς ομίλους (χωρίς φυσικά να μπορεί να γίνει σύγκριση μεγεθών).

Και εδώ, φυσικά, στο ζύγι των αμερικανοτουρκικών σχέσεων μπαίνει πέρα από τα συμφέροντα αυτά και η συνολική ικανότητα του ΝΑΤΟ στην περιοχή, με τον τουρκικό στρατό, τον δεύτερο μεγαλύτερο της συμμαχίας, να θεωρείται ο βασικότερος πυλώνας του στην περιοχή.


Τ. Γαλ.