Καλλιτεχνική απεικόνιση σύγκρουσης μετεωρίτη διαμέτρου μερικών μέτρων με τη Σελήνη |
Οι αρχικές παρατηρήσεις έδειχναν σημαντική πιθανότητα ο 2024 YR4 να συγκρουστεί με τη Γη στις 22 Δεκέμβρη του 2032. Οσο τα τηλεσκόπια στρέφονταν προς το μέρος του και οι νέες παρατηρήσεις έδιναν περισσότερα στοιχεία για την ακριβή τροχιά του, η πιθανότητα περιοριζόταν φτάνοντας τον περασμένο Φλεβάρη στο 3%, μικρή, αλλά όχι ασήμαντη. Περαιτέρω παρατηρήσεις απέκλεισαν σύγκρουση των δύο σωμάτων το 2032. Ωστόσο, παραμένει περίπου 4% πιθανότητα πρόσκρουσης του αστεροειδούς στη Σελήνη την ίδια ημερομηνία.
Το διαστημικό τηλεσκόπιο NEOMIR που σχεδιάζει να θέσει σε τροχιά ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διαστήματος (ESA) θα αναζητά και θα προειδοποιεί έγκαιρα για αστεροειδείς που είναι αόρατοι από τα επίγεια τηλεσκόπια, επειδή καλύπτονται από το έντονο φως του ήλιου |
Η λάμψη εκείνη ήταν της τάξης αστρικού μεγέθους 4,2, δηλαδή πάνω από το μέγεθος 6 που είναι το πιο αμυδρό που είναι ορατό με γυμνό μάτι (τουλάχιστον σε καθαρό σκοτεινό ουρανό, που είναι πια δυσεύρετος κοντά σε κατοικημένες περιοχές στη Γη). Ο 2024 YR4 είναι 100 φορές πιο μεγάλος από το μετεωροειδές του 2019 και γι' αυτό ο όγκος του θα είναι ένα εκατομμύριο φορές μεγαλύτερος και η Ενέργειά του ανάλογα μεγαλύτερη. Αν η λάμψη που θα παραγόταν από την πρόσκρουση ακολουθούσε τις ίδιες αναλογίες, τότε θα ήταν λαμπρότερη από την πανσέληνο. Επειδή, όμως, θα ήταν συγκεντρωμένη σε ένα σημείο, θα ήταν εξαιρετικά φωτεινή για έναν παρατηρητή στην επιφάνεια της Γης.
Το ίχνος που άφησε στον ουρανό το μετεωροειδές διαμέτρου 20 μέτρων, που έσκασε πάνω από τη ρωσική πόλη Τσελιάμπινσκ στις 15 Φλεβάρη του 2013 |
Η ποσότητα που θα έπεφτε στη Γη ως μετέωρα θα εξαρτιόταν από πολλούς παράγοντες, όπως η ακριβής θέση της πρόσκρουσης του αστεροειδούς. Ακριβώς γι' αυτό υπάρχει το ενδεχόμενο όλα τα συντρίμμια να κατευθύνονταν στο βαθύ Διάστημα αποφεύγοντας τη Γη. Σε άλλα σενάρια, όμως, το 10% αυτού του υλικού θα έπαιρνε πορεία πρόσκρουσης με τον πλανήτη μας. Η άφιξή του θα γινόταν τρεις έως πέντε μέρες αργότερα, δηλαδή μεταξύ 25 και 27 Δεκέμβρη του 2032.
Οι συνέπειες θα εξαρτιόνταν από το μέγεθος των συντριμμιών. Οι συντάκτες της μελέτης κατέληξαν σε υπολογισμούς που μπορεί να απέχουν μια τάξη μεγέθους από το τι θα συμβεί, δηλαδή να είναι μέχρι 10 φορές πάνω ή 10 φορές κάτω. Το πιθανότερο, γράφουν, είναι τα συντρίμμια που θα φτάσουν στη Γη να είναι μικρά, μικρότερα από ένα δέκατο του χιλιοστού σε διάμετρο. Ωστόσο 100 δισεκατομμύρια έως 10 τρισεκατομμύρια ενδέχεται να έχουν διάμετρο πάνω από ένα χιλιοστό (περίπου όσο ένας κόκκος άμμου) και γύρω στα 100.000 έως ένα δισεκατομμύριο να είναι μεγαλύτερα του ενός εκατοστού.
Με τέτοια μεγέθη όλα θα καούν στην ατμόσφαιρα και μάλιστα διάσπαρτα πάνω από ολόκληρη την επιφάνεια της Γης. Σεληνιακό υλικό συνολικού μεγέθους όσο ένας κύβος ζάχαρης θα πέσει πάνω από κάθε τετραγωνικό χιλιόμετρο του πλανήτη. Χιλιάδες μικρομετεωρίτες θα είναι ορατοί ως διάττοντες αστέρες από κάθε σημείο στη Γη στη διάρκεια μερικών ημερών, δηλαδή 10 έως 1.000 φορές περισσότεροι απ' όσοι εμφανίζονται συνήθως εξαιτίας της σκόνης που προέρχεται από τον διαπλανητικό χώρο. Τα μετέωρα από τη σεληνιακή σκόνη δεν θα ήταν τόσο φωτεινά, όσο εκείνα από τη διαπλανητική, επειδή η ταχύτητα των κόκκων θα ήταν συγκριτικά πολύ μικρότερη, ενώ τα πιο μικρά απ' αυτά δεν θα άφηναν ορατό ίχνος. Τελικά γύρω στους 1.000 έως 10.000 τόνους θα καίγονταν στην ατμόσφαιρα, συγκριτικά με τους 50 έως 100 τόνους μετεώρων που πέφτουν κάθε μέρα, προερχόμενα από το μακρινό Διάστημα. Με άλλα λόγια, ο αέρας θα μας προστάτευε από πιθανά σεληνιακά συντρίμμια.
Το ίδιο όμως δεν ισχύει και για τους τεχνητούς δορυφόρους που περιφέρονται γύρω από τη Γη και σήμερα αριθμούν πάνω από 12.000, ενώ το 2032 θα έχουν αυξηθεί κατά αρκετές δεκάδες χιλιάδες ακόμη, καθώς η «SpaceX» και άλλες εταιρείες σχεδιάζουν να εκτοξεύσουν πολύ μεγάλους αριθμούς δορυφόρων τα επόμενα χρόνια. Σε κίνδυνο θα βρισκόταν και ο Διεθνής Διαστημικός Σταθμός, αν δεν έχει αποσυρθεί έως το 2031, όπως προβλέπεται. Σύμφωνα με τη μελέτη, αν ο 2024 YR4 προσκρούσει στη Σελήνη, εκατοντάδες έως χιλιάδες συντρίμμια μεγέθους κόκκου άμμου θα χτυπήσουν τους δορυφόρους μέσα στις επόμενες μέρες προκαλώντας ζημιές σ' αυτούς, αλλά ενδεχομένως όχι καταστροφή τους. Η πιθανότητα να χτυπηθεί κάποιος δορυφόρος από ένα από τα μεγαλύτερα κομμάτια μεγέθους εκατοστού και να καταστραφεί εκτιμάται κατά προσέγγιση ότι είναι γύρω στο 10%.
Για να αποφευχθούν προβλήματα στις τηλεπικοινωνίες και άλλες υπηρεσίες που προσφέρουν οι δορυφόροι, έχουν προταθεί δύο λύσεις: Η πρώτη είναι το έγκαιρο, ελαφρύ, αλλά επαρκές σπρώξιμο του αστεροειδούς, ώστε να αλλάξει τροχιά και να αποφευχθεί η πρόσκρουση. Η NASA έχει ήδη κάνει μια επιτυχή τέτοια δοκιμή το 2022, ρίχνοντας σκοπίμως τη διαστημοσυσκευή DART πάνω στον Δίμορφο, δορυφόρο του μακρινού αστεροειδούς Δίδυμος. Η δεύτερη λύση είναι η διάσπαση του αστεροειδούς ρίχνοντας σε αυτόν κάποια πυρηνική βόμβα με τη βοήθεια πυραύλου. Επιστήμονες επισημαίνουν ότι και οι δύο λύσεις εμπεριέχουν μεγάλους κινδύνους, είτε να αλλάξει η πορεία του αστεροειδούς προς το χειρότερο, κάνοντας βέβαιη την πρόσκρουση, είτε διασπώντας τον σε λίγα μεγάλα κομμάτια, κάποιο από τα οποία θα χτυπήσει τη Γη.
Ο 2024 YR4 ανακαλύφθηκε δύο μέρες μετά το κοντινότερο πέρασμά του από τη Γη. Δεν εντοπίστηκε νωρίτερα επειδή πλησίασε τη Γη από την πλευρά που ήταν μέρα και από περιοχή του ουρανού που καλυπτόταν από το έντονο φως του Ηλιου. Η σημασία αυτού του «τυφλού σημείου» έγινε σαφής όταν το μεσημέρι της 15ης Φλεβάρη 2013 ένα μετέωρο διαμέτρου 20 μέτρων και μάζας περίπου 13.000 τόνων εξερράγη πάνω από τη ρωσική πόλη Τσελιάμπινσκ, προκαλώντας ζημιές σε χιλιάδες κτίρια, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό από τα θραύσματα των τζαμιών περίπου 1.500 ανθρώπων.
Το «τυφλό σημείο» αποσκοπεί να καλύψει ο δορυφόρος NEOMIR του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διαστήματος (ESA), που θα εκτοξευτεί στις αρχές της δεκαετίας του 2030. Θα διαθέτει ένα τηλεσκόπιο υπερύθρων και θα τοποθετηθεί στο πρώτο σημείο Λαγκράντζ μεταξύ Ηλιου και Γης (σημείο που η έλξη του Ηλιου εξουδετερώνεται από την έλξη της Γης με αποτέλεσμα η διαστημοσυσκευή να παραμένει ακίνητη σ' αυτό σχεδόν με μηδενική κατανάλωση καυσίμων). Το τηλεσκόπιο υπερύθρων θα επιτρέπει στον NEOMIR να εντοπίζει αστεροειδείς διαμέτρου άνω των 20 μέτρων σε μια ζώνη του ουρανού πολύ πιο κοντά στον Ηλιο. Αν βρισκόταν ήδη στη θέση του θα είχε εντοπίσει τον 2024 YR4 έναν μήνα νωρίτερα από τα επίγεια τηλεσκόπια, δίνοντας τον χρόνο στους επιστήμονες να τον παρατηρήσουν καλύτερα και να κάνουν πιο σίγουρες προβλέψεις για το ενδεχόμενο πρόσκρουσης, αλλά και για το ακριβές μέγεθός του.
Κατά το επόμενο πέρασμα του 2024 YR4 κοντά από τη Γη τον Ιούνη του 2028, νέες αστρονομικές παρατηρήσεις πρόκειται να προσδιορίσουν με μεγαλύτερη ακρίβεια την τροχιά του και κατά συνέπεια την πιθανότητα πρόσκρουσής του στη Σελήνη.