«Είμαι ένας μουσικός που ζυμώθηκα μέσα από την πρόσφατη ιστορία της χώρας μας»

4 χρόνια χωρίς τον Μίκη Θεοδωράκη

Τρίτη 2 Σεπτέμβρη 2025

Συμπληρώνονται σήμερα τέσσερα χρόνια από τον θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη. Τιμώντας τη μνήμη του μεγάλου μας συνθέτη δημοσιεύουμε εκτενή αποσπάσματα από ένα κείμενό του, με τίτλο «Ηχος», που περιέχεται στην έκδοση «Μαχόμενη Κουλτούρα» που κυκλοφόρησε η «Σύγχρονη Εποχή» το 1982.

Ο Μίκης Θεοδωράκης μας βάζει στο σύμπαν της μουσικής του δημιουργίας. Τι είναι αυτό που τον καθόρισε; Τι σήμαινε για τον ίδιο ο ήχος της μάχης, της διαδήλωσης, των βομβαρδισμών;

Στο κείμενο, επίσης, ο ίδιος ο συνθέτης κάνει μια αποτίμηση των έργων του. Τι είναι το λαϊκό τραγούδι, το ορατόριο, η συμφωνική μουσική, το τραγούδι - ποταμός και πώς διαχωρίζονται στη δημιουργία του;

***

«Είμαι ένας μουσικός που ζυμώθηκα μέσα από την πρόσφατη ιστορία της χώρας μας. Από ιδιοσυγκρασία μ' άρεσε να βρίσκομαι εκεί όπου η δίνη στροβιλίζει γύρω της σαν άχερα τους ανθρώπους. Εκεί όπου ο εκκωφαντικός θόρυβος των γεγονότων τραντάζει τους τοίχους και τις συνειδήσεις. Μ' άρεσε ο θόρυβος. Ο θόρυβος της διαδήλωσης. Της μάχης. Του τραγουδιού. Του παιάνα. Ο θόρυβος με τραβούσε σαν μαγνήτης. Τότε άφηνα σπίτι, μάννα, μνηστή να τρέξω στην καρδιά του θορύβου. Ετσι έγινα τραγουδιστής, διαδηλωτής, μαχητής. Οι άνθρωποι με φόβιζαν και με φοβίζουν, όταν είναι ένας - ένας. Ομως όταν είναι πολλοί μαζί - στο στάδιο, στη διαδήλωση, στη μάχη, στη χορωδία - και κυρίως όταν φωνάζουν όλοι μαζί ρυθμικά, όταν τραγουδούν, προπαντός, τότε φαίνεται πως αποκτούν σιγουριά. Υπάρχει εμπιστοσύνη. Ο άνθρωπος ημερεύει. Τότε μπορείς ν' αναπνεύσεις. Να αφεθείς, να χαρείς, να τραγουδήσεις κι εσύ με ξεγνοιασιά.

Ομως προσοχή. Η διαδήλωση δεν μπορεί να κρατήσει αιώνια. Οι άνθρωποι θα σκορπίσουν. Θα γίνουν ρυάκια. Θα μπουν σε γραφεία με σκοπό να δαμάσουν τη διαδήλωση, τη χορωδία, το τραγούδι. Θα βγάλουν στη φόρα στατιστικές, αριθμούς, θεωρίες. Θα υποσχεθούν παραδείσους. Για να τυλίξουν τους ανθρώπους. Να τους κοιμίσουν. Να γίνει το τραγούδι ύμνος στην εξουσία.

Τότε οι άνθρωποι γίνονται νούμερα, μυρμήγκια, στρατιώτες. Τότε η αληθινή διαδήλωση, το αληθινό τραγούδι γίνονται υπόγεια ποτάμια. Είναι αυτή η βαθιά μουσική που πρέπει να δώσει σιγουριά στους ανθρώπους όταν ο κόσμος γίνεται όλο και πιο παράλογος...

Εδώ και χρόνια ακούω τον κόσμο. Από τα 1940, την εισβολή των Ιταλών, ένας νέος "θόρυβος" γεννήθηκε στα βάθη της ελληνικής κοινωνίας. Γρήγορα έσμιξε με τις εκπυρσοκροτήσεις των όπλων. Τους βομβαρδισμούς. Τους θρήνους. Τους σιδερένιους ήχους της διαταγής των κατακτητών. Και σε λίγο, τις πρώτες ομαδικές κραυγές στη διαδήλωση. Τα ομαδικά τραγούδια. Ετσι βούτηξα στην καρδιά του "ήχου" αναζητώντας τον εκεί που η ένταση είναι πιο δυνατή, πιο ομαδική. Απ' όλους τους "ήχους" οι πιο γοητευτικοί - γιατί ήσαν μεγαλειώδεις και ασύλληπτοι - ήταν ο ήχος των βομβαρδισμών, ο ήχος της μάχης και ο ήχος της διαδήλωσης. Και οι τρεις είχαν το ρίγος του θανάτου. Ομως ήταν τόσο ζωντανοί "παρόντες", που γρήγορα η συνείδησή σου λες και γινόταν πιο δυνατή από τον θάνατο. Ο "ήχος", έκφραση ζωής στην ακμαιότερη μορφή της, σε οδηγούσε πέρα από το θάνατο. Αν σκοτωνόσουν τότε μέσα στον "ήχο" είναι σαν να τυλιγόσουν για πάντα τη ζωή. Ησουν αθάνατος, να πετάς για πάντα με τα φτερά του ήχου. Ετσι φαντάζομαι τους σκοτωμένους εκείνης της εποχής. Στο βομβαρδισμό, στη μάχη ή στη διαδήλωση.

Ο βασανιστικός ήχος είναι εκείνος που σε σκοτώνει και αν ακόμα συμβεί να μην πεθάνεις, να μείνεις ζωντανός, είναι ο ήχος του βασανισμού.

Η Μακρόνησος είναι για μένα ο ομαδικός ήχος βασανισμού. Η Ασφάλεια του 67 είναι ο ατομικός. Και οι δυο μορφές αυτών των ήχων σκότωσαν μέσα μου ένα κομμάτι του ανθρώπου που είμαι. Ο ομαδικός ήχος της Μακρονήσου - 300 οι βασανιζόμενοι και μερικές εκατοντάδες οι βασανιστές (26 Μαρτίου 1949) με σκότωνε κάθε μέρα για δέκα περίπου χρόνια. Δε με άφηναν ούτε για μια στιγμή. Πολύ συχνά ξανάρχονταν όπως ακριβώς ήταν: Τρομερός, μεγαλειώδης, ασύλληπτος, δηλητηριώδης. Με νύχια και με ξυράφια. Είναι σύμπτωση τάχα ότι απαλλάχτηκα από τις Ερινύες αυτές μόλις ανακάλυψα τη λαϊκή μουσική φλέβα γράφοντας τον "Επιτάφιο" στα 1959;...

Η λαϊκή μουσική - 1959 - 1967 - ζυμώθηκε βαθιά μέσα στον λαό, τα γεγονότα, τους αγώνες. Ετσι είναι η φωτεινή, η γνωστή πλευρά της σελήνης. Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά. Και είναι εκείνη που συνδέεται με τις κορυφαίες στιγμές του άγνωστου ελληνικού ήχου: ο απόηχος από τα Δεκεμβριανά. Ο ήχος της μάχης, της διαδήλωσης, της εξορίας, των εκτελεστικών αποσπασμάτων και των βασανισμών μέσα στην Πρώτη Συμφωνία (1948 - 1952). Ο ήχος των τανκς, του νέου αγώνα, της απόγνωσης, της φυλακής και των βασανισμών μέσα στον "Ηλιο και Χρόνο" (1957) και την "Κατάσταση Πολιορκίας" (1967). Ο ήχος της εξορίας μέσα στην Ελλάδα - "Πνευματικό Εμβατήριο" (1969) και έξω από την Ελλάδα "Κάντο Χενεράλ" (1972).

Με το λαϊκό τραγούδι, προσπαθούμε να περάσουμε ανάμεσα στα ραγίσματα του μεγάλου - του συνολικού και μεγαλειώδη ήχου. Αν ο ήχος ενός λαού είναι ένα δέντρο - ένα πεύκο - το λαϊκό τραγούδι είναι η ρετσίνη που στάζει από την πληγή του. Είναι τα δάκρυα του δέντρου. Είναι τα δάκρυα που ανακουφίζουν τον λαό γιατί τα νιώθει στα καυτά μαγούλά του σαν βάλσαμο που δροσίζει, ανακουφίζει και τελικά δυναμώνει την πίστη και την ελπίδα.

Με το Ορατόριο, τη Συμφωνία, το Τραγούδι - ποταμός και άλλες μεγάλες μουσικές φόρμες προσπαθούμε να αναπαράγουμε τον ήχο τον συνολικό, αν όχι στο σύνολό του γιατί αυτό είναι αδύνατο, τουλάχιστο να σώσουμε τον χαρακτήρα του ή κάποια από τις μορφές και τους απόηχούς του.

Πρόκειται λοιπόν για προσπάθεια που αντίθετα από το λαϊκό τραγούδι πρέπει να πονά τον λαό, γιατί ξύνει τις πληγές του, αναταράζει τις πικρές μνήμες...».