10 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ
Ρεσιτάλ εξαπάτησης αλλά και σημείο καμπής για την ανασύνταξη του κινήματος
Σάββατο 5 Ιούλη 2025 - Κυριακή 6 Ιούλη 2025

Eurokinissi

Ο Αλ. Τσίπρας με τον υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ, Τζακ Λιου
«Αν χαρτογραφήσει κάνεις την ιδεολογική ή πολιτική εγγύτητα, πιθανότατα θα δει μεγαλύτερη ταύτιση ανάμεσα σε κάποιον σαν εμένα και ηγέτες όπως ο πρωθυπουργός Αντ. Σαμαράς ή ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης. Ομως αν το ερώτημα είναι ποιος μπορούσε να διαχειριστεί εκείνη την κρίσιμη στιγμή και να δημιουργήσει τον χώρο για να έρθει η κυβέρνηση Μητσοτάκη και να πράξει όσα πράττει σήμερα, τότε δεν νομίζω ότι ο Τσίπρας έχει λάβει την αναγνώριση που του αναλογεί» (ο τότε υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τζακ Λιου, αποτιμώντας τον ρόλο του Αλ. Τσίπρα1).

Καθώς αυτές τις μέρες συμπληρώνονται 10 χρόνια από το δημοψήφισμα του 2015, όπως συνήθως συμβαίνει στις «στρογγυλές» επετείους υπάρχουν αρκετά σχετικά ρεπορτάζ, αφιερώματα, συνεντεύξεις, απολογισμοί.

Αλλοι επικεντρώνονται στην αφήγηση των γεγονότων, άλλοι εστιάζουν στον ρόλο των πολιτικών κομμάτων και πρωταγωνιστών, άλλοι στον ρόλο των ξένων ηγετών που είχαν εμπλοκή (Α. Μέρκελ, Φρ. Ολάντ, Β. Σόιμπλε). Αλλοι υπογραμμίζουν την «κωλοτούμπα» του ΣΥΡΙΖΑ, που μετέτρεψε το «όχι» σε «ναι», άλλοι προσπαθούν να το παρουσιάσουν ως έναν τάχα ευφυή ελιγμό.

Μία από τις πιο χαρακτηριστικές αφηγήσεις, πάντως, είναι αυτή που παραθέσαμε στην αρχή του κειμένου, όπου ο Τζακ Λιου, με τον γνωστό ρεαλισμό που διακρίνει το «αμερικανικό πρακτικό πνεύμα», θέτει ξεκάθαρα τη μέγιστη συνεισφορά του Αλ. Τσίπρα στην αστική πολιτική: Ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε «να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά», κατορθώνοντας και να εγκλωβίσει τη λαϊκή διαμαρτυρία και ταυτόχρονα να περάσει τα αντιλαϊκά μέτρα που δυσκολεύτηκαν να περάσουν οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος που στηρίχθηκε ποικιλοτρόπως από το κεφάλαιο, για να μετατραπεί μέσα σε σύντομο διάστημα σε κυβερνητικό κόμμα.

Βαθιές ενδοαστικές αντιθέσεις μεν, πάνω σε κοινό στρατηγικό υπόβαθρο δε

Είναι αλήθεια ότι στο έδαφος της καπιταλιστικής κρίσης που χτύπησε τότε όχι μόνο την Ελλάδα αλλά ολόκληρη την ΕΕ και την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία, με διαφορετικό ασφαλώς βάθος και ένταση σε κάθε χώρα, διαμορφώθηκε ένα πλαίσιο έντονων ενδοαστικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών.

Αντιθέσεων οι οποίες αφορούσαν την αναζήτηση του κατάλληλου μείγματος διαχείρισης για τα συμφέροντα του κεφαλαίου, αλλά και βαθύτερα ζητήματα σχετικά με την πορεία της ΕΕ και της Ευρωζώνης, τη λεγόμενη εμβάθυνσή της, σε συνθήκες μάλιστα που η κρίση εκτός από την Ελλάδα χτύπαγε με ιδιαίτερη ένταση την Πορτογαλία, την Ιρλανδία και άλλες χώρες.

Στην Ελλάδα η συζήτηση αυτή αφορούσε ιδιαίτερα τις δημοσιονομικές συνθήκες και τη διαχείριση του υψηλού χρέους, ενώ επεκτάθηκε και σε ευρύτερα θέματα, όπως πλευρές γύρω από τη διάρθρωση της καπιταλιστικής οικονομίας (η γνωστή συζήτηση για το «παραγωγικό μοντέλο»), ο κρατικός δανεισμός, οι επιπτώσεις από την είσοδο στην ΕΕ κ.ά.

Ανάμεσα σε τμήματα του κεφαλαίου και στα αστικά κόμματα αναπτύχθηκαν προβληματισμός και διαφορετικοί προσανατολισμοί σχετικά με τη βέλτιστη - για τα συμφέροντά τους - διαχείριση της κρίσης, σε συνθήκες μάλιστα που το αστικό πολιτικό σύστημα χρειάστηκε ευρεία αναμόρφωση, καθώς κάτω από το βάρος της λαϊκής δυσαρέσκειας ΝΔ - ΠΑΣΟΚ συμπιέστηκαν εκλογικά και χρειάστηκε να τραβηχτεί ο ΣΥΡΙΖΑ από τον «πάγκο», ως εναλλακτική της αστικής διακυβέρνησης.

Βέβαια, όλες αυτές οι αντιθέσεις μοιράζονταν ένα κοινό υπόβαθρο: Πώς θα καταφέρει το κεφάλαιο να ξεπεράσει την κρίση φορτώνοντας τα βάρη στον λαό, για να μπει σε μια νέα φάση ανάκαμψης της καπιταλιστικής οικονομίας με ξεζούμισμα των εργαζομένων.

Για να φανεί αυτό το κοινό στρατηγικό υπόβαθρο παρά τις επιμέρους διαφορές, ας θυμίσουμε ένα παράδειγμα: Κατά τη διάρκεια της περιβόητης «διαπραγμάτευσης» το πρώτο εξάμηνο του 2015, είχε συχνά παρουσιαστεί ότι τάχα χώριζε άβυσσος την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με την τρόικα και τους ευρωπαϊκούς «θεσμούς». Ηταν όντως τόσο «αγεφύρωτο» το χάσμα;

Σταχυολογούμε ενδεικτικά από την πρόσφατη αρθρογραφία την παραδοχή του Γ. Σταθάκη (τότε υπουργού Οικονομίας του ΣΥΡΙΖΑ), που υπενθυμίζει το γνωστό 70-30 του Γ. Βαρουφάκη, τη δήλωσή του δηλαδή ότι συμφωνεί με το 70% του 2ου μνημονίου, αλλά και την επισήμανση ότι παρά τις παλινωδίες των συζητήσεων, μέχρι τον Απρίλη σε έναν κατάλογο 44 σημείων είχε επιτευχθεί συμφωνία στα 39.

Αντίστοιχα, ο Ν. Χριστοδουλάκης (υπουργός Οικονομίας επί Σημίτη), με κάποια δόση υπερβολής υποθέτουμε και για να υπογραμμίσει την εκδοχή του για το άσκοπο του δημοψηφίσματος, επισημαίνει ότι φτάνοντας στον Ιούνη οι διαφορές στη διαπραγμάτευση ήταν τόσο μικρές, μικρότερες ίσως «και από το συνολικό κόστος διοργάνωσης των προεκλογικών συγκεντρώσεων»!2

Η σύγκλιση που είχε επιτευχθεί αποτυπώνεται και στην αφήγηση του Ντ. Τουσκ, προέδρου τότε του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ο οποίος κατά την κρίσιμη Σύνοδο Κορυφής στις 12 Ιούλη είχε πει στην Μέρκελ ότι «δεν γίνεται να διαλυθεί η Ευρωζώνη για μια διαφορά μόνο 2,5 δισ. ευρώ», ώστε να ξεπεραστούν οι τελικές διαφωνίες γύρω από τις διατυπώσεις της συμφωνίας.

Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι και στην πρόσφατη συνέντευξη της Μέρκελ την περασμένη βδομάδα στη χώρα μας, η Γερμανίδα πρώην καγκελάριος έπλεξε το εγκώμιο του Αλ. Τσίπρα για την «ειλικρινή» - όπως τη χαρακτήρισε - συνεργασία που είχαν.

Η καπιταλιστική Ελλάδα της δραχμής ως δήθεν ριζοσπαστική πολιτική

Οι αντιθέσεις γύρω από τη διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης στην Ελλάδα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες ενίσχυσαν σε εκείνη τη φάση τόσο τις αστικές πολιτικές δυνάμεις που προωθούσαν τη διαμόρφωση μιας ΕΕ πολλών ταχυτήτων και μιας Ευρωζώνης που θα περιλαμβάνει τα πιο ισχυρά οικονομικά κράτη, όσο και το αστικό ρεύμα του λεγόμενου ευρωσκεπτικισμού, που εξέφραζε αμφιβολίες για τη συμμετοχή στην ΕΕ και συνολικότερα για τις προοπτικές της.

Στην Ελλάδα τροφοδοτήθηκε σε αυτό το πλαίσιο η εμφάνιση πολιτικών δυνάμεων που τάσσονται υπέρ της επιστροφής σε εθνικό νόμισμα, και μάλιστα μερικές την εμφάνιζαν ως απαρχή σωτηρίας του λαού και ως κρίκο ανατροπής του συστήματος. Αντίστοιχες τάσεις εμφανίστηκαν και σε άλλες χώρες, όπως στην Ιταλία για την επιστροφή στη λιρέτα.

Η θέση ότι τάχα η καπιταλιστική Ελλάδα της δραχμής θα ήταν σχεδόν ένας φιλολαϊκός «παράδεισος», που χωρίς ανατροπές στο επίπεδο της εξουσίας και της οικονομίας θα έλυνε μαγικά τα λαϊκά προβλήματα, υιοθετήθηκε - με παραλλαγές - και από σειρά δυνάμεων του οπορτουνιστικού ρεύματος, που την παρουσίαζαν ως μεταβατικό πολιτικό στόχο ο οποίος θα άνοιγε δήθεν τον δρόμο για πιο ριζικές αλλαγές.

Αλλος ένας μύθος που με κρότο διαψεύστηκε από το Brexit λίγο αργότερα και ανέδειξε ακόμη μια πλευρά της χρεοκοπίας αυτών των δυνάμεων, που εκείνη την περίοδο είχαν μετατραπεί σε ουρά του ΣΥΡΙΖΑ, δίνοντας ανοχή στην κυβέρνηση, πανηγυρίζοντας στα συλλαλητήρια υπέρ της διαπραγμάτευσης Βαρουφάκη και στηρίζοντας το κάλπικο δημοψήφισμα.

Το ΚΚΕ τότε είχε αναδείξει ότι το κρίσιμο ζήτημα για τον ελληνικό λαό και το κίνημά του, όπως και για κάθε λαό άλλωστε, είναι η δικαιολογημένη δυσαρέσκεια ενάντια στην ΕΕ να μην παγιδευτεί εντός των τειχών του συστήματος και επιδιώξεων συγκεκριμένων τμημάτων του κεφαλαίου.

Επισημαίναμε ότι ο ελληνικός λαός μπορεί και πρέπει να επιλέξει ο ίδιος - με τη θέληση και τη δράση του - την έξοδο από την ΕΕ, να βάλει αυτόν τον στόχο στην προμετωπίδα των συνθημάτων του, να οργανώσει την πάλη του με τέτοιο τρόπο ώστε να διεκδικήσει ταυτόχρονα τα «κλειδιά» της οικονομίας και το πέρασμα της εξουσίας στα δικά του χέρια. Αυτό αποτελεί πραγματική εναλλακτική λύση προς όφελος του λαού.

Είχαμε επίσης αναδείξει ότι με το κεφάλαιο στην εξουσία, ο λαός θα πλήρωνε και πάλι το μάρμαρο από τη μετάβαση είτε σε ένα «διπλό νόμισμα» (ένα για εσωτερική κυκλοφορία και ένα για διεθνείς συναλλαγές), όπως λεγόταν τότε, είτε σε εθνικό νόμισμα (και τη σύνδεσή του με νόμισμα άλλης, ισχυρής καπιταλιστικής δύναμης). Το λαϊκό εισόδημα θα εξανεμιζόταν μέσω της υποτίμησης, της αισχροκέρδειας, της ανόδου των τιμών, ενώ το μεγάλο κεφάλαιο θα απαιτούσε αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης των εργαζομένων και τσάκισμα μισθών.

«Η καπιταλιστική Ελλάδα με εθνικό νόμισμα δεν συνιστά ρήξη προς όφελος του λαού (...) Και στην περίπτωση αλλαγής νομίσματος θα "βασιλεύουν" οι βάρβαροι νόμοι της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, ο αδυσώπητος μονοπωλιακός ανταγωνισμός.

Το εργατικό - λαϊκό κίνημα στην Ελλάδα και σε όλη την Ευρώπη πρέπει με συντονισμένα χτυπήματα και συνολική αντεπίθεση να αξιοποιήσει τα όποια ρήγματα και τις όποιες αντιθέσεις δημιουργούνται προς όφελος της πάλης του για την εργατική εξουσία. Το εργατικό - λαϊκό κίνημα θα μπορέσει να προχωρήσει και να επιτύχει τους στόχους αυτούς μόνο όταν συνδέσει την πάλη για αποδέσμευση από την ΕΕ με την πάλη για τη συνολική ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου, των μονοπωλίων, με την πάλη για την εργατική εξουσία, που θα προωθήσει και θα οργανώσει την κοινωνική ιδιοκτησία, τον κεντρικό επιστημονικό σχεδιασμό της οικονομίας και των υπηρεσιών, την παραγωγική ανάπτυξη σε όφελος του λαού.

Η εργατική εξουσία δεν χαρίζεται από το αστικό πολιτικό σύστημα. Κατακτιέται».3

Η στάση του ΚΚΕ καταλύτης για την ενίσχυση ενός ρεύματος βαθύτερης αμφισβήτησης, που στοχεύει τον πραγματικό αντίπαλο

Η κοροϊδία του δημοψηφίσματος αποτέλεσε μια πορεία κορύφωσης της προσπάθειας παραπλάνησης του λαού. Διαμόρφωσε επίσης το έδαφος για τις δεύτερες εκλογές του 2015, τον Σεπτέμβρη, με σκοπό ο ΣΥΡΙΖΑ να αναβαπτιστεί στην κάλπη ώστε να μπορεί να εφαρμόσει από καλύτερες θέσεις τα αντιλαϊκά μέτρα του 3ου μνημονίου.

Το ΚΚΕ μπορεί και κοιτάει σήμερα τον λαό στα μάτια γιατί τότε πήγε κόντρα στο ισχυρό ρεύμα αυταπατών, όρθωσε ανάστημα απέναντι στην προσπάθεια χειραγώγησης του λαού.

Η στάση αυτή αποτέλεσε καρφί στο μάτι του συστήματος, που προσπάθησε με κάθε μέσο να βάλει το ΚΚΕ στο χέρι: Με χυδαίες επιθέσεις αλλά και επιθέσεις φιλίας για να συρθεί σε μια πολιτική ανοχής προς την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, με συκοφαντίες αλλά και ωμή βία (θυμίζουμε επιθέσεις της ΧΑ, επιθέσεις διαφόρων προβοκατόρικων ομάδων, καταστολή, διώξεις συνδικαλιστών κ.ά.).

Η στάση του ΚΚΕ ήταν κρίσιμη παρακαταθήκη, γιατί δεν έδωσε περίοδο χάριτος στη νέα αντιλαϊκή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ. Ποιος θα οργάνωνε τη λαϊκή αντιπολίτευση και τις διεκδικήσεις; Μήπως όλοι αυτοί που τους χειροκροτούσαν το προηγούμενο διάστημα; Ποιος πρωτοστάτησε για να αναπτυχθούν εστίες αντίστασης και αγώνα απέναντι στην κυβέρνηση που προώθησε παραπέρα χτύπημα συντάξεων και ασφαλιστικών δικαιωμάτων με τον νόμο - λαιμητόμο Κατρούγκαλου, που χτύπησε το δικαίωμα στην απεργία με τον νόμο Αχτσιόγλου, που έγινε το πρωτοπαλίκαρο των ιμπεριαλιστικών οργανισμών με τις συμφωνίες επέκτασης της στρατιωτικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ, με τη ΝΑΤΟική Συμφωνία των Πρεσπών;

Ιδιαίτερα μετά το καλοκαίρι του 2015, κάτω από το βάρος της διάψευσης των ψεύτικων προσδοκιών που είχε καλλιεργήσει ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά βέβαια και κάτω από την παρέμβαση του ΚΚΕ, διευρύνθηκε εκείνο το κομμάτι που άρχιζε να βγάζει συμπεράσματα, να απαγκιστρώνεται από ψευδαισθήσεις.

Η στάση του Κόμματος απέναντι στην αστική κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ συνολικά, όπως και στο δημοψήφισμα, αποτέλεσε καταλύτη που βοήθησε αρκετούς να βγάλουν συμπεράσματα, να ξεπεράσουν αυταπάτες και αναστολές, να συμπορευτούν στη συνέχεια με το ΚΚΕ, εκτιμώντας την καθαρότητα των θέσεών του και την ειλικρινή του συμβολή στην οργάνωση της λαϊκής πάλης. Κυρίως, το ότι δεν είπε ποτέ ψέματα στον λαό και ότι δίνει πάντα όλες του τις δυνάμεις για την υπεράσπιση των λαϊκών συμφερόντων.

«Η στάση του ΚΚΕ στο δημοψήφισμα (...) ήταν πολιτική στάση αρχών, έδινε πολιτικό μήνυμα στον λαό, να μην υποκύψει σε όλα τα εκβιαστικά διλήμματα», τόνιζε η σχετική ανακοίνωση της ΚΕ την επομένη του δημοψηφίσματος. Και η στάση αυτή δικαιώθηκε, αποτέλεσε εφαλτήριο αντεπίθεσης.

Παραπομπές:

1. Συνέντευξη του Τζακ Λιου, «Καθημερινή», 29/6/2015.

2. Βλ. σχετικό αφιέρωμα στα «Νέα», 28-29/6/2025.

3 Εισήγηση της ΚΕ στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΕ (2017).


Του
Κώστα ΜΠΟΡΜΠΟΤΗ*
*Ο Κ. Μπορμπότης είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ