«ΕΜΠΟΡΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ»
Ολα τα «εργαλεία» βρίσκονται στο τραπέζι

Αβέβαιη η κατάληξη και των νέων διαπραγματεύσεων ΕΕ - ΗΠΑ, ενώ εντός της Ευρωένωσης διατυπώνονται διάφορες απόψεις

Παρασκευή 4 Ιούλη 2025

2025 The Associated Press. All

Συνάντηση ντερ Λάιεν - Βανς τον περασμένο Φλεβάρη, όταν η πρώτη τόνιζε πως «αλλάζουν οι κανόνες της τελευταίας 70ετίας»
«Επιθυμούμε μια λύση έπειτα από διαπραγμάτευση, όμως γνωρίζετε όλοι πως την ίδια ώρα προετοιμαζόμαστε για το ενδεχόμενο καμία ικανοποιητική συμφωνία να μην βρεθεί», δήλωσε ξανά χτες η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, καθώς ελάχιστα 24ωρα πριν την 9η Ιούλη - που αναμένονται τα αποτελέσματα συνομιλιών ώστε να κριθεί αν θα εφαρμοστούν δασμοί που είχαν ανακοινωθεί πριν τις 2 Απρίλη 2025 από ΗΠΑ και άλλες χώρες - δεν υπήρχε ακόμα συγκεκριμένο αποτέλεσμα στις συνομιλίες Βρυξελλών - Ουάσιγκτον.

Ο αρμόδιος Επίτροπος, Μάρος Σέφκοβιτς, βρέθηκε ξανά για επαφές στην αμερικανική πρωτεύουσα, με αμφίβολο ωστόσο αποτέλεσμα και ενώ οι Βρυξέλλες διαμήνυαν (βλ. όπως το εξέφρασε η ντερ Λάιεν) ότι «εμείς θα υπερασπιστούμε το ευρωπαϊκό συμφέρον εφόσον καταστεί αναγκαίο (...) όλα τα εργαλεία βρίσκονται στο τραπέζι».

Θυμίζουμε ότι εξετάζοντας τα πιθανά αντίμετρα σε μια αμερικανική επιμονή να μη βρεθεί «λύση» ικανοποιητική και για την ευρωπαϊκή πλευρά, η ΕΕ έχει «απειλήσει» να επιβάλει σε αμερικανικές εισαγωγές (αυτοκινήτων, αεροσκαφών κ.τ.λ.) δασμούς που αθροιστικά θα φτάνουν μέχρι και τα 95 δισεκατομμύρια ευρώ.

Μπέσεντ: «Θα δούμε τι μπορούμε να κάνουμε»

Η επικεφαλής της Κομισιόν είπε πάντως και ότι «στοχεύουμε την 9η Ιουλίου (...) διότι έχουμε τον μεγαλύτερο όγκο εμπορικών συναλλαγών στον κόσμο μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ενωσης και των ΗΠΑ» (ο όγκος των διμερών συναλλαγών εκτιμάται στο 1,5 τρισεκατομμύριο ευρώ).

Χτες το απόγευμα (ώρα ΗΠΑ), ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών, Σκοτ Μπέσεντ, δήλωσε ότι ο εμπορικός εκπρόσωπος των ΗΠΑ, Τζέιμισον Γκριρ, θα «εργαστεί επιμελώς το Σαββατοκύριακο» με Ευρωπαίους αξιωματούχους και «θα δούμε λοιπόν τι μπορούμε να κάνουμε με την Ευρωπαϊκή Ενωση».

Βεβαίως, στην «ισορροπία» που οι Βρυξέλλες αναζητούν στη διαχείριση της εμπορικής τους συνεργασίας με την Ουάσιγκτον, επιδρά η «πίεση» που ασκεί κάθε κράτος - μέλος ανάλογα με τις προτεραιότητες που αντίστοιχες μερίδες του κεφαλαίου διαμορφώνουν.

Από την πλευρά της, η Γερμανία εξακολουθεί να προκρίνει μια άμεση «διευθέτηση» της εμπορικής σχέσης Ευρωπαίων - Αμερικανών, αφού η οικονομία της παραμένει σοβαρά εκτεθειμένη στις εξαγωγές και ειδικά αυτές που κατευθύνονται στην αμερικανική αγορά. Οπως είπε στην πρόσφατη Σύνοδο της ΕΕ ο Γερμανός καγκελάριος, Φρίντριχ Μερτς, υποστήριξε ότι «είναι προτιμότερο να ενεργούμε γρήγορα και απλά, παρά αργά και με ιδιαίτερα περίπλοκο τρόπο». Κατά τη διάρκεια μάλιστα σχετικής συζήτησης αναφέρθηκε σε μια σειρά τομείς της γερμανικής βιομηχανίας (Χημική, Φάρμακο, χάλυβα, αλουμίνιο, αυτοκίνητα κ.τ.λ.) που «όλοι επιβαρύνονται σήμερα με τόσο υψηλούς δασμούς που πραγματικά θέτουν τις εταιρείες σε κίνδυνο».

Αλλά και η κυβέρνηση Μελόνι στην Ιταλία χαρακτηρίζεται «αρκετά πρόθυμη να διατηρήσει καλές σχέσεις και πρόθυμη να δεχτεί πολλά» στις συνομιλίες για την οριστική διαμόρφωση των δασμών στο εμπόριο μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού.

Την ίδια στιγμή, ο Πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, παρατήρησε ότι «θα ήταν καλύτερο να έχουμε τον χαμηλότερο δυνατό δασμό, το 0% θα ήταν το καλύτερο. Αλλά αν είναι 10%, θα είναι 10%» και έσπευσε να προσθέσει: «Εάν η αμερικανική επιλογή πέσει στο 10%, θα υπάρξει αντιστάθμιση στα αγαθά που πωλούνται από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η εισφορά θα έχει ως αποτέλεσμα την ίδια εισφορά στα αμερικανικά προϊόντα».

«Πιο στοχευμένες και πραγματιστικές συμφωνίες»

Τους προβληματισμούς που διατυπώνονται στα ευρωενωσιακά επιτελεία περιέγραψε σε πρόσφατη συνέντευξή του στην εφημερίδα «Le Grand Continent» («η Μεγάλη Ηπειρος») ο (Γάλλος) Επίτροπος Ευημερίας και Βιομηχανικής Στρατηγικής, Στεφάν Σεζουρνέ, που είπε ότι «η Ευρώπη δεν είναι πλέον αληθινά ένας σύμμαχος στη συνείδηση των Αμερικανών, αλλά περισσότερο μίας από τις παγκόσμιες δυνάμεις με τις οποίες οι ΗΠΑ θέλουν να διατηρήσουν μια ισορροπία ισχύος». Υποστηρίζοντας δε ότι «το όραμα των ΗΠΑ για την Ευρώπη αλλάζει», τόνισε ότι «αυτό σημαίνει πως χρειάζεται να εγκαταλείψουμε μια ορισμένη αφέλεια και να μην βασιζόμαστε τυφλά στη στήριξη των ΗΠΑ (...) αναφορικά με τις εμπορικές σχέσεις, αυτό σημαίνει να γίνουμε περισσότερο φιλόδοξοι στον στόχο μας για ανεξαρτησία και γι' αυτό να επιταχύνουμε την πολιτική κυριαρχίας μας».

Επίσης, σχολιάζοντας ότι «λύσεις "win-win"» για τη σημερινή αμερικανική κυβέρνηση «σημαίνει οι ΗΠΑ να κερδίσουν διπλά και εμείς να χάσουμε διπλά», υποστήριξε ότι αν δεν επιτευχθεί συμφωνία με τις ΗΠΑ, η όποια απάντηση «πρέπει να καθοδηγηθεί από τα ευρωπαϊκά οικονομικά συμφέροντα», καθώς «χρειάζεται να διακρίνουμε την πολιτική νίκη από τον οικονομικό πραγματισμό (...) πρέπει να σταθούμε πιο έξυπνοι από τους Αμερικανούς».

Σε αυτό το πλαίσιο είπε ότι «πρέπει να συνεχίσουμε να υπογράφουμε εμπορικές συμφωνίες - κάποιες πιο στοχευμένες (ειδικά όσον αφορά τις πρώτες ύλες), πιο πραγματιστικές και λιγότερο δογματικές», ενώ μιλώντας ειδικά για τη διαπραγμάτευση της εμπορικής συνεργασίας με την Κίνα, είπε ότι «πρέπει να μειώσουμε την εξάρτησή μας σε στρατηγικούς τομείς» όπως κρίσιμες πρώτες ύλες - οι Βρυξέλλες καταρτίζουν λίστα με 17 από αυτές, για την προμήθεια των οποίων σε επαρκείς ποσότητες υπάρχει κίνδυνος μέχρι το 2030 η εξάρτηση από την Κίνα να ξεπεράσει το 60%. Εστίασε ακόμα στην ανάγκη να «επανεξισορροπηθεί η εμπορική μας σχέση με την Κίνα», καθώς «αν οι Κινέζοι "παίκτες" θέλουν πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά - που εκπροσωπεί 450 εκατομμύρια καταναλωτές - τότε πρέπει να "επιβληθεί" μια σειρά από απαραίτητες μεταφορές τεχνολογίας σε τομείς όπου η Ευρώπη υστερεί, αλλά η Κίνα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή, όπως οι μπαταρίες».

Επιπλέον, περιγράφοντας ανταλλάγματα που οι Βρυξέλλες θα εξέταζαν για μια μεγαλύτερη ανοχή της κινεζικής διείσδυσης στην ευρωπαϊκή αγορά, είπε ότι «μια σειρά προϋποθέσεων μπορούν να εκπληρωθούν: Η αλυσίδα αξιών πρέπει να είναι ευρωπαϊκή, όπως και τα εξαρτήματα και η παραγωγή: Μέρος της παραγωγής (σ.σ. προϊόντων που κατασκευάζουν κινεζικοί όμιλοι) πρέπει να διεξάγεται στην Ευρώπη και όχι απλά να εισάγεται από την Κίνα».

Απαντώντας σε ερώτημα για τον κίνδυνο οι ευρωπαϊκές χώρες να γίνουν «χώροι συναρμολόγησης» κινεζικών βιομηχανικών προϊόντων, είπε ότι «αν τα κινεζικά αυτοκίνητα πρόκειται να πωλούνται στην Ευρώπη - κάτι που από μόνο του δεν αποτελεί πρόβλημα - πρέπει επίσης να είναι δυνατή (και) η παραγωγή τους στην Ευρώπη, με ευρωπαϊκά συστατικά, υψηλής ειδίκευσης θέσεις εργασίας και μια ευρωπαϊκή αλυσίδα αξιών. Η αγορά μας δεν μπορεί να αποτελεί απλά μια αγορά για την εισαγωγή ή τη συναρμολόγηση κινεζικών εξαρτημάτων»...