«Τον πρωτοείδα στη Λέσχη της ΕΠΟΝ, Ακαδημίας και Κριεζώτου, την άνοιξη του 1945»
Ο Μίκης Θεοδωράκης, έφηβος, με τον κλειστό κύκλο των συμμαθητών του (Αρχείο Μ. Θεοδωράκη) |
Οπως όλες οι συναντήσεις, όλες μα όλες, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, έχουν τη δική τους προϊστορία, ακόμη κι αν δεν έχει επισυμβεί η διαπροσωπική σχέση.
Πόσο μάλλον, που στη δική τους την περίπτωση η σχέση τους δοκιμάστηκε με την παρουσία τους στον υπέρ πάντων αγώνα της ΕΠΟΝ. Συνήθως αυτές οι σχέσεις κρατούν μέχρι το τέλος και δεν είναι κατ' ανάγκην η νεότητα που τις έχει σφραγίσει.
Περισσότερο κλίνουν προς την ηθική του σκοπού: Ο Μίκης και ο Γιάννης υπήρξαν κάποτε δύο νέοι άνθρωποι, αν και τους χώριζαν περισσότερο από δεκαπέντε χρόνια. Ωστόσο, συνυπήρξαν μέσα στα δύσκολα χρόνια της Αντίστασης, μέσα από τις τάξεις του ΚΚΕ.
Ομως, ας αφήσουμε τον μελοποιό να γυρίσει τον χρόνο πίσω και να δούμε την εποχή της λογοτεχνικής διαμόρφωσής του, μέσα από τα μάτια του δεκαπεντάχρονου μαθητή γυμνασίου:
«Ο πόλεμος στην Αλβανία με βρήκε στην Τρίπολη Αρκαδίας. Πήγαινα στην τέταρτη τάξη Γυμνασίου. Στην αρχή μας τύλιξε η μέθη της νίκης. Μετά ήρθε η γερμανική επίθεση, που την ακολούθησε η κατάρρευση του μετώπου. (...) Αρχισαν να φτάνουν οι Ελληνες φαντάροι και αξιωματικοί, κυρίως Κρητικοί, ρακένδυτοι, πεινασμένοι, γεμάτοι ψείρες, στο έσχατο στάδιο των φυσικών τους δυνάμεων, γιατί βάδιζαν από τα σύνορα με τα πόδια. Τέλος μπήκαν οι Γερμανοί...
Ο Μίκης Θεοδωράκης, έφηβος, με τον κλειστό κύκλο των συμμαθητών του (Αρχείο Μ. Θεοδωράκη) |
Ωσπου μια μέρα ηλιόλουστη του 1941 χτύπησε το τηλέφωνο στον διάδρομο του σπιτιού. Ηταν ο Βασίλης Κουτσούγερας απ' τη Βλαχέρνα, ο πιο προωθημένος σε θέματα φιλοσοφικά.
- Ακου αυτό, μου λέει.
Και στην συνέχεια άρχισε να μου διαβάζει επί μια ώρα περίπου ένα άγνωστο ποίημα...
Οταν τελείωσε, τον ρώτησα:
- Τι είναι αυτό;
- Η "Εαρινή συμφωνία" του Γιάννη Ρίτσου.
- Ελα γρήγορα στο σπίτι, του λέω κι αρχίζω να τηλεφωνώ στους φίλους. Οταν μαζευτήκαμε όλοι, καθίσαμε στην ταράτσα. Καθώς με κοίταζαν περίεργα, γύρισα προς τον Βασίλη που είχε κρυμμένο το βιβλίο και του έκανα νόημα ν' αρχίσει.
Οσο προχωρούσε το ποίημα, τόσο μεγάλωναν τα μάτια των παιδιών. Λες κι ένας ολοκαίνουργιος κόσμος να 'βγαινε βιαστικά εκεί μπροστά μας, σαν μια κρυστάλλινη εκκλησία ν' αναδυόταν μέσα από την λίμνη της φαντασίας μας.
Ο Μίκης Θεοδωράκης, έφηβος, με τον κλειστό κύκλο των συμμαθητών του (Αρχείο Μ. Θεοδωράκη) |
Μια φορά κάθε δεκαπέντε μέρες κινούσαμε όλοι μαζί για τον πύργο του Μάκη Καρλή προς την Μαντινεία. Βαδίζαμε μια δυο ώρες κι όταν τρώγαμε και ξεκουραζόμαστε κάτω απ' τη σκιά των δέντρων, ανηφορίζαμε την πλαγιά του γυμνού βουνού. Είχαμε διαλέξει έναν βράχο, σαν Βήμα και ξαπλώναμε μπροστά του με τη βεβαιότητα πως βρισκόμαστε στην Πνύκα, γνήσιοι απόγονοι εκείνων των Αθηναίων και επομένως ανώτεροι και απρόσβλητοι από τους κτηνώδεις κατακτητές, που μας μόλυναν μόνο με την παρουσία τους».
Σ' αυτό τον βράχο της ποίησης όπως τον μεταμόρφωσε η δημιουργική φαντασία - η παρέα των νεαρών εραστών των στίχων απάγγειλαν... Αλλά ας αφήσουμε να μας τα αφηγηθεί ο αυτόπτης μάρτυρας από πρώτο χέρι:
«Τα τρομερά και δοκιμασμένα "όπλα" μας, ο "Δωδεκάλογος του γύφτου", οι "Ωδές", οι "Ελεύθεροι Πολιορκημένοι"... Μια μέρα ανέβηκα με τη σειρά μου και απάγγειλα από στήθους το "Εμβατήριο του ωκεανού". Τότε αποφασίσαμε να ονομάσουμε τη μεγάλη πέτρα "Βράχο του Ρίτσου".
Ετσι η μαγεία και ο βράχος έγιναν τα σύμβολα αυτού του άγνωστου, του μυθικού ποιητή, για τον οποίο ο Παλαμάς είχε γράψει "Παραμερίζουμε ποιητή, για να περάσεις"».
Ο Γιάννης Ρίτσος, το 1940, τη χρονιά κατά την οποία ο μετέπειτα μελοποιητής του θα έρθει σε επαφή με το έργο του |
«Μετά μπήκαμε ορμητικά στη θύελλα... Χρόνια Αντίστασης. Παρανομία, συλλήψεις, μάχες, συλλαλητήρια...», μιλάει και πάλι ο υψηλόφρων της μουσικής παράδοσης και μας μεταφέρει την ατμόσφαιρα εκείνων των ημερών:
«Ο Γιάννης Ρίτσος, τυλιγμένος κι αυτός στους ίδιους ανέμους, να ταξιδεύει τις ίδιες τρικυμίες... Τον πρωτοείδα στη Λέσχη της ΕΠΟΝ, Ακαδημίας και Κριεζώτου, την άνοιξη του 1945. Είχα αναλάβει να ανακαλύψω και να συγκεντρώσω τους άξιους νέους ποιητές και συγγραφείς, τον Κώστα Κοτζιά, τον Τάσο Λειβαδίτη, τον Μιχάλη Κατσαρό και τόσους άλλους (...).
Ο Ρίτσος, ο Βρεττάκος, ο Ρώτας ήταν αυτοί, που ακούγοντας τα κείμενά τους και συζητώντας μαζί τους μια φορά την εβδομάδα, θα βοηθήσουν ώστε να γεννηθεί μια νέα γενιά ποιητών και συγγραφέων, η γενιά της Αντίστασης. Αυτή που δεν θα έβλεπε τα τραγικά δρώμενα απέξω, σαν θεατής, αλλά από μέσα, σαν συμπάσχον, οργανικό τμήμα του μαρτυρικού μας λαού προς τον Γολγοθά, όπως τον είχε καταδικάσει η σκληρή του μοίρα. Ηταν η Σχολή του Γιάννη Ρίτσου... Οπως τη δίδαξε με το έργο του και το παράδειγμά του».
Τα τρία εξώφυλλα των συλλογών του ποιητή που σφράγισαν την εφηβεία τού υπό διαμόρφωση συνθέτη: «Το τραγούδι της αδελφής μου» (1937), «Εαρινή συμφωνία» (1938), «Το εμβατήριο του ωκεανού» (1940) - όλα από τις εκδόσεις «Γκοβόστη» |
Τα τρία εξώφυλλα των συλλογών του ποιητή που σφράγισαν την εφηβεία τού υπό διαμόρφωση συνθέτη: «Το τραγούδι της αδελφής μου» (1937), «Εαρινή συμφωνία» (1938), «Το εμβατήριο του ωκεανού» (1940) - όλα από τις εκδόσεις «Γκοβόστη» |
Τα τρία εξώφυλλα των συλλογών του ποιητή που σφράγισαν την εφηβεία τού υπό διαμόρφωση συνθέτη: «Το τραγούδι της αδελφής μου» (1937), «Εαρινή συμφωνία» (1938), «Το εμβατήριο του ωκεανού» (1940) - όλα από τις εκδόσεις «Γκοβόστη» |