ΣΥΝΟΔΟΣ ΚΟΡΥΦΗΣ ΤΟΥ G7
Μέση Ανατολή και Ουκρανία στο επίκεντρο των αντιθέσεων συμφερόντων

Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ επέστρεψε εσπευσμένα στην Ουάσιγκτον

Πέμπτη 19 Ιούνη 2025

Από τη συνάντηση του G7, με τη συμμετοχή κι άλλων ηγετών
Από τις ραγδαίες εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και την εσπευσμένη αποχώρηση του Αμερικανού Προέδρου Ντ. Τραμπ σημαδεύτηκε η Σύνοδος Κορυφής του G7 στον Καναδά (ΗΠΑ, Βρετανίας, Γαλλίας, Γερμανίας, Ιταλίας, Ιαπωνίας, Καναδά), η οποία είχε έτσι κι αλλιώς «βαριά» ατζέντα: Σύγκρουση με τη Ρωσία στην Ουκρανία, «εμπορικός πόλεμος» ΗΠΑ - ΕΕ και δασμοί, ενεργειακή ασφάλεια, ψηφιακές τεχνολογίες, προώθηση των ιδιωτικών επενδύσεων σε υποδομές και για την «ανάκαμψη των οικονομιών».

Την Τρίτη, τη μέρα που ξεκινούσαν στην ουσία οι εργασίες της Συνόδου, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ ανακοίνωσε ότι θα επιστρέψει στην Ουάσιγκτον μία μέρα νωρίτερα, για να παρακολουθήσει τις εξελίξεις στη σύρραξη Ισραήλ - Ιράν, αφού πρώτα απηύθυνε προειδοποίηση στους Ιρανούς «να εκκενώσουν αμέσως» την Τεχεράνη.

«Πρέπει να επιστρέψω το συντομότερο δυνατόν», δήλωσε ο Τραμπ στους δημοσιογράφους κατά τη Σύνοδο Κορυφής του G7.

Αργότερα δήλωσε ότι η πρόωρη αποχώρησή του από τη Σύνοδο δεν έχει «καμία σχέση» με την προσπάθεια επίτευξης εκεχειρίας μεταξύ του Ισραήλ και του Ιράν, διαψεύδοντας τα σχόλια του Γάλλου Προέδρου Εμ. Μακρόν ότι ο Τραμπ έκανε πρόταση για κατάπαυση του πυρός. «Δεν έχει ιδέα γιατί κατευθύνομαι τώρα στην Ουάσιγκτον, αλλά σίγουρα δεν έχει να κάνει με εκεχειρία. Είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο από αυτό. Είτε σκόπιμα είτε όχι, ο Εμανουέλ πάντα κάνει λάθος», έγραψε σε ανάρτησή του.

Πάντως ο Αμερικανός Πρόεδρος τελικά συνυπέγραψε το κοινό ανακοινωθέν σχετικά με τη σύγκρουση Ισραήλ - Ιράν. Αυτό υπογραμμίζει «το δικαίωμα του Ισραήλ να αμύνεται» και τονίζει πως οι ηγέτες του G7 «είμαστε ξεκάθαροι ότι το Ιράν δεν μπορεί ποτέ να έχει πυρηνικά όπλα». Επιπλέον, το Ιράν χαρακτηρίζεται «η κύρια πηγή αστάθειας και τρομοκρατίας» στην περιοχή της Μέσης Ανατολής.

Παράλληλα το κοινό ανακοινωθέν απευθύνει γενική έκκληση για «επίλυση της ιρανικής κρίσης» που θα οδηγήσει «σε ευρύτερη αποκλιμάκωση των εχθροπραξιών στη Μέση Ανατολή, συμπεριλαμβανομένης της κατάπαυσης του πυρός στη Γάζα».

Στη Σύνοδο έδωσαν το «παρών» και υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι από την Ουκρανία, την Ινδία, το Μεξικό, την Αυστραλία, τη Βραζιλία, τη Νότια Αφρική, την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα, με στόχο μεταξύ άλλων να συνομιλήσουν κατ' ιδίαν με τον Τραμπ.

Μιλώντας σε δημοσιογράφους πριν την αναχώρησή του για τη Σύνοδο του G7, ο Τραμπ στάθηκε ιδίως στον πόλεμο στη Μέση Ανατολή και δήλωσε πως ελπίζει να μπορέσουν το Ισραήλ και το Ιράν να καταλήξουν σε μια συμφωνία - αν και συχνά «οι χώρες χρειάζεται να περάσουν πρώτα μια φάση πολέμου προτού τελικά συμβεί αυτό».

Την ισχυρή υποστήριξή του στο Ισραήλ εξέφρασε ο Γερμανός καγκελάριος Φρ. Μερτς μιλώντας στο περιθώριο της Συνόδου του G7: «Το Ισραήλ κάνει τη βρώμικη δουλειά για όλους μας. Είμαστε και εμείς θύματα αυτού του καθεστώτος. Το καθεστώς των μουλάδων έχει προκαλέσει θάνατο και καταστροφή στον κόσμο».

Απογοήτευση στην Ουκρανία

Οι Ουκρανοί διπλωμάτες έχουν ...απογοητευτεί από την εσπευσμένη αποχώρηση του Τραμπ, προτού συναντηθεί με τον Ουκρανό Πρόεδρο Β. Ζελένσκι.

Εξάλλου οι ΗΠΑ άσκησαν βέτο σε μια κοινή δήλωση για την Ουκρανία, με το σκεπτικό ότι η διατύπωση ήταν «υπερβολικά» αντιρωσική και θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τις διαπραγματεύσεις με τη Μόσχα.

Αντ' αυτού, μέρος της διατύπωσης γύρω από τον πόλεμο θα συμπεριληφθεί στη «δήλωση του προέδρου», του Καναδού πρωθυπουργού Μ. Κάρνεϊ.

Η ειδική συνεδρίαση για την Ουκρανία είχε σκοπό οι υπόλοιποι ηγέτες να πείσουν τον Αμερικανό Πρόεδρο να εντείνει την πίεσή του στη Ρωσία μέσω κυρώσεων, ώστε αυτή να δεχτεί μια άνευ όρων κατάπαυση του πυρός. Επιπλέον, ο Ζελένσκι στη διμερή συνάντησή του με τον Τραμπ επρόκειτο να παραθέσει τα σχέδια της Ουκρανίας να αγοράσει συστήματα αεράμυνας και όπλα αξίας έως και 50 δισ. δολαρίων από τις ΗΠΑ, ως μορφή εγγυήσεων ασφαλείας.

Πάντως, χθες στο περιθώριο της Συνόδου του G7 ανώτεροι Ουκρανοί αξιωματούχοι συζήτησαν με Αμερικανούς ομολόγους τους «τη δυνατότητα στήριξης αμυντικών έργων στο πλαίσιο του κοινού ταμείου επενδύσεων που δημιουργήθηκε τον περασμένο μήνα, με τη συμφωνία για τα ορυκτά».