ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Το «πρωτοφανές φιάσκο» στη γερμανική Βουλή

Σε μια εποχή που όλες οι ιμπεριαλιστικές «βεβαιότητες» «δεν μετράνε πια»

Σάββατο 10 Μάη 2025 - Κυριακή 11 Μάη 2025

2025 The Associated Press. All

Ο Φρ. Μερτς έγινε ο πρώτος καγκελάριος στην Ιστορία της σύγχρονης Γερμανίας που εξελέγη ...με τη δεύτερη, προσθέτοντας ένα ακόμα «πρωτοφανές» γεγονός σε όσα εξελίσσονται στη χώρα τα τελευταία χρόνια
Η ιστορική αποτυχία του Χριστιανοδημοκράτη Φρίντριχ Μερτς να εκλεγεί την περασμένη Τρίτη καγκελάριος από τη γερμανική Βουλή με την πρώτη ψηφοφορία - παρότι ο κυβερνητικός συνασπισμός Χριστιανικής Ενωσης (CDU/CSU) και Σοσιαλδημοκρατών (SPD) έχει σχετικά άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία - είναι ένα πρωτοφανές γεγονός, σε μια σειρά πρωτοφανή γεγονότα που εξελίσσονται στη Γερμανία τα τελευταία χρόνια, και με μεγαλύτερη ένταση τους τελευταίους μήνες.

Οι «μεγάλοι συνασπισμοί» (CDU/CSU - SPD) θεωρούνται παραδοσιακά τα πιο σταθερά κυβερνητικά σχήματα στη Γερμανία, ωστόσο στη σημερινή γεωπολιτική και οικονομική συγκυρία, όπου όλες οι ιμπεριαλιστικές «βεβαιότητες» αναιρούνται, η πολιτική κατάσταση στη Γερμανία δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση.

«Αυτό δεν έχει ξανασυμβεί στην Ιστορία της ΟΔ Γερμανίας (...) Ποτέ πριν δεν είχε αποτύχει υποψήφιος καγκελάριος στην εκλογή από την Bundestag», μετέδιδε χαρακτηριστικά το πρώτο κανάλι της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης ARD, επιβεβαιώνοντας ότι η όξυνση των αντιθέσεων βρίσκει αντανάκλαση και στο εσωτερικό των κομμάτων και των κυβερνήσεων του κεφαλαίου.

Ενώ ο κυβερνητικός συνασπισμός CDU/CSU - SPD έχει 328 από τις 630 έδρες της Βουλής, αρχικά ο Μερτς δεν κατάφερε να εκλεγεί καγκελάριος, καθώς υπήρξαν 18 «διαρροές». Στην πρώτη ψηφοφορία έλαβε 310 ψήφους υπέρ, 307 βουλευτές ψήφισαν κατά, ενώ υπήρξαν 3 αποχές και 1 άκυρο. Από τη διαδικασία απουσίαζαν 9 βουλευτές.

Ακολούθησε το απόγευμα της ίδιας μέρας δεύτερη ψηφοφορία, κατά την οποία ψήφισαν 618 βουλευτές, με τον Μερτς να εκλέγεται με 325 ψήφους υπέρ, 289 κατά, 1 αποχή και 3 άκυρα.

Η αποτυχία στην πρώτη ψηφοφορία θεωρείται απρόσμενη, αφού η CDU και το SPD είχαν εγκρίνει την κυβερνητική συμφωνία, με μίνι συνέδριο και ψηφοφορία μελών αντίστοιχα. Σημάδια δυσαρέσκειας, αντιθέσεων και αντιπαραθέσεων, ωστόσο, είχαν καταγραφεί και τους προηγούμενους μήνες.

Η ψηφοφορία είναι μυστική και δεν έχει αποκαλυφθεί ποιοι ήταν οι βουλευτές που δεν στήριξαν τη συγκυβέρνηση Χριστιανοδημοκρατών - Σοσιαλδημοκρατών, αν προέρχονταν από ένα ή και από τα δύο κόμματα, και ποια ήταν τα κίνητρά τους.

Οι Σοσιαλδημοκράτες δήλωσαν πως «δεν φέρουμε ευθύνη για την αποτυχία του Μερτς. Θεωρούμε ότι το πρόβλημα δεν ήταν στην πλευρά του SPD», ενώ πολλοί βουλευτές θεώρησαν «αδιανόητο» κάποιος Σοσιαλδημοκράτης να ψήφισε κατά, καθώς όπως ανέφεραν «η μόνη εναλλακτική λύση είναι η μηδενική, δηλαδή η εξακριβωμένα ακροδεξιά - εξτρεμιστική AfD».

Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι και ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας του SPD, Ματίας Μιρς, εξελέγη με σχετικά μικρό ποσοστό, μόλις 83,2%, με 18 αρνητικές ψήφους και 2 αποχές.

Η ακροδεξιά «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (ΑfD), που είναι αξιωματική αντιπολίτευση και εμφανίζεται ακόμα και πρώτη στις δημοσκοπήσεις, πανηγύρισε. «Είναι μια καλή μέρα για τη Γερμανία», δήλωσε η επικεφαλής της, Αλίς Βάιντελ, ζητώντας τη διεξαγωγή νέων εθνικών εκλογών.

Η «κακή αρχή»

Σε κάθε περίπτωση, ο πέμπτος «μεγάλος συνασπισμός» στη σύγχρονη Ιστορία της Γερμανίας προέκυψε από πρόωρες εκλογές, ακολούθησε μια ασταθή προηγούμενη διακυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών - Πρασίνων - Φιλελευθέρων και έκανε «κακή αρχή», ενδεικτική για το τι θα ακολουθήσει κατά τη διάρκεια της θητείας.

Η «κακή αρχή» είχε γίνει προτού καν σχηματιστεί η κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού μετά τις εκλογές της 23ης Φλεβάρη. Λίγο πριν τις εκλογές, και ενώ SPD - Πράσινοι κυβερνούσαν με κυβέρνηση μειοψηφίας, ο Μερτς κατέθεσε στη Βουλή ένα μη δεσμευτικό ψήφισμα με σκληρά μέτρα κατά του ασύλου και των «παράτυπων» μεταναστών. Τότε για πρώτη φορά εγκρίθηκε ψήφισμα στη γερμανική Βουλή με τη στήριξη της ακροδεξιάς AfD. Αρκετοί Χριστιανοδημοκράτες βουλευτές δεν το στήριξαν, ούτε οι Σοσιαλδημοκράτες, παρότι στην ουσία της αντιπροσφυγικής πολιτικής και στα βασικά αντιμεταναστευτικά μέτρα συναινούν και τα εφαρμόζουν μαζί.

Στη συνέχεια έγινε το «πρωτοφανές» να αναθεωρηθεί συνταγματικά το «φρένο χρέους», που βρίσκεται στον πυρήνα της δημοσιονομικής πολιτικής της Γερμανίας εδώ και δεκαετίες. Η διατήρηση του «φρένου χρέους» παραδοσιακά ήταν πάγια οικονομική - δημοσιονομική πολιτική της CDU/CSU, και προεκλογικά είχε δεσμευτεί ότι αυτό δεν θα αλλάξει. Με φόντο όμως τη συνεχιζόμενη ύφεση στη γερμανική καπιταλιστική οικονομία και την εντεινόμενη πολεμική προπαρασκευή, οι «πάγιες» οικονομικές πολιτικές αλλάζουν - όχι χωρίς παζάρια και έντονες ενδοαστικές αντιθέσεις. Ετσι, το συνταγματικά κατοχυρωμένο «φρένο χρέους» όχι μόνο άλλαξε λίγες μέρες μετά τις εκλογές, αλλά επιπλέον η απόφαση πάρθηκε από την απερχόμενη Βουλή - παρότι είχαν προηγηθεί εκλογές - επειδή σε αυτήν ήταν ευνοϊκοί οι συσχετισμοί για την απαιτούμενη διευρυμένη πλειοψηφία των 2/3.

Για τους ίδιους λόγους η απερχόμενη Βουλή ενέκρινε 1 τρισ. ευρώ για στρατιωτικούς σκοπούς τα επόμενα χρόνια, μέσω προϋπολογισμού και δανείων.

Και αν αυτοί είναι πολιτικοί «χειρισμοί», σημασία έχει πάνω σε ποιο έδαφος και μέσα σε ποια αντικειμενική συνθήκη γίνονται τέτοιοι χειρισμοί. Αλλοτε επιτυχημένοι, άλλοτε όχι, ωστόσο γεωπολιτικά αναγκαίοι για τα γερμανικά μονοπώλια.

«Αναμφισβήτητα» ακροδεξιό κόμμα η AfD

Καθόλου τυχαίο και συγκυριακό δεν πρέπει να θεωρείται και το πόρισμα της Υπηρεσίας Προστασίας Συντάγματος της Γερμανίας λίγες μέρες πριν την ψηφοφορία στη Βουλή για την έγκριση της κυβέρνησης.

Για πρώτη φορά ένα κοινοβουλευτικό κόμμα στη Γερμανία χαρακτηρίζεται «μετά βεβαιότητας ακροδεξιό», με την επισήμανση πως «υπάρχουν πλέον σαφείς αποδείξεις ότι η δράση συνολικά του κόμματος δεν είναι συμβατή με την ελεύθερη, δημοκρατική τάξη στη Γερμανία».

Αυτό το πόρισμα θέτει σε νέα βάση την υπάρχουσα συζήτηση για απαγόρευση της AfD, καθρεφτίζοντας σφοδρές αντιθέσεις εντός και εκτός Γερμανίας. Πάντως η όποια απαγόρευση, αν αποφασιστεί, θα είναι σύνθετη και θα τραβήξει σε βάθος χρόνου. Σχετική πρωτοβουλία μπορούν να πάρουν η κυβέρνηση, το κοινοβούλιο ή η Ανω Βουλή των κρατιδίων. Η ετυμηγορία θα ήταν αρμοδιότητας του Ανώτατου Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου. Κάποιοι Χριστιανοδημοκράτες, μάλιστα, πρότειναν να υπάρξει κοινή προσφυγή και από τις τρεις πλευρές.

Το άμεσο αποτέλεσμα όμως είναι ότι «αναβαθμίζεται» η παρακολούθηση της AfD από τις κρατικές υπηρεσίες ασφαλείας. Η Υπηρεσία μέχρι πρότινος χαρακτήριζε την AfD «ύποπτη» για ακροδεξιά ιδεολογία. Το νέο πόρισμα δίνει «πράσινο φως» για τη συνέχιση και ένταση της παρακολούθησης μελών της AfD, επιτρέπει τη στρατολόγηση πληροφοριοδοτών, την υπό όρους παρακολούθηση των επικοινωνιών, αλλά και για τη διενέργεια πειθαρχικών ελέγχων σε δημόσιους υπαλλήλους που είναι μέλη του κόμματος.

Η AfD έχει προσφύγει εναντίον της Υπηρεσίας Προστασίας του Συντάγματος και γι' αυτό έχουν «παγώσει» όλες οι δημόσιες και μη ενέργειες οι οποίες σχετίζονται με την ταξινόμηση της AfD ως «εξακριβωμένα ακροδεξιάς» οργάνωσης, μέχρις ότου αποφανθεί το δικαστήριο.

Οπως και να 'χει, ο χαρακτηρισμός «μετά βεβαιότητας ακροδεξιά οργάνωση» πυροδοτεί πολιτικές διεργασίες, στο πλαίσιο της αναμόρφωσης του πολιτικού σκηνικού στη Γερμανία.

Υπενθυμίζεται ότι η AfD δεν είναι απλά ένα κοινοβουλευτικό κόμμα: Στις βουλευτικές εκλογές του Φλεβάρη αναδείχθηκε σε αξιωματική αντιπολίτευση, διπλασιάζοντας τα ποσοστά και τις έδρες της και φτάνοντας στο 20,8% - γεγονός που αντανακλά και τα σημαντικά ερείσματά της σε τμήματα του γερμανικού κεφαλαίου - ενώ σε πρόσφατες δημοσκοπήσεις εμφανίζεται ακόμα και να προσπερνά τους Χριστιανοδημοκράτες στην πρώτη θέση...

Χριστιανοδημοκράτες κοιτούν προς την «Αριστερά»

Από την ημέρα της ψηφοφορίας στη νέα Βουλή το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα «Η Αριστερά» (Die Linke) μπήκε πιο έντονα στο «κάδρο» των πολιτικών διεργασιών. Η «Αριστερά» μαζί με τους Πράσινους συναίνεσαν και άνοιξαν τον δρόμο προκειμένου να γίνει την ίδια μέρα η δεύτερη ψηφοφορία στη Βουλή για την έγκριση της κυβέρνησης.

Μετά από αυτό, άρχισε να συζητιέται στην CDU η απόφαση συνεδρίου του κόμματος η οποία αποκλείει οποιαδήποτε συνεργασία με την «Αριστερά» και την AfD - ως τα δύο «άκρα» - καθώς τα κόμματα του μεγάλου συνασπισμού δεν διαθέτουν τη διευρυμένη πλειοψηφία των 2/3. Το πόρισμα για την AfD θέτει αυτήν τη στιγμή εκτός συζήτησης μια αξιοποίησή της στη Βουλή.

Ο υπουργός Καγκελαρίας Τόρστεν Φράι (CDU) δήλωσε ανοιχτός στην κατάργηση του όρου όσον αφορά την «Αριστερά»: «Θα πρέπει να συζητήσουμε γι' αυτό (...) Σίγουρα βρισκόμαστε σε μια κατάσταση όπου πρέπει να επαναξιολογήσουμε ορισμένα ζητήματα».

«Ο κυβερνητικός συνασπισμός έχει πλειοψηφία με την οποία θα κυβερνήσουμε σταθερά και αξιόπιστα», επεσήμανε από την πλευρά του ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας της CDU Γενς Σπαν, ο οποίος παρεμπιπτόντως είχε δηλώσει προ ημερών ότι η AfD θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένα οποιοδήποτε άλλο κόμμα.

Η στήριξη της «Αριστεράς» θα είναι απαραίτητη αν χρειαστεί η πλειοψηφία των 2/3 της Βουλής. Η πρόεδρος του κόμματος, Ινές Σβέρντνερ, αναμένει από την CDU να μην απευθύνεται στην «Αριστερά» «μόνο σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης», αλλά «και για άλλες πολιτικές αποφάσεις, όταν είναι απαραίτητη η πλειοψηφία των 2/3»...

«Οι παλιές βεβαιότητες δεν μετράνε πια»

«Το κεντρικό πρόβλημα είναι ότι ο Μερτς πρέπει να ενεργήσει σε έναν κόσμο στον οποίο οι παλιές βεβαιότητες δεν μετράνε πια. Το τέλος της διατλαντικής φιλίας (σ.σ. με τις ΗΠΑ), η απειλή της Ρωσίας, η κλιματική αλλαγή, απαιτούν καθορισμένη δράση. Αυτό δεν είναι εύκολο σε έναν συνασπισμό στον οποίο μια πλειοψηφία θα φαίνεται πάντα ασταθής», τονίζει χαρακτηριστικά το γερμανικό περιοδικό «Spiegel».

Μέσα σε μόλις τρία χρόνια - από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022 - έχουν συμβεί στη Γερμανία όχι απλά πρωτοφανή και ιστορικά γεγονότα, αλλά τεκτονικές αλλαγές:

Διακόπηκε η ροή φτηνού ρωσικού αερίου μέσω αγωγών, χάθηκε περισσότερο έδαφος στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρηματικών ομίλων, για τρία συνεχόμενα χρόνια η γερμανική καπιταλιστική οικονομία - η ισχυρότερη της ΕΕ - βρίσκεται σε στασιμότητα και ύφεση, για πρώτη φορά μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο η προηγούμενη κυβέρνηση Σολτς διακήρυξε «αλλαγή εποχής» και έθεσε τον στόχο ο γερμανικός στρατός να γίνει ο ισχυρότερος της Ευρώπης.

Ολα αυτά εν μέσω ρήξης με τον παραδοσιακό σύμμαχο της Γερμανίας, τις ΗΠΑ, για την Ουκρανία, για την «ευρωπαϊκή άμυνα» και τους εξοπλισμούς στην Ευρώπη, για το εμπόριο και τις επενδύσεις, αλλά και εν μέσω οξυμένου γεωπολιτικού ανταγωνισμού μέσα στην Ευρώπη για το «πάνω χέρι».

Ενδεικτικά είναι και τα σχόλια στον γερμανικό Τύπο:

«Οποιος κι αν ήταν (σ.σ. που ψήφισε κατά), με όποιο κίνητρο, προφανώς δεν έχει καταλάβει τη σοβαρότητα της κατάστασης». «Είναι προφανές ότι υπάρχει μια ομάδα βουλευτών και στα δύο κόμματα οι οποίοι εξακολουθούν να μην έχουν καταλάβει τι διακυβεύεται».

«Το γεγονός ότι ο Μερτς είναι ο πρώτος καγκελάριος που χρειάστηκε δύο ψηφοφορίες δείχνει πόσο δύσκολη θα είναι η διακυβέρνησή του».

«Σε αντίθεση με πολλούς από τους προκατόχους του, δεν μπορεί να βασιστεί στο γεγονός ότι υπάρχει πλειοψηφία στον συνασπισμό σε σημαντικά ζητήματα. Θα πρέπει να κοπιάζει πάντα για αυτή».


Ε. Μ.