Συγγενείς των εκτελεσμένων μίλησαν στον «Ριζοσπάστη»
Οπως είπε, «ο τάφος με τους 13 εκτελεσμένους (σ.σ. πρόκειται για έναν από τους 5 ομαδικούς, με σύνολο 33 εκτελεσμένους) που πρόσφατα ανακαλύφθηκε στην περιοχή γύρω από το Γεντί Κουλέ, μας κάνει να πιστεύουμε ότι είναι ένας από αυτούς.
Η αποκάλυψη αυτή ξαναζωντάνεψε στην οικογένειά μας τις μνήμες για τις μαύρες εποχές που έζησε η Ελλάδα, ξαναζωντάνεψε τις μνήμες όχι μόνο του άδικου χαμού του Γρηγόρη Αυγητίδη, αλλά και άλλων συγγενών μας που εκτελέστηκαν, καθώς και τις μνήμες των αδελφών του (Θόδωρου και Βασίλη Αυγητίδη) και των γαμπρών του (Νικόλαου [Κόλλια] Κωνσταντινίδη και Ανέστη Λαπουρίδη) που εξορίστηκαν στη Μακρόνησο και στη Γυάρο την ίδια περίοδο.
Ο Γρηγόρης Αυγητίδης ήταν ένας από τους εθελοντές που έμειναν να πολεμήσουν ως οπισθοφυλακή, όταν ο Δημοκρατικός Στρατός βομβάρδισε από το Δερβένι στρατιωτικές θέσεις στη Θεσσαλονίκη τον Φεβρουάριο του 1948. Η οπισθοφυλακή είχε ως αποστολή να προλάβουν οι υπόλοιποι αγωνιστές να υποχωρήσουν στο Μπέλες. Μετά από σκληρή μάχη, αιχμαλωτίστηκε.
Από την επίσκεψη συγγενών στους ομαδικούς τάφους, που οργάνωσε η ΚΟ Κεντρικής Μακεδονίας του ΚΚΕ |
Στην απολογία του στο Εκτακτο Στρατοδικείο αρνήθηκε την υπεράσπισή του, που προσπαθούσε να πείσει τους δικαστές ότι παρασύρθηκε, και υποστήριξε μέχρι τέλους ότι ήταν κομμουνιστής και αγωνιζόταν για την ελευθερία της πατρίδας του. Μετά την εκτέλεση, ο αδελφός του, δηλαδή ο παππούς μου, έδωσε το όνομά του στο μικρότερο παιδί του».
Η Σοφία Αυγητίδου πρόσθεσε: «Είναι κάτι πολύ δύσκολο για εμάς που χάσαμε τους συγγενείς μας, αλλά είναι χρήσιμο να μη μείνουμε μόνο στην απώλεια αυτή. Το σημαντικό θεωρώ ότι είναι να φωτίζουμε τις πλευρές της Ιστορίας που μας θυμίζουν τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος και τι σημαίνει να βάζεις κάτι πάνω από τον εαυτό σου, πώς είναι να ζεις για κάτι πέρα και πάνω από εσένα.
Το Γεντί Κουλέ αποτέλεσε έναν τόπο στον οποίο διαχρονικά βασανίστηκαν άνθρωποι για τα πιστεύω και τις ιδέες τους. Η ιστορική γνώση του συγκείμενου και των πρακτικών καταστολής της ελευθερίας, αλλά και της δράσης των αγωνιστών και αγωνιστριών που πάλεψαν για αυτήν, είναι σήμερα πιο απαραίτητη από ποτέ.
Σε εποχές που μας κάνουν να αμφιβάλλουμε για ιδεώδη σαν αυτά που ανέφερα, θεωρώ χρέος μας να αντισταθούμε στον ατομικισμό στον οποίο μας σύρουν με την ψευδαίσθηση ότι μπορούμε να επιβιώσουμε μόνο αν κοιτάξει κανείς τον εαυτό του. Αντίθετα, να εμπλακούμε ενεργά σε συλλογικές διεκδικήσεις όλων των δίκαιων αιτημάτων που αφορούν στη ζωή μας, όπως την κατάργηση των ιδιωτικοποιήσεων των κοινών αγαθών και των πόρων, της Παιδείας, της Υγείας, της εργασίας, της Ενέργειας.
Τα ιδεώδη αυτά δεν αφορούν μόνο εμάς προσωπικά, αλλά κάθε άνθρωπο που βάλλεται η ελευθερία του και τα δικαιώματά του σε αυτή τη χώρα ή σε άλλες χώρες. Μόνο αν πιστέψουμε ότι όποια αδικία σε όποιον λαό και σε όποια συγκυρία αυτή συμβαίνει, είτε μας αγγίζει άμεσα είτε όχι, μας αφορά, μόνο αν πιστέψουμε ότι όλοι μαζί και ο καθένας και η καθεμία μπορεί να κάνει τη διαφορά στον τόπο εργασίας του, στην καθημερινή ζωή, στη συλλογική διεκδίκηση για αξιοπρεπή ζωή, κοινωνική δικαιοσύνη και δημοκρατία, θα νιώσουμε ότι οι ζωές αυτών των ανθρώπων δεν πήγαν χαμένες».
Ο Μίλτος Παραθυράς, καθηγητής ξένων γλωσσών, μιλά για τον θείο του, τον Ρήγα Παραθυρά, λοχαγό του ΔΣΕ που συνελήφθη το 1950 και εκτελέστηκε μαζί με τον Νίκο Νικηφορίδη και άλλους συναγωνιστές του στις 3 Μάρτη του 1951:
Οπως αναφέρουν τα αρχεία του ΚΚΕ, μαζί με τους Θόδωρο Ορφανίδn, Μόσχο Στογιάνη, Κώστα Σπρίντζο, Κώστα Μήτσα και Μπάμπη Παπαδόπουλο οδηγήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα πίσω από τις φυλακές του Γεντί Κουλέ. Εκτελέστηκαν μαζί με την εμβληματική μορφή του φιλειρηνικού κινήματος Νίκο Νικηφορίδη».
Ο Μιλτιάδης Παραθυράς, από τον οποίο πήρε το όνομά του, ήταν φοιτητής Νομικής. Εκτελέστηκε το 1944 από τους ναζί στη Χαλκιδική μαζί με άλλους 32 αγωνιστές. Βρέθηκε σε ομαδικό τάφο στη Βάλτα. Ηταν μόλις 21 χρονών.
«Πήγαινε ο πατέρας μου και έβλεπε τον Ρήγα. Του πήγαινε τσιγάρα. Δεν ήθελε να πηγαίνει η γιαγιά γιατί στενοχωριόταν πολύ. Δεν ήξεραν ότι θα τους εκτελέσουν, πίστευαν ότι θα πάρουν χάρη. Οταν πήγε μία Κυριακή να του πάει τσιγάρα, είδε το όνομά του γραμμένο στην πύλη, ότι είναι από τους εκτελεσμένους. Και πάγωσε. Από τότε ξεκίνησε μία προσπάθεια να δούνε πού τον έχουν θάψει. Δεν τους είπαν ποτέ. Ο πατέρας μου μέχρι να πεθάνει το 2014 μου έλεγε "προσπάθησε". Τον έναν τον βρήκαμε, να βρούμε και τον άλλον».
Ηρθε λοιπόν η ώρα.... «Δεν περιμένουμε από το αστικό κράτος να κάνει τίποτα. Ακριβώς επειδή υπάρχει το ΚΚΕ, έχουμε ελπίδα ότι η θυσία αυτών των ανθρώπων θα μαθευτεί. Θέλουμε να στηθεί το μνημείο και να αποτίσουμε φόρο τιμής στους ανθρώπους που πάλεψαν για τα ιδανικά τους, για τον σοσιαλισμό. Να τιμηθούν και στον θάνατο ως κομμουνιστές, όπως έζησαν. Το αν τελικά θα είναι τα οστά του δικού μας ανθρώπου δεν είναι το κύριο. Είναι σημαντικό να μαθευτεί η αλήθεια. Τι ήταν το μετεμφυλιακό αστικό κράτος και πώς προσπάθησε να επιβάλει τη λήθη. Να μπει τέλος στο "μπάζωμα" και να βγει η θυσία τους από τη λήθη.
Γιατί αυτό που μας δίδαξαν και τρομάζει το σύστημα είναι ότι δεν μπορείς να έχεις καμιά ελπίδα να αλλάξει το σύστημα αν δεν αγωνιστείς. Μόνο με οργανωμένο, ταξικό αγώνα, με ξεκάθαρο τον χαρακτήρα της ανατροπής και της ρήξης».
Η Σοφία Μωυσίδου μιλά για την γιαγιά της, την Μαγδαληνή Σαρακίνου, που εκτελέστηκε 52 χρονών στις 28.2.49. Ηταν μητέρα 6 παιδιών. Μαζί της συνελήφθη και η κόρη της Χρυσάνθη, η οποία γλίτωσε την εκτέλεση γιατί έστειλαν από τον δήμο πιστοποιητικό γεννήσεως που βεβαίωνε ότι ήταν ανήλικη. Οδηγήθηκε σε φυλακές και εξορία για 12 χρόνια.
Η Μαγδαληνή Σαρακίνου δούλευε για την Εθνική Αλληλεγγύη. Καταδικάστηκε με τη χαλκευμένη κατηγορία ότι «μετέδιδε στους συμμορίτες πληροφορίες στρατιωτικής φύσεως διά σημειωμάτων» και «εβοηθείτω και υπό της θυγατρός της».
«Αρον άρον την έσυραν σε δίκη στις 24/2/49 και στις 28 την εκτέλεσαν. Χαιρετώντας την κόρη της, την Χρυσάνθη, της είπε "να έχετε ψηλά το κεφάλι". Η Χρυσάνθη κατάλαβε ότι εκτελέστηκε όταν της έφεραν και της έδωσαν τα ρούχα της. Εναν χρόνο πριν είχε δολοφονηθεί ο μεγάλος της αδελφός, 27 χρονών, ταχυδρόμος στην περιοχή του Σοχού και στέλεχος του ΔΣΕ.
Η μάνα μου, η Χρυσάνθη, αναζήτησε να βρει πού τάφηκε η μητέρα της. Δεν τα κατάφερε, όπως άλλωστε και εκατοντάδες άλλοι συγγενείς εκτελεσμένων. Είχε στεναχώρια γιατί όσο αξιοπρεπής ήταν η ζωή τους, τόσο προσπαθούσαν να τους καταρρακώσουν στα τελευταία τους. Ομως μέσα από όλα αυτά τα βιώματα δεν οδηγήθηκε στην παραίτηση. Δεν έκανε πίσω. Το ξύλο, τα βασανιστήρια, όλη η βαρβαρότητα που βίωσαν τους ατσάλωσαν.
Με οδηγό το παράδειγμά τους, τη θυσία τους, συνεχίζουμε κι εμείς σήμερα τον αγώνα. Τους λέμε ότι η σπορά τους δεν πήγε χαμένη».