Ο πόλεμος «σώζει» την αμερικανική οικονομία
Κυριακή 28 Απρίλη 2002

Παπαγεωργίου Βασίλης

H στρατιωτικοποίηση της οικονομίας και ο πολεμικός τυχοδιωκτισμός είναι μία από τις κλασικές συνταγές της αστικής πολιτικής οικονομίας για την έξοδο του καπιταλιστικού συστήματος από την κρίση. Τη συνταγή αυτή ακολούθησε η κυβέρνηση Μπους για την αντιμετώπιση και της πρόσφατης ύφεσης στην αμερικανική οικονομία.

Το τελευταίο διάστημα βλέπουν το φως της δημοσιότητας διάφορα στοιχεία σχετικά με την πορεία της οικονομίας των ΗΠΑ, βάσει των οποίων διατυπώνονται εκτιμήσεις για ταχύτατη ανάκαμψη. Μεταξύ των άλλων, ένας δείκτης που χρησιμοποιείται από τους αναλυτές για την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την πορεία της οικονομίας είναι και οι παραγγελίες στις βιομηχανίες για διαρκή αγαθά. Τον περασμένο Φλεβάρη ο δείκτης αυτός αυξήθηκε κατά 2,7% προκαλώντας πλήθος αισιόδοξων εκτιμήσεων για το μέλλον, αφού οι οικονομολόγοι υπολόγισαν ότι η αύξηση θα συνεχιστεί και το Μάρτη. Ομως, την περασμένη Τετάρτη ανακοινώθηκε ότι οι παραγγελίες υποχώρησαν κατά 0,6% προς απογοήτευση των αρμοδίων. Φαίνεται, λοιπόν, ότι πρέπει να διανυθεί ακόμη αρκετός δρόμος για να μιλήσει κανείς για ανάκαμψη.

Το ενδιαφέρον όμως στοιχείο βρίσκεται στην έκθεση του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ σχετικά με τη διάρθρωση των παραγγελιών. Αναφέρεται, λοιπόν, ότι στη διαμόρφωση του σχετικού δείκτη το μεγαλύτερο μερίδιο έχουν οι παραγγελίες προς τις πολεμικές βιομηχανίες, οι οποίες αυξήθηκαν εντυπωσιακά το τελευταίο τρίμηνο καθώς η κυβέρνηση Μπους διακηρύσσει ότι η «αντιτρομοκρατική σταυροφορία» έχει ακόμη πολύ δρόμο μπροστά της.

Συγκεκριμένα, στην έκθεση του υπουργείου Οικονομικών αναφέρεται ότι ενώ οι παραγγελίες για όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες διαρκών αγαθών μειώθηκαν, οι παραγγελίες στις πολεμικές βιομηχανίες αυξήθηκαν κατά 17,8%. Αυτό σημαίνει ότι η όποια ανάπτυξη παρουσιάζεται στην οικονομία των ΗΠΑ οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση των πολεμικών δαπανών. Οι ιθύνοντες ελπίζουν ότι, όπως και κατά το παρελθόν, η πολεμική βιομηχανία θα γίνει η ατμομηχανή για την έξοδο από την κρίση.

Επιβεβαίωση των παραπάνω δίνουν τα στοιχεία για την πορεία των κερδών των πολεμικών βιομηχανιών. Την περασμένη Τρίτη η «Λόκχιντ», η μεγαλύτερη εταιρία του «αμυντικού» τομέα των ΗΠΑ, ανέφερε ότι τα κέρδη της υπερδιπλασιάστηκαν το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους και απέδωσε την πορεία της κερδοφορίας της στην άνοδο των πωλήσεών της στον αμερικανικό στρατό. Την προαναφερθείσα περίοδο τα κέρδη της «Λόκχιντ» αυξήθηκαν στα 218 εκατομμύρια δολάρια, έναντι 105 εκατομμυρίων δολαρίων, την αντίστοιχη περίοδο πέρσι.

Ομως, η πολεμική βιομηχανία των ΗΠΑ δε δουλεύει μόνο για τον αμερικανικό στρατό. Ετσι, η κυβέρνηση Μπους πιέζει συστηματικά τις κυβερνήσεις των «συμμάχων» της για αύξηση και των δικών τους πολεμικών δαπανών. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες έχουν λιγότερες αμυντικές δαπάνες απ' ό,τι οι ΗΠΑ. Ωστόσο, είναι απίθανο να υπάρξει μεγάλη αύξηση των κονδυλίων που προβλέπει ο προϋπολογισμός των ευρωπαϊκών κρατών. Οπως αναφέρει η αμερικανική εφημερίδα «Wall Street Journal», «αναγνωρίζοντας αυτή την πραγματικότητα, οι ΗΠΑ ζητούν από τους Ευρωπαίους να εξετάσουν σοβαρά τον τρόπο επιμερισμού των δαπανών τους -- περί τα 140 δισ. δολάρια ετησίως αθροιστικά -- και να προχωρήσουν σε ορισμένες αλλαγές».

Σε συνέντευξή του ο Αμερικανός πρέσβης στο ΝΑΤΟ, Νίκολας Μπερνς, τονίζει μεταξύ άλλων: «Αυτή η ψαλίδα δυναμικού ανάμεσα στις ΗΠΑ και στους Ευρωπαίους συμμάχους δεν μπορεί να κλείσει, βεβαίως, με μαγικό τρόπο. Ομως, μπορούμε να την περιορίσουμε δίνοντας μεγαλύτερο βάρος όχι σε όλα ταυτοχρόνως, αλλά σε συγκεκριμένες προτεραιότητες που εστιάζονται στην πάταξη της τρομοκρατίας». Μάλιστα, όπως αναφέρεται στην «Wall Street Journal», οι πιέσεις των ΗΠΑ προς τους συμμάχους, για την αύξηση των αμυντικών δαπανών και την αγορά εξοπλισμών από τις αμερικανικές πολεμικές βιομηχανίες, θα κλιμακωθούν ενόψει της Συνόδου του ΝΑΤΟ στην Πράγα τον ερχόμενο Νοέμβρη.


ΚΕΙΜΕΝΑ:
Δάνης ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ