Eurokinissi |
Το υπουργικό συμβούλιο με το ΦΕΚ 24/16.02.2024 εξουσιοδότησε τον υπουργό Οικονομικών και τον υπουργό Υποδομών να συνυπογράψουν εκ μέρους του Δημοσίου τη σύμβαση παραχώρησης της Εγνατίας Οδού από την Ηγουμενίτσα μέχρι τους Κήπους Εβρου, μήκους 658 χλμ., και των τριών κάθετων αξόνων Σιάτιστα - Κρυσταλλοπηγή, Χαλάστρα - Εύζωνοι και Θεσσαλονίκη - Προμαχώνα, για τη λειτουργία, συντήρηση και εκμετάλλευση του αυτοκινητόδρομου για 35 χρόνια.
Προαπαιτούμενο για την υπογραφή της σύμβασης παραχώρησης της Εγνατίας Οδού στην κοινοπραξία ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ - Egis Projects αποτελεί η άμεση αύξηση των διοδίων από 0,03 ευρώ/χλμ. σε 0,04 ευρώ/χλμ., στην προοπτική, με το που θα πάρει τα «κλειδιά» ο «επενδυτής», να προχωρήσει σε νέα αύξηση, ώστε να φτάσει σε 0,05 ευρώ/χλμ. Επίσης προβλέπεται η άμεση κατάργηση απαλλαγών διοδίων για τους τοπικούς χρήστες (Θεσπρωτία, Ιωάννινα, Ξάνθη, Ροδόπη, Εβρος) που είναι σήμερα σε ισχύ, καθώς επίσης κατάργηση απαλλαγών διοδίων για τους ανέργους. Παράλληλα προβλέπεται μείωση του αρχικού τιμήματος για τον παραχωρησιούχο, από 1,496 δισ. σε 1,326 δισ., δηλαδή δωράκι 170 εκατ. και επιπλέον «προίκα» 60 εκατ.
Ενάντια στην προβλεπόμενη αύξηση των διοδίων και στην επικείμενη παραχώρηση του αυτοκινητόδρομου στέκονται οι εργαζόμενοι, τονίζοντας ότι δεν εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και φυσικά χαρατσώνει άγρια τον λαό.
Συγκεκριμένα, ο Σύλλογος Εργαζομένων της «Εγνατία Οδός ΑΕ» αφήνει αιχμές σε σχέση με τις τροποποιήσεις που προέκυψαν στη σύμβαση. Πέρα από τη μείωση του τιμήματος για τον παραχωρησιούχο, εμφανίζονται διαφοροποιήσεις και σε σχέση με τα προβλεπόμενα έσοδα του Δημοσίου. Οπως αναφέρει, «με βάση τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν (850.000.000 ευρώ από το 7,5% των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων σε 35 χρόνια), το ΤΑΙΠΕΔ επιλέγει να εκχωρήσει στον παραχωρησιούχο δημόσια έσοδα ύψους 11.350.000.000 ευρώ (11,35 δισ.) και αντ' αυτού να εισπράξει πλέον 2.180.000.000 ευρώ στη διάρκεια των 35 ετών, όταν τα πραγματικά ετήσια κόστη συντήρησης, λειτουργίας και νέων έργων δεν υπερβαίνουν κατά μέσο όρο τα 100 εκατ. ευρώ».
Σημειώνει επίσης ότι «η τεράστια αύξηση στα προβλεπόμενα έσοδα (11,35 δισ.) από τη διαχείριση της Εγνατίας Οδού, όπως προκύπτει από το χρηματοοικονομικό μοντέλο του παραχωρησιούχου το οποίο ανακοινώθηκε από το ΤΑΙΠΕΔ, οφείλεται αποκλειστικά στην υπέρογκη αύξηση του κόστους διοδίων που θα πληρώνουν οι χρήστες της Εγνατίας Οδού. (...) Ταυτόχρονα, τα εκτιμώμενα κέρδη θα φτάσουν στα 3 δισ. ευρώ στον ορίζοντα 35ετίας». Και όλη αυτή η μπίζνα θα γίνει με δανεισμό από τις τράπεζες. Επιπλέον, το ελληνικό Δημόσιο θα καταβάλει 60 εκατ. στον παραχωρησιούχο για εκτέλεση εργασιών.
Γίνεται φανερό και από τα παραπάνω ότι στο πλαίσιο της πολιτικής της ιδιωτικοποίησης και με τη μέθοδο της δήθεν «αυτοχρηματοδότησης», ο λαός χρυσοπληρώνει διπλά και τριπλά. Πληρώνει για τη χρηματοδότηση με την αντιλαϊκή φορολογία και ξαναπληρώνει για τη χρήση τους μέσα από τα διόδια, ενώ το κεφάλαιο, χωρίς ουσιαστικά να καταβάλλει δικά του χρήματα, διαχειρίζεται τα έργα, κερδίζει τεράστια ποσά και εγγυάται τα κέρδη του το κράτος.
Οι εξελίξεις επιβεβαιώνουν τους προβληματισμούς και τις αντιρρήσεις που εξαρχής είχε το ΚΚΕ και ανέπτυξε μέσα και έξω από τη Βουλή, για τις διαχρονικές και μεγάλες ευθύνες των κυβερνήσεων που παραδίδουν αυτό το πάγιο με εθνική και στρατηγική σημασία, που ενώνει Ανατολή και Δύση.
Το προηγούμενο διάστημα πραγματοποιήθηκε συνάντηση κλιμακίου της ΚΟ Κεντρικής Μακεδονίας του ΚΚΕ, μετά από πρόσκληση του Σωματείου. Οι εκπρόσωποι του ΚΚΕ ανέπτυξαν τη θέση του Κόμματος για σύγχρονες, ασφαλείς, φτηνές μεταφορές και συγκοινωνίες, την πάγια θέση του για κατάργηση των διοδίων και σχεδιασμό, κατασκευή και λειτουργία των απαραίτητων σύγχρονων και ασφαλών αυτοκινητοδρόμων στο πλαίσιο ενός ενιαίου κρατικού φορέα μεταφορών, που θα μπορεί να σχεδιάσει, να αναπτύξει, να υλοποιήσει ένα ολοκληρωμένο σύστημα συνδυασμένων μεταφορών, με κριτήριο τη διευρυμένη ικανοποίηση του συνόλου των εργατικών - λαϊκών αναγκών.
Παράλληλα εξέφρασαν τη στήριξη του ΚΚΕ στις διεκδικήσεις των εργαζομένων για υπογραφή Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, αλλά και για την αξιοποίηση του προσωπικού που έχει αποκτήσει εξειδικευμένη και πολύτιμη εμπειρία.