Μια μικρή αναφορά στον Κώστα Βάρναλη με αφορμή τη συμπλήρωση 140 χρόνων από τη γέννησή του
Στην τελετή του Βραβείου Λένιν. Αριστερά ο Ιλιά Ερενμπουργκ |
Ανταμώνοντας με την κοσμοθεωρία του μαρξισμού - λενινισμού και τους κομμουνιστές, έκανε στην άκρη τη «βολή» του και τα «υψηλά» και «ιερά» ιδανικά της αστικής τέχνης και στρατεύτηκε με τα κομμουνιστικά ιδανικά. Το έργο του, εμβατήριο μάχης και εφόδου. Με το έργο του, με τη σατιρική και διεισδυτική του ματιά θέλει η ποίησή του να γίνει κίνητρο πράξης. Με την τέχνη του ακολούθησε τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, τον ρεαλισμό της εποχής μας, όπως ο ίδιος τον αποκαλούσε. Γράφει χαρακτηριστικά: «Προσπαθούμε να αισθητοποιήσουμε το "αύριο" του κόσμου. Κι αυτό το "αύριο", με το να μην είναι ουτοπία, μα ιστορική αναγκαιότητα, αποτελεί τη μεγαλύτερη πηγή της έμπνευσής μας και τη μεγαλύτερη ζωντάνια και δύναμη της τέχνης μας».
Στόχος του να βγάλει τον λαό απ' την αδράνεια και την παθητικότητα, να αφυπνίσει την εργατική τάξη και να τη βοηθήσει να αποκτήσει συνείδηση του εαυτού της, ως τάξης που αυτή πρέπει να πάρει την εξουσία. «Αν ξυπνήσεις μονομιάς θα 'ρθει ανάποδα ο ντουνιάς», γράφει στην «Μπαλάντα του Κυρ Μέντιου».
Στην αυλή σχολείου στην Κερατέα |
«Πώς και γιατί έγινα ποιητής; Τέτοιου είδους ερωτήματα προβάλλουνε πάντα "εκ των υστέρων". Γιατί την ώρα που "γίνεται" κανείς, που η προσωπικότητά του μορφοποιείται (στην αρχή χωρίς να το καταλαβαίνει κι αργότερα με συνειδητή προσπάθεια), δεν αναρωτιέται το πώς και το γιατί. Ετσι είναι η ζωντανή ζωή... Ατομικότητα και περιβάλλον, ψυχικές δυνατότητες και κοινωνικές συνθήκες καθορίζουνε τη δράση του ανθρώπου - η "Μοίρα", όπως θα έλεγαν οι παλαιότεροι...».
Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε στον Πύργο της Βουλγαρίας το 1884. Αποφοίτησε από τα «Ζαρίφεια Διδασκαλεία». Το 1902 η Κοινότητα της Βάρνας τον έστειλε με υποτροφία στην Αθήνα να σπουδάσει Φιλολογία. Εντάσσεται στους δημοτικιστές.
Ξεκινά να γράφει τα πρώτα του ποιήματα και αποφασίζει να τα στείλει στον Παλαμά παρακαλώντας τον να τα διαβάσει και να του γράψει τη γνώμη του. «Και να που μια μέρα έλαβα μια βραχεία επιστολή από τον μεγάλο Δάσκαλο. "Αγαπητέ συνάδελφε", με προσφωνούσε. Πήγα να τα χάσω από τη συγκίνηση. Τι κρίμα που έχασα αυτή τη βραχεία! Θυμάμαι όμως ακόμα τι μου έλεγε: "Τα ποιήματά σου θυμίζουνε κι άλλων ποιητών μας τρόπους και θέλουνε χτένισμα". Οσο και να ήμουν ακόμα παιδί, δε γελάστηκα. Κατάλαβα πως ο Παλαμάς μου έλεγε μ' ευγενικό φέρσιμο πως από τα ποιήματά μου έλειπε και η πρωτοτυπία και η τεχνική. Δηλαδή το παν. Και βάλθηκα ν' αποχτήσω και τις δύο αυτές αρετές...».
Στο βαπόρι «Μαρία Λ.» που τον μετέφερε, μαζί με άλλους εξόριστους, στον Αϊ - Στράτη |
Τα συνταρακτικά γεγονότα του καιρού του τον επηρεάζουν βαθιά. Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, Μικρασιατική Καταστροφή... «Οι αλήθειες, που ξεσηκώσανε τις επαναστάσεις του 18ου και 19ου αιώνα στην Ευρώπη, είχανε καταντήσει ψέματα στις αρχές του 20ού. Απάνου σε τέτοια ψέματα θελήσανε να στηρίξουν τον τελευταίο ληστρικό τους πόλεμο οι ιμπεριαλιστές του κόσμου».
Το 1919 τον βρίσκει στο Παρίσι, καθώς πήρε υποτροφία για να συνεχίσει τις σπουδές του. Εκεί φτάνει στον ποιητή ο απόηχος της νικηφόρας Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης. Ο ποιητής Κώστας Βάρναλης εξελίσσεται. Ο κομμουνιστής Κώστας Βάρναλης γεννιέται. «Αφησε λεύτερο το ταλέντο του να εκδηλωθεί τέτοιο που ήταν. Δεν είναι πια ο υμνητής των ιδεών, είναι μαχητής και κοινωνικός διεγερτής», γράφει η Ελλη Αλεξίου στη «Νέα Εστία», ενώ ο Δημήτρης Γληνός, συγκρίνοντας τη στάση του Βάρναλη με αυτή άλλων σπουδαίων λογοτεχνών, έγραψε: «Σ' αυτουνού την ψυχή και μόνο σ' αυτουνού έγινε ο μεγάλος χαλασμός, το γκρέμισμα της αστικής ιδεολογίας».
Τη δεκαετία του '20 εκδίδονται και τα έργα του «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική», «Ο λαός των μουνούχων» και οι «Σκλάβοι Πολιορκημένοι», ενώ το 1931 η αριστουργηματική «Αληθινή απολογία του Σωκράτη». Σύμφωνα με τον Βάρναλη, η απολογία του Σωκράτη είναι κατασκευασμένη από τον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα, για να στηρίξουν το κατεστημένο της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Με το συγκεκριμένο έργο του ήθελε, όπως λέει κι ο ίδιος, να διαμαρτυρηθεί «στην δημοκρατία του ιδιώνυμου, του Καλπακίου και των διαφόρων στρατιωτικών κινημάτων».
Το 1934 επισκέπτεται την ΕΣΣΔ μαζί με τον Δημήτρη Γληνό, ως καλεσμένοι στο Α' Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων, στη χώρα που οικοδομούνταν η νέα κοινωνία, εκεί που δεν υπήρχε «πουθενά κούραση, απογοήτεψη ή νοσταλγία του παρελθόντος», εκεί που η Τέχνη δεν ήταν «μια πολυτέλεια, μια διακόσμηση, μια ραφιναρισμένη "ανάγκη του περιττού", αλλά μια ζωτική ανάγκη του Λαού».
Το 1935, ο Βάρναλης εξορίστηκε για τις ιδέες του στον Αϊ - Στράτη. Στην εξορία γράφει το ποίημά του «Οκτώβρης», αφιερωμένο στην επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης, το οποίο και δημοσιεύεται στην εφημερίδα τοίχου των εξόριστων: «Από τα μπουντρούμια και την εξορία η νέα του κόσμου ξεκινά Ιστορία», καταλήγει το ποίημα.
Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου συντάσσεται με το σάλπισμα του ΚΚΕ για αντίσταση. Οργανώνεται στο ΕΑΜ.
«Δίπλα λοιπόν στο ντουφέκι και το πολυβόλο και τη χειροβομβίδα των μεγάλων οι νέοι των 15 χρόνων, όσοι δε βαστάξανε όπλο στις μάχες των συνοικιών, υψώσανε το δικό τους όπλο ίδια ολέθρια και θανάσιμο για τον εχτρό όσο και τα όπλα των μεγάλων. Είνε το χουνί κ΄ η βούρτσα!
Γινήκανε σύμβολα εθνικά αυτά τα δυο "χυδαία" σύνεργα! Από το χουνί χυνότανε τις νύχτες στον κοιμισμένον αέρα της σκλάβας Αθήνας το εγερτήριο σάλπισμα των συνειδήσεων και μ' αυτό δινόντανε οι οδηγίες για το τι θα γίνει αύριο και πού! Και με τη βούρτσα γραφότανε στους τοίχους το κάλεσμα της λευτεριάς και το κάλεσμα της αντίστασης ενάντια στον εχτρό. Σύνεργα της νύχτας που δουλεύανε για το φως!
Πόσοι μικροί ήρωες απ' αυτά τα παιδιά πληρώσανε με τη ζωή τους αυτή τους την εθνική υπηρεσία! Τιμή κ' ευγνωμοσύνη χρωστάμε όλοι μας στα παιδιά της ΕΠΟΝ...», γράφει μεταξύ άλλων σε άρθρο του στον «Ριζοσπάστη», το 1944, με τίτλο «Τα παιδιά μας».
Αλλά και τα παιδιά της ΕΠΟΝ που τα επόμενα χρόνια βρίσκονται σε φυλακές και εξορίες, σε γράμμα τους προς τον Βάρναλη από την Ακροναυπλία το 1946, του ζητάνε «να μας βοηθήσης να πλουτίσουμε τη βιβλιοθήκη μας και το ρεπερτόριο του θεατρικού μας ομίλου».
Εκείνα τα χρόνια γράφει τους «Διχτάτορες», «Το ημερολόγιο της Πηνελόπης», τη δεκαετία του '50 εκδίδονται τα «Αισθητικά - Κριτικά» και στη συνέχεια η ποιητική συλλογή «Ελεύθερος Κόσμος», το θεατρικό «Ατταλος Γ» και μετά τον θάνατό του η «Οργή λαού» και τα «Φιλολογικά Απομνημονεύματα».
Το 1959, στη Μόσχα, του απονέμεται το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη. «Πάνω από μισό αιώνα υπηρέτησα πιστά με την τέχνη μου την αλήθεια και τη λευτεριά, την ειρήνη και το δίκιο, έχοντας τα μάτια μου γυρισμένα προς τη Σοβιετική Ενωση, τη Μάνα όλων των σκλάβων λαών της Γης», έγραψε με αφορμή τη βράβευσή του.
Ο Κώστας Βάρναλης πέθανε στις 16 Δεκέμβρη 1974.
Μένει ο λόγος του «σπαθί, νυστέρι και φωτιά που φωτάει και φως που καίει», όπως έγραψε ο άλλος μεγάλος μας ποιητής Γιάννης Ρίτσος. Μένει το κάλεσμά του...
Οχι με λόγια, μ' έργα τ' άδικο πολέμα!
Κι όχι μονάχος! Με τα πλήθη συνταιριάσου!