Με είχε ενθουσιάσει τότε. Εψαξα να τον γνωρίσω και διάβασα πρώτα «Το Μαγικό Βουνό» του, για το οποίο τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1929. Ενιωσα - από τις πρώτες σελίδες - την απόλαυση ενός κειμένου απαράμιλλης ομορφιάς, που έμοιαζε με μουσικό κομμάτι, κάτι σαν μαγική συμφωνία, σαν ταξίδι μέσα σε ένα πολύτιμο, ολοζώντανο έργο τέχνης, που σου μιλούσε για τον εκφυλισμό των ιδεών στις παραμονές του Μεγάλου Πολέμου. (Οι ειδικοί το έχουν χαρακτηρίσει «παρακαταθήκη για το πολιτισμικό μέλλον αυτής της ηπείρου»). Ο Τόμας Μαν - το πολυσύνθετο έργο του οποίου σφράγισε τον 20ό αιώνα - πέθανε σαν σήμερα το 1955, στην Ελβετία, αφήνοντας στην παγκόσμια λογοτεχνική ζωή μια ανεκτίμητη καλλιτεχνική κληρονομιά. Εγραψε μερικά από τα αριστουργήματα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, ανάμεσά τους τα: «Δόκτωρ Φάουστους», «Στοχασμοί Eνός Aπολιτικού», «Τριστάν», «Μπούντενμπρουκ», «Η Λόττε στη Βαϊμάρη» κ.ά.
Υπήρξε σφοδρός πολέμιος του ναζιστικού καθεστώτος και είχε καταγγείλει δημόσια τον εθνικοσοσιαλισμό. Πίστευε με πάθος στη δύναμη της εργατικής τάξης, ενθάρρυνε την αντίστασή της και υποστήριζε θερμά τη συνύπαρξη και την αλληλεγγύη των λαών. Ο γιος του πλούσιου εμπόρου, από το Λύμπεκ, που φοίτησε σε αυστηρά σχολεία και στα δεκαεννιά του, μέσα στα γραφεία μιας ασφαλιστικής εταιρείας στο Μόναχο, έγραψε κρυφά το πρώτο του διήγημα, έγινε αμέσως ο ήρωάς μου! Το χέρι του ήταν ένα από τα πρώτα που κράτησα σφιχτά, στο ταξίδι προς την ενηλικίωση. Με έκανε να νιώσω πως «την τέχνη και τη φαντασία τη χρειαζόμαστε για να μην διαλυθούμε». Οτι «ο πόλεμος είναι μια δειλή απόδραση από τα προβλήματα της ειρήνης». Οτι «τα πάντα είναι πολιτική» και ότι «κάθε αγάπη για την ανθρωπότητα είναι άμεσα συνδεδεμένη με το μέλλον».
Σ' αυτό ο Μαν ανιχνεύει τις ρίζες της θεματικής του ναζισμού στη γερμανική πολιτιστική παράδοση και εντοπίζει τους σκοτεινούς δρόμους που οδηγούν στη βαρβαρότητα. Ο ήρωας του βιβλίου, όπως και ο γνωστός Δόκτωρ Φάουστ, συνεργάζεται με το Κακό, με στόχο να αξιοποιήσει τα ταλέντα του για να υλοποιήσει το αισθητικό του ιδεώδες. Υπογράφει λοιπόν συμβόλαιο με τον διάβολο, κερδίζοντας 24 χρόνια έμπνευσης και δόξας. Ο ήρωας όμως αγνοεί πως όποιος ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα, όποιος πουλάει την ψυχή του στον Διάβολο, για πλούτη, δόξα ή νιάτα, καταδικάζεται να κυλήσει στην άβυσσο. Κάποιοι πιστεύουν πως «Ο Δόκτωρ Φάουστους» αποτελεί μια παράδοξη αυτοβιογραφία, που μας «συστήνει» τον συγγραφέα ειλικρινέστερα από τις κλασικές βιογραφίες του. Ισως πρόκειται και για ένα είδος ρέκβιεμ του Μαν, που πάλι με σύμμαχο τη μουσική αποχαιρετά τα νιάτα του. Εκείνο που είναι σίγουρο είναι πως αυτός ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται τον παλμό της εποχής του και τον καταγράφει μοναδικά.
Σε αυτοβιογραφικό του κείμενο, ο Μαν αναφέρει:
Η νουβέλα αυτή, που είναι μια ιστορία για την ηδονή του τέλους, ενέπνευσε τον Λουκίνο Βισκόντι και δημιούργησε το 1971 την εμβληματική ομώνυμη ταινία, με τον Ντερκ Μπόγκαρτ στον ρόλο του μεσήλικα συγγραφέα Γκούσταφ Ασενμπαχ και τον 15χρονο Μπιόρν Αντρεσεν, με την μποτιτσελική ομορφιά, στον ρόλο του Τάτζιο, του αντικειμένου του πόθου του. Ενας χορός έρωτα και θανάτου σε μια πόλη που μαστιζόταν από επιδημία χολέρας. Ο Βισκόντι, όμως, εκτός από μαρξιστής, αντιστασιακός και μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, ήταν και αριστοκράτης - απόγονος του Καρλομάγνου - οπότε πέτυχε να αποδώσει αριστουργηματικά στο σελιλόιντ την παρακμή της αριστοκρατίας.
Το 1915, όταν γίνεται 40 χρονών, γράφει τους «Στοχασμούς ενός απολιτικού» κι εκεί μιλάει για τους δύο κόσμους της Ευρώπης, που πάντα θα συγκρούονται. Αυτόν που μετατρέπει τα πάντα σε εμπόρευμα και τον άλλον της ψυχής, του προορισμού. Ο Μαν, παραμονές του 21ου αιώνα, μας δείχνει τι αφήνουμε πίσω μας και μας προειδοποιεί γι' αυτό που πάμε να συναντήσουμε. Βέβαια οι Γερμανοί λένε πως έγραψε τους «Στοχασμούς» εναντίον του αδελφού του και διάσημου τότε συγγραφέα Χάινριχ Μαν, με τον οποίο είχε μακροχρόνια ένταση, αντιπάθεια και εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις για τη φιλοσοφία και την πολιτική.
Είχε πει: «Ολη αυτή η αναταραχή που προκάλεσε η επιτυχία δεν κατάφερε ποτέ να μετριάσει την απόλυτη συναίσθηση της σχετικότητας των ερήμων εντός μου, ούτε κατάφερε έστω και για ένα λεπτό να αμβλύνει την αιχμή της αυτοκριτικής μου. Μόνο το μέλλον θα κρίνει με σιγουριά την αξία και τη σημασία του έργου μου για τις ερχόμενες γενιές. Για μένα δεν είναι παρά τα χνάρια μιας ζωής που την έζησα συνειδητά, δηλαδή ευσυνείδητα». Εμείς λοιπόν οι ερχόμενες γενιές τού χρωστάμε - ανάμεσα σε πολλά - ότι έψαξε τον ρόλο των μύθων του παρελθόντος που ελέγχουν τις επιλογές μας και μας μίλησε γι' αυτόν. Στον ακαταμάχητο κ. Μαν χρωστάμε επίσης το ότι έναν αιώνα πριν επεσήμαινε θέματα με ουσιαστικό αντίκρισμα στο σήμερα, θέματα που παραμένουν άκρως επίκαιρα, όπως η σημασία των κοινωνικών δικαιωμάτων, το μέλλον της Ευρώπης και το απεχθές πρόσωπο του φασισμού. Ο Αντρέ Ζιντ έλεγε πως ο Μαν ήταν «από τους ελάχιστους σύγχρονούς μας, τον οποίο μπορούμε να θαυμάζουμε ανεπιφύλακτα. Το έργο του είναι αψεγάδιαστο, το ίδιο και η ζωή του».