Ανοιχτή επιστολή από Συντονιστές και Συντονίστριες Εκπαίδευσης Προσφύγων
Οπως καταγράφουν στην επιστολή, «εκεί όπου ήδη εφαρμόζεται είτε το μοντέλο των "Κλειστών Ελεγχόμενων Δομών" (ΚΕΔ), όπως στη Σάμο, στη Λέρο και την Κω, είτε των "Κέντρων Υποδοχής και Ταυτοποίησης" (ΚΥΤ), όπως στα Διαβατά, στη Μαλακάσα ή στο Φυλάκιο Εβρου, είτε ακόμα κι εκεί όπου προωθείται το επονομαζόμενο μοντέλο "ελεγχόμενης" διαβίωσης, όπως στις διάφορες "Ελεγχόμενες Δομές Προσωρινής Φιλοξενίας Αιτούντων Ασυλο" (ΕΔΠΦΑΑ) (κυρίως) της ενδοχώρας διαμορφώνονται εξαιρετικά ζημιογόνες συνθήκες τόσο για την ευεξία των ίδιων των παιδιών - προσφύγων, όσο και των οικογενειών τους γενικότερα. Οι συνθήκες αυτές μας δημιουργούν πρωταρχικά αγωνία για την ψυχοκοινωνική και μαθησιακή εξέλιξη των παιδιών που υποστηρίζουμε και κατά δεύτερο λόγο δυσφορία, δίνοντάς μας την αίσθηση ότι εργαζόμαστε πλέον σε ένα περιβάλλον "ανοιχτών φυλακών"».
Οι υπογράφοντες Συντονιστές κάνουν λόγο για μέρος ενός ευρωπαϊκού μοντέλου υποδοχής και διαχείρισης των αναγκών των εκτοπισμένων προσώπων που θέτει τον εγκλεισμό και την αποστέρηση στο κέντρο του σχεδιασμού του. Με βάση την επιστημονική και παιδαγωγική συγκρότηση και εμπειρία τους, καταγράφουν μία σειρά επιπτώσεις του, μεταξύ αυτών «αξεπέραστα πρακτικά προβλήματα στην πρόσβαση των παιδιών και των νέων των δομών στη δημόσια τυπική εκπαίδευση, εξαιτίας της απόστασης», περιορισμό των δυνατοτήτων επικοινωνίας με συμμαθητές/τριες και γενικότερα συνομήλικούς τους, αποτροπή της επικοινωνίας των γονιών με τους εκπαιδευτικούς και τους άλλους γονείς.
«Δημιουργεί ένα ασφυκτικό πλαίσιο διαβίωσης τόσο για τα παιδιά και τις οικογένειές τους, όσο και για όλους τους διαμένοντες/τις διαμένουσες σε καθεστώς χωροταξικής απομόνωσης, γεγονός που δημιουργεί μια σειρά έντονων ψυχοπαθολογικών συνεπειών και αναπαράγει κοινωνικό στίγμα», σημειώνεται στην επιστολή. Οι Συντονιστικές Εκπαίδευσης μεταξύ άλλων αναφέρονται και στις συνέπειες για όσους εργάζονται σε αυτές τις δομές, «μιας και σύμφωνα με τα προβλεπόμενα, θα πρέπει καθημερινά να υφιστάμεθα εξακρίβωση των στοιχείων μας, σωματικούς - βιομετρικούς ελέγχους, έκθεση σε ακτινοβολίες κατά την είσοδό/έξοδό μας, κάτι που από τη μια βλάπτει τον οργανισμό μας και από την άλλη μας προσβάλλει ως επαγγελματίες δημόσιους λειτουργούς, τους οποίους η διοίκηση μεταχειρίζεται διαρκώς με καχυποψία».
Οι Συντονιστές ζητούν από το ΥΜΑ «να επανασχεδιάσει το μοντέλο διαχείρισης των προσφύγων - αιτούντων άσυλο - μεταναστών και να προτείνει μοντέλα φιλοξενίας και αξιοπρεπούς διαβίωσης σε μικρές, αυτόνομες δομές εντός του αστικού ιστού και όχι μοντέλα εγκλεισμού και κράτησης, έξω και μακριά από τις τοπικές κοινωνίες».
Και ζητούν από την κυβέρνηση να εξασφαλιστεί η πρόσβαση και ένταξη των παιδιών προσφύγων στη δημόσια τυπική εκπαίδευση, όπως έχει επιτελεστεί όλα αυτά τα χρόνια, αλλά και οι εργαζόμενοι να πάψουν να εκτίθενται σε εξαντλητικές και ταπεινωτικές, καθημερινές διαδικασίες ελέγχου και επιτήρησης.
Καταλήγοντας, οι Συντονιστές Εκπαίδευσης απευθύνουν κάλεσμα σε όλους και όλες όσοι εργάζονται σε διάφορους φορείς και ειδικότητες στις παραπάνω δομές και τα σωματεία τους να διεκδικήσουν από κοινού ανθρώπινες και αξιοπρεπείς συνθήκες για όλους/όλες τους διαμένοντες, τις/τους εργαζόμενους/ες και κυρίως για τα παιδιά που αποτελούν πάντα τον πιο αδύναμο «κρίκο της αλυσίδας».