«Ηρθα μόνο και διάνοιξα τον Αδη/κ' έβαλα τον οχτρό μέσα στο μνήμα»
Αλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο πολιτικός και ο κοινωνικός ριζοσπαστισμός χαρακτηρίζει την επτανησιακή λογοτεχνία, με όργανό του τη δημοτική γλώσσα. Η λύση του γλωσσικού ζητήματος, με κύριο εισηγητή του τον Διονύσιο Σολωμό, δρομολογεί κοινωνικές εξελίξεις, που φέρνουν τις υπό καταπίεση μάζες στο προσκήνιο της Ιστορίας, μετά από αιώνες ξένης επικυριαρχίας. Τελευταίος δυνάστης ο Βρετανός αρμοστής - τοποτηρητής, ο οποίος καταστέλλει οποιαδήποτε αντίδραση έχει προοδευτικό πρόσημο.
Πολυπλόκαμος δράκοντας, με χίλια
Μύρια κεφάλια αχόρταγα, αιμοβόρα,
Και με γαμψώνυχα χέρια πληθώρα,
Που της γης εκμυζώντας τα βασίλεια
Μαραίνει τη ζωή και μες στα ανήλια
Τα δικά του την πάει τα κοσμοφτόρα΄
Που τ' άχραντα της νιότης πνίγει δώρα
Και τη μοιάζει με πέτρινα κοχύλια
Π' όσο είν' ογρά λαμπυρίζουν στ' ακρογιάλι΄
Αχ! Το σκληρό το ανέσπλαχνο το τέρας
Που σφίγγει όλη της γης σε πόνου αγκάλη,
Κι' ο δικός μας μονάχα λάμπει αστέρας,
Ο Μαμωνάς, τον πόλεμο που υψώνει,
Στην άθλια Γης την Κόλαση στηλώνει!
Ο λαϊκός αυτοδίδακτος ποιητάρης Σπύρος Νικοκάβουρας, προδρομική μορφή της νεοελληνικής προλεταριακής λογοτεχνίας, γράφει το σονέτο «Λένιν» μόλις τρία χρόνια μετά τη νικηφόρα Επανάσταση του Οκτώβρη |
Ο γεννημένος στο βορεινό χωριό Σφακερά - όπου και πέθανε - έχει πολύ ταξιδέψει (σε Αίγυπτο, Ιταλία και Γαλλία) κι έχει ήδη εκδηλώσει προλεταριακές εγγραφές στην ποίησή του, προτού τυπώσει τον ύμνο του «Λένιν», στον «Ριζοσπάστη» (17 Απρίλη 1920) του Γιάννη Πετσόπουλου - με τον υπότιτλο «Εφημερίς σοσιαλιστική» που γράφεται σε ήπια καθαρεύουσα.
Η γης είναι μια 'κονα 'στορισμένη
Μ' αγκάθια και με νήπια, με λουλούδια,
Με σκύλους όπου γλύφουν, με μαϊμούδια
που χορεύουν, με κρίνους΄ χαρισμένη
στων ληστάδων τα χέρια΄ κρεμασμένη
στο καρφί του φονηά που με τραγούδια
κοιμίζει τ' απονείρευτα μικρούδια
Η πρώτη σελίδα του «Ριζοσπάστη» της 17ης Απρίλη 1920, με τον ύμνο στον Β. Ι. Λένιν (αριστερά). Το ποίημα μεγεθυμένο, το οποίο συνοδεύεται με φωτογραφία του μεγάλου επαναστάτη ηγέτη (δεξιά) |
σηκωθείτε, τ' αγκάθια καθαρίστε,
σκοτώστε τα σκυλιά, τα σιχαμένα
μαϊμουδάκια πατήσετε΄ ω ανθίστε κρίνοι
κρίνοι΄ μικρά μου (αντρωθείτε χαμένα).
Την 'κόνα που μάς κλέψαν (πιά νισάφι!)
Ξεκρεμάστε απ' τ' άτιμου τ' αράφι.
Στο μεταξύ, έχει συμπεριληφθεί στην ποιητική συλλογή «Ποιητικά Εργα» (Τύποις «Φοίνιξ», Κέρκυρα, 1925) μαζί με τα δημοσιευμένα στιχουργήματά του και τη μετάφραση του παλαιοδιαθηκικού ερωτικού έργου «Ασμα Ασμάτων» σε ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους:
ΛΕΝΙΝ
Ηρθα για να φωτίσω στο σκοτάδι
Απόστολος Θεού με τ' άγιο ρήμα΄
ήρθα για να σηκώσω το μαγνάδι
Που κρύβει της τιμής τους το άθεο κρίμα.
Για σμύρνα, για λιβάνι, ούτε για χρήμα
Δεν ήρθα, τέτοιο ας μούπανε ψεγάδι.
Ηρθα μόνο και διάνοιξα τον Αδη
κ' έβαλα τον οχτρό μέσα στο μνήμα.
Ηρθα κι έβαλα στιά, που η άγια φλόγα
θα πεταχτεί στην οικουμένη πάσα.
Το χέρι το μιαρό που μας ευλόγα
κ' έπιανε της πνοής μας την ανάσα,
Το θέρισα· κι' αχολογά ο αιθέρας:
Καθαρίστε της γης, βρομεί το τέρας!
Η ποιητική συλλογή αυτού του επαναστάτη ποιητή γίνεται αποδεκτή με ενθουσιασμό στους κερκυραϊκούς σοσιαλιστικούς κύκλους. Σ' αυτό το σημείο να αναφέρουμε ότι είναι ένας από τους κύριους ομιλητές στην εκδήλωση που διοργανώνουν την Πρωτομαγιά του 1922 τα εργατικά σωματεία συνασπισμένα στην «Πανεργατική Ενωση».
Το εξώφυλλο της ποιητικής συλλογής «Ποιητικά Εργα» (1925), το οποίο περιλαμβάνει κυρίως σονέτα, που προαναγγέλλουν ή συντονίζονται με τα οράματα του μπολσεβικισμού |
«(...) Ο Νικοκάβουρας είνε χείμαρρος γεμάτος γάργαρα πηγαία νερά. Δε είνε απλώς ένας καλός ποιητής, είνε τα ταλέντο εις την νιοστή αυτού δύναμη. Αυτή η πλούσια πηγή από την οποία βγαίνει όλος αυτός ο ορμητικός χείμαρρος τι θησαυρούς κλίνει!».
«Δεν χρωματίζει η Τέχνη του Νικοκάβουρα καμμία αρρωστιάρικη κιτρινάδα με το κόκκινο ή το ροζ ενός αμπαζούρ, αλλά ξεφανερώνει στο φλογερό φως του ήλιου ό,τι σάπιο, μολυσματικό ή αναιμικό, για να γιατρέψη ή για να προφυλάξη από το μόλυσμα και την αρρώστια.
(...) Οι άνθρωποι ζούνε σκλάβοι και ενάντια σ' αυτή τη σκλαβιά υψώνεται αγέρωχος και μεγαλοπρεπής ο Ποιητής μας πατώντας το σερπετό στη γης και, αφίνοντας το αηδόνι με τη λαλιά του να καλή τους νεκρούς, αυτός με το δώρο της αρμονίας ξεσπάει στο "(...) Βαρεθήκαμε σκλάβοι/στη Ζωή πιά να ζούμε!"».
Η δεύτερη ποιητική του συλλογή είκοσι επτά χρόνια μετά, «Παναρμόνιος Ηχος» (αυτοέκδοση, Κέρκυρα, 1952), δεν έχει καμία σχέση με τα επαναστατικά ποιήματα της πρώτης δημιουργικής περιόδου του, αφού πλέον έχει στραφεί σε θεολογικά και μεταφυσικά θέματα.
Ο κομμουνιστής ποιητής, πρώτος από αριστερά (καθιστός) με στελέχη του ΚΚΕ, όλα τους από τη δεξαμενή σκέψης του πρωτοπόρου Σοσιαλιστικού Ομίλου Κέρκυρας (1926) |
Κύριος ομιλητής (φαίνεται αχνά κάτω από το κόκκινο βελάκι), την Πρωτομαγιά του 1922, στην εκδήλωση που οργάνωσε η Πανεργατική Ενωση των συνασπισμένων κερκυραϊκών σωματείων |