Είναι χαρακτηριστικό πως μετά τις περικοπές του κατώτερου μισθού το 2012, κατά 22% και 32% για τους νέους, ο σημερινός κατώτερος μισθός των 650 ευρώ μεικτά συνεχίζει να υπολείπεται κατά 101 ευρώ του 751, που ήταν το 2012 και σε ποσοστό κατά 13,44% σε ονομαστικές τιμές. Οι κλαδικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που είναι σε ισχύ μετριούνται στα δάκτυλα του ενός χεριού, από δεκάδες που ήταν πριν από μερικά χρόνια. Νέες συμβάσεις δεν υπογράφονται, καθώς οι εργοδοτικές ενώσεις ούτε που προσέρχονται σε διαπραγμάτευση, πατώντας πάνω στους αντεργατικούς νόμους των τελευταίων χρόνων.
Αυτή είναι λοιπόν η πραγματικότητα που έχει την υπογραφή όλων των κυβερνήσεων. Θυμίζουμε ότι ο κατώτατος μισθός περικόπηκε σε ένα βράδυ, με Υπουργική Απόφαση το 2012 κατά 22% από την κυβέρνηση της ΝΔ, ενσωματώθηκε στη συνέχεια στο σχετικό νόμο (Βρούτση) που απαγόρευσε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και έδινε στην εκάστοτε κυβέρνηση τη δικαιοδοσία να τον διαμορφώνει με βάση την ανταγωνιστικότητα και την κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων. Ο νόμος αυτός παρέμεινε άθικτος από τις επόμενες κυβερνήσεις (παρά τον «προσωρινό» του χαρακτήρα), μέχρι να έρθει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να τον εφαρμόσει το 2019 για πρώτη φορά μετά την ψήφισή του (δίκαια πήρε λοιπόν την ονομασία νόμος Βρούτση - Αχτσιόγλου).
Γι' αυτό, η όποια συζήτηση για «αύξηση του κατώτερου μισθού» δεν μπορεί παρά να συνδέεται με τη διεκδίκηση για κατάργηση του άθλιου νόμου Βρούτση - Αχτσιόγλου, για ξήλωμα όλων των μέτρων που απαγορεύουν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, αλλά και εκείνων που περιορίζουν τη συνδικαλιστική δράση, εμποδίζοντας τους εργαζόμενους οργανωμένα και συλλογικά μέσα από τα σωματεία τους να παλεύουν, να πιέζουν, να διεκδικούν ουσιαστικές αυξήσεις.
Με αυτό το κριτήριο κρίνονται και οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, που με αφορμή την έκρηξη της ακρίβειας θυμήθηκαν την «αύξηση του κατώτατου μισθού». Την ίδια στιγμή δεν λένε κουβέντα για την κατάργηση των νόμων που κρατάνε στον πάτο συνολικά τις απολαβές της εργατικής τάξης, με πιο εμβληματικό τον νόμο Βρούτση - Αχτσιόγλου. Αυτός ο νόμος άλλωστε δίνει τη δυνατότητα στις κυβερνήσεις να παρουσιάζουν τις «αυξήσεις» - ψίχουλα, όπως έκανε η ΝΔ με το 2% για το 2022, που πρακτικά σημαίνει 0,50 λεπτά του ευρώ, ως «βελτίωση του πραγματικού εισοδήματος των εργαζομένων», σε συνάρτηση πάντα με τις «αντοχές της ανταγωνιστικότητας, της οικονομίας και τους δείκτες παραγωγικότητας». Πρόκειται για εργαλείο μόνιμης συμπίεσης του εισοδήματος των εργαζομένων, έντασης του βαθμού εκμετάλλευσης, που σε συνδυασμό με τη διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου, τις απλήρωτες υπερωρίες, τη γενίκευση της μερικής απασχόλησης και όλα τα συντριπτικά χτυπήματα στα εργασιακά δικαιώματα από τον πρόσφατο νόμο Χατζηδάκη, απογειώνει την αντεργατική επίθεση.
Πρέπει να είναι καθαρό: Παρά τις διακηρύξεις για αύξηση του κατώτερου μισθού από τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ, όσο παραμένει στη θέση του όλο το αντεργατικό νομικό οπλοστάσιο της κατάργησης των Συλλογικών Συμβάσεων, της πανσπερμίας των εργασιακών σχέσεων, της μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης, ο μέσος εργατικός μισθός θα συμπιέζεται προς τα κάτω, θα μεγαλώνει η ψαλίδα ανάμεσα στις ανάγκες των εργαζομένων και στο εισόδημά τους. Γι' αυτό άλλωστε, με βάση τα επίσημα στοιχεία του ΕΦΚΑ, εδώ και μια δεκαετία σχεδόν το 30% των εργαζομένων αμείβεται με μισθούς κάτω των 500 μεικτά. Ετσι, ακόμα και οι ανέξοδες υποσχέσεις, όπως αυτές που παρουσιάζει ο ΣΥΡΙΖΑ ενόψει της ΔΕΘ, θα αφορούν ένα μικρό τμήμα εργαζομένων, αφού η πλειοψηφία των νέων πλέον δουλεύει στον ωκεανό της μερικής απασχόλησης και των δεκάδων διαφορετικών σχέσεων εργασίας, με την εργοδοσία ελεύθερη από ΣΣΕ, να έχει στη διάθεσή της αμέτρητες επιλογές για να κρατήσει τους μισθούς στα ίδια επίπεδα ή ακόμα και για να τους μειώνει.
Την ώρα λοιπόν που οι μισθωτοί υποφέρουν και το εργατικό εισόδημα αιμορραγεί, προβάλλει η ανάγκη να οργανωθεί ο αγώνας για ουσιαστικές αυξήσεις στους εργατικούς μισθούς, για επαναφορά με νόμο του κατώτατου στα 751 ευρώ ως βάση για τη διαμόρφωση όλων των μισθών από εκεί και πάνω, για να μην υπάρχει ούτε ένας εργαζόμενος που θα αμείβεται με λιγότερα. Αυτή να είναι η αφετηρία για αυξήσεις μέσα από συλλογικές διαπραγματεύσεις και συλλογικές συμβάσεις στους κλάδους και τις επιχειρήσεις. Μόνο έτσι μπορεί να θωρακιστούν οι εργαζόμενοι απέναντι στο κύμα ακρίβειας και ανατιμήσεων.
Μια τέτοια διεκδίκηση αντικειμενικά απαιτεί σύγκρουση με τους νόμους περιορισμού της συνδικαλιστικής δράσης, απειθαρχία στα μέτρα χτυπήματος των σωματείων και της απεργίας, αφού δεν μπορεί να γίνει πράξη δίχως ισχυρά συνδικάτα, δίχως οργάνωση στους χώρους δουλειάς, δίχως μάχες με όλες τις μορφές, δηλαδή με όλα εκείνα που βάζει στο στόχαστρο ο νόμος Χατζηδάκη.
Και από τη διεκδίκηση ουσιαστικών αυξήσεων προβάλλει η ανάγκη οργάνωσης της πάλης ενάντια στο αντιλαϊκό πλαίσιο, για την υπεράσπιση και διεύρυνση εργασιακών δικαιωμάτων, για σταθερό ημερήσιο χρόνο εργασίας, για μείωση των ωρών εργασίας, για προστασία της συνδικαλιστικής δράσης.