Δυνατότητες «συμπράξεων» στο πλαίσιο της Πράσινης Ευρωπαϊκής Συμφωνίας συζητήθηκαν στο Διεθνές Οικονομικό Φόρουμ Αγίας Πετρούπολης
Από το πρόσφατο Φόρουμ της Αγίας Πετρούπολης, με τη συμμετοχή πλήθους εκπροσώπων μονοπωλιακών ομίλων |
«Πράσινη» ανάπτυξη, «καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής», νέες τεχνολογίες βρίσκονται πλέον στην κορυφή του σφοδρού παγκόσμιου ανταγωνισμού. Καθόλου τυχαία αυτά τα νέα πεδία κερδοφορίας αναφέρονται συχνά από εκπροσώπους της ΕΕ ως ορισμένα σημεία - ανάμεσα σε άλλα - όπου μπορεί να υπάρξει συνεργασία με τη Ρωσία, «παρά τις διαφορές μας» και την «επιθετικότητα της Ρωσίας».
Από την πλευρά της, η ρωσική κυβέρνηση «δουλεύει» συστηματικά για την προσέλκυση ευρωπαϊκών επενδύσεων και ενίσχυση κοινών επιχειρηματικών σχεδίων, αξιοποιώντας επαφές, συμφωνίες και «προοπτικές», και για να ασκήσει πολιτική πίεση για άρση των ευρωπαϊκών κυρώσεων, την «εξομάλυνση» των οικονομικών - εμπορικών σχέσεων κ.λπ.
Το φετινό, 24ο Διεθνές Οικονομικό Φόρουμ της Αγίας Πετρούπολης (SPIEF) στις αρχές Ιούνη προσέλκυσε αρκετούς εκπροσώπους και του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, ενώ ο Ρώσος Πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, τόνισε ότι η Μόσχα θέλει να σφυρηλατήσει στενότερη οικονομική συνεργασία με ξένους εταίρους «σε τομείς, όπως η υγειονομική περίθαλψη και η ψηφιοποίηση, η κατασκευή βελτιωμένων υποδομών τηλεπικοινωνιών, Ενέργειας και μεταφορών (...) το περιβάλλον και το κλίμα».
Μιλώντας στη συζήτηση της Ολομέλειας με θέμα «Συλλογική εκτίμηση της νέας παγκόσμιας οικονομικής πραγματικότητας», ο Βλ. Πούτιν υπογράμμισε την ενεργειακή συνδεσιμότητα μεταξύ Ρωσίας και Ευρώπης λέγοντας ότι ο ρωσικός κολοσσός «Gazprom» «ετοιμάζεται να γεμίσει τον αγωγό "Nord Stream 2" με φυσικό αέριο», δημιουργώντας «άμεσες συνδέσεις μεταξύ των ρωσικών και γερμανικών συστημάτων».
Ταυτόχρονα υπογράμμισε την ετοιμότητα υλοποίησης έργων υψηλής τεχνολογίας με Ευρωπαίους και άλλους εταίρους στο μέλλον, «παρά τα τεχνητά πολιτικά εμπόδια».
Στη συζήτηση για τις επιχειρηματικές προοπτικές Ρωσίας - Ευρώπης επικεφαλής των ευρωπαϊκών επιχειρηματικών ομίλων σημείωσαν ότι απαιτούνται στρατηγικές για τη βελτίωση των σχέσεων Ρωσίας - ΕΕ, καθώς και την ανάγκη να αναπτυχθεί μια ενοποιημένη απάντηση στις παγκόσμιες «προκλήσεις», δηλαδή για το «κλίμα», τις νέες τεχνολογίες κ.λπ.
Αναφερόμενος στους «καλούς οικονομικούς δείκτες» που επέδειξε η Ρωσία το 2020, παρά την πανδημία, στη μείωση των τιμών του πετρελαίου, στην υποτίμηση του ρουβλιού και τις γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις, ο πρόεδρος της Ενωσης Ευρωπαϊκών Επιχειρήσεων (AEB) στη Ρωσία και επικεφαλής της «Schneider Electric», Γιόχαν Βαντερπλέτσε, υπογράμμισε πως «οι παγκόσμιες προκλήσεις είναι τόσο αποδιοργανωτικές, που πρέπει να βρούμε μια κοινή προσέγγιση».
Ο πρέσβης της ΕΕ στη Ρωσία, Μάρκους Εντερερ, εκτίμησε πως οι σχέσεις ΕΕ - Ρωσίας βρίσκονται «στο πιο δύσκολο σημείο από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου» εξαιτίας «εδαφικών, γεωπολιτικών ζητημάτων και παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» και «είναι δύσκολο να επιστρέψουμε στην ομαλοποίηση των σχέσεων».
Ωστόσο, συνέχισε ο πρέσβης της ΕΕ, «ο πράσινος μετασχηματισμός και η πράσινη οικονομία» προσφέρουν μια «ευκαιρία για την ενίσχυση της σχέσης» που είναι «απαραίτητο να αξιοποιηθεί, καθώς θα είναι ένας νέος τομέας συνεργασίας που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον για εκπροσώπους της ευρωπαϊκής επιχειρηματικής κοινότητας». Μάλιστα, σύμφωνα με τον ίδιο, «όσο περισσότερο προσανατολίζεται η πολιτική στην ανάπτυξη μιας πράσινης οικονομίας, τόσο πιο σοβαρά κινείται προς τη σταθεροποίηση των σχέσεων Ρωσίας - Ευρώπης».
Από την πλευρά του, ο Ρώσος υπουργός Οικονομικής Ανάπτυξης, Μαξίμ Ρεσέτνικοφ, τόνισε ότι «η υλοποίηση επιχειρηματικών έργων με στόχο τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα είναι ζωτικής σημασίας». Εξήγησε ότι η Ρωσία - ενισχύοντας τη θέση της στον παγκόσμιο ανταγωνισμό - «κατέταξε την πυρηνική ενέργεια ως πράσινο έργο» αφού «σύμφωνα με τα κριτήρια των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και της τεχνολογικής ουδετερότητας, η πυρηνική ενέργεια πρέπει να θεωρείται καθαρή ενέργεια».
Με τα ευρωπαϊκά μονοπώλια των τηλεπικοινωνιών να κονταροχτυπιούνται με άλλους ανταγωνιστές, κυρίως από την Κίνα («Huawei») για την ανάπτυξη των δικτύων 5ης γενιάς (5G), ο αντιπρόεδρος της «Ericsson», επικεφαλής για την Αγορά Ευρώπης - Λατινικής Αμερικής, Αρούν Μπανσάλ, ισχυρίστηκε πως «η ανάπτυξη των δικτύων 5G μπορεί να γίνει ένα νέο σημείο επαφής Ρωσίας και Ευρώπης» καθώς «καμία χώρα, καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να αντεπεξέλθει σε όλα τα καθήκοντα μόνη της». «Επομένως η ΕΕ και η Ρωσία πρέπει να συνεργαστούν για την ανάπτυξη τεχνολογιών 5G», κατέληξε.
Εξάλλου, «η Ρωσία έχει εκπληκτικές τεχνολογικές δυνατότητες και υπάρχουν μεγάλες εταιρείες. Αν τις συνδυάσουμε με τις δυτικές εταιρείες, αν ενώσουμε τις δυνάμεις μας (για τα δίκτυα 5G), όλοι θα επωφεληθούμε», υπερθεμάτισε ο Γ. Βαντερπλέτσε.
Με στόχο μια «νέα αναπτυξιακή στρατηγική που θα μετατρέψει την Ενωση σε μια σύγχρονη, οικονομικά αποδοτική και ανταγωνιστική οικονομία», η ΕΕ ανακοίνωσε το 2019 και προωθεί την «Πράσινη Συμφωνία». Με προσχηματικό αφήγημα το υπαρκτό πρόβλημα της «κλιματικής αλλαγής», στην πραγματικότητα της υποβάθμισης του περιβάλλοντος εξαιτίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η ΕΕ επιδιώκει με τη νέα συμφωνία - ιδιαίτερα σε συνθήκες αναιμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης - να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά της στις παγκόσμιες αγορές διοχετεύοντας κεφάλαια σε νέες τεχνολογίες, εναλλακτικές πηγές Ενέργειας κ.λπ.
Ηδη ο περιβαλλοντικός τομέας στην οικονομία της ΕΕ είναι ανταγωνιστικός. Σύμφωνα με τη Eurostat, ο κλάδος «περιβαλλοντικών αγαθών και υπηρεσιών» αυξήθηκε κατά 2,3% ήδη το 2017, ενώ η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία του ανήλθε σε 287 δισ. δολάρια, δηλαδή στο 2,2% του ΑΕΠ της ΕΕ των 27.
Παράλληλος γεωπολιτικός και οικονομικός στόχος είναι η μείωση της εξάρτησης της ΕΕ από τις εισαγόμενες μορφές Ενέργειας και πρώτες ύλες από μία χώρα, εν προκειμένω από τη Ρωσία. Η ΕΕ εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις παραδόσεις φυσικών πόρων, εισάγοντας το 87% του πετρελαίου και το 74% του φυσικού αερίου που καταναλώνει. Πάνω από το μισό φυσικό αέριο που εισάγει η ΕΕ προέρχεται από τη Ρωσία και ακολουθεί η Νορβηγία με περίπου 20%. Μέχρι το 2030 οι εισαγωγές άνθρακα σχεδιάζεται να μειωθούν κατά 71 - 77% σε σχέση με το 2015, του πετρελαίου έως και 25% και του φυσικού αερίου έως και 19%. Ακόμη μεγαλύτερη μείωση στις εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου προβλέπεται για μετά το 2030 (έως 79% και 67% αντίστοιχα).
Από την άλλη, αυτός ο στόχος της ΕΕ για μια μεγάλης κλίμακας αποανθρακοποίηση της οικονομίας απαιτεί σημαντική επέκταση στις εισαγωγές και την εξασφάλιση μετάλλων και ορυκτών που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή ηλιακών συλλεκτών, ανεμογεννητριών, μπαταριών ιόντων λιθίου, κυψελών καυσίμων, ηλεκτρικών αυτοκινήτων.
Σε αυτό το φόντο και ενόψει μείωσης των εσόδων από πετρέλαιο και φυσικό αέριο, τα ρωσικά μονοπώλια της Ενέργειας αναζητούν νέες διεξόδους επενδύσεων και κερδοφορίας και ήδη εξετάζονται επιχειρηματικές συμφωνίες με ευρωπαϊκούς ομίλους. Εδώ να σημειωθεί ότι οι ευρωπαϊκές κυρώσεις δεν επηρεάζουν κλάδους σχετικά με το «κλίμα». Στα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της Ρωσίας η ΕΕ υπολογίζει τη γεωγραφική εγγύτητα, τα μεγάλα κοιτάσματα φυσικού αερίου, τις εγκαταστάσεις παραγωγής και την ισχυρή υποδομή.
Σύμφωνα με αναλύσεις, η Ρωσία «αντιμετωπίζει την τρομερή προοπτική απώλειας αγορών, ενώ υστερεί στην αναδιάρθρωση της ενεργειακής βιομηχανίας, του βασικού οικονομικού της τομέα». Ταυτόχρονα, με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία «ανοίγονται νέες ευκαιρίες, όπως η ενίσχυση της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας των δύο πλευρών (ΕΕ - Ρωσία) με την είσοδο σε νέες αγορές».
Η παγκόσμια μετάβαση σε μια «πράσινη» οικονομία μπορεί να μειώσει το εξαγωγικό δυναμικό ορισμένων ρωσικών βιομηχανιών, αλλά να αυξήσει άλλων, δήλωσε πρόσφατα ο επικεφαλής της Τράπεζας της Ρωσίας. «Είναι σημαντικό να μη χάσουμε τη στιγμή στον επαναπροσανατολισμό της οικονομίας και, κατά συνέπεια, την αναπροσαρμογή του χρηματοπιστωτικού τομέα».
Στο μεταξύ, η «πράσινη» επενδυτική συνεργασία μπορεί να απλωθεί σε ένα ευρύτατο φάσμα τομέων, όπως επενδύσεις στην έρευνα, στις κατασκευές και τις υποδομές, αναδιάρθρωση και ψηφιοποίηση της οικονομίας, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ενέργεια υδρογόνου, βιοενέργεια τελευταίας τεχνολογίας. Ρωσικές εταιρείες αναζητούν «συμπράξεις» με ευρωπαϊκούς και άλλους ομίλους για την αύξηση της ενεργειακής απόδοσης, τη μείωση των διαρροών μεθανίου, την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας, τη διαχείριση αποβλήτων, τη βιώσιμη γεωργία και δασοκομία, την κατασκευή ηλεκτρικών αυτοκινήτων κ.ά.
Ιδιαίτερα οι επενδύσεις στην ενέργεια υδρογόνου θα μπορούσαν να γίνουν μια σημαντική οδός συνεργασίας, σύμφωνα με εκπροσώπους του ρωσικού κεφαλαίου, δεδομένου ότι η αξία της στην παγκόσμια αγορά υπολογίζεται στα 2,28 τρισ. δολάρια έως το 2027. Ο Διεθνής Οργανισμός Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (IRENA) προβλέπει ότι το υδρογόνο θα εκπροσωπεί το 12% της παγκόσμιας κατανάλωσης Ενέργειας έως το 2050. Το ποσοστό του υδρογόνου στο ενεργειακό ισοζύγιο της Ευρώπης μπορεί να φτάσει στο 14% έως το 2050. Η «Gazprom» υπολογίζει σε 153 δισ. δολάρια την «αγορά» υδρογόνου της Ευρώπης έως το 2050.
Οπως αναφέρουν εκπρόσωποι ρωσικών ομίλων, οι προμήθειες «μπλε» και «τυρκουάζ» υδρογόνου θα μπορούσαν να αποτελέσουν «πολλά υποσχόμενο πεδίο συνεργασίας ΕΕ - Ρωσίας», καθώς «αυτό το υδρογόνο παράγεται από φυσικό αέριο, θεωρείται κερδοφόρο οικονομικά και έχει τις μικρότερες αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις».
Ενας άλλος τομέας με «προοπτική» είναι η προώθηση κοινών επιχειρηματικών έργων «πράσινου» υδρογόνου (με λιγότερη επίπτωση στο περιβάλλον που προς το παρόν είναι πιο ακριβό στην παραγωγή του), που ενδιαφέρει τόσο ευρωπαϊκούς όσο και ρωσικούς ομίλους, όπως «Gazprom», «Rosatom» και «NOVATEK».
Η «Rosnano» και η «Enel Russia» σχεδιάζουν να παράγουν από κοινού «πράσινο» υδρογόνο στο υπό κατασκευή εργοστάσιο αιολικής ενέργειας «Enel Russia» στο Μούρμανσκ, και στη συνέχεια να εξάγουν υδρογόνο αξίας περίπου 55 εκατ. δολαρίων ετησίως στην ΕΕ.
Προθέσεις για από κοινού παραγωγή «μπλε» και «πράσινου» υδρογόνου με τον γερμανικό όμιλο «Uniper» (συμμετέχει και στην κατασκευή του «Νοrd Stream 2») έχει εκφράσει η «NOVATEK».