Από τις παρεμβάσεις του Κόμματος κατά τη συζήτηση στις Επιτροπές της Βουλής επί του νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης «Μεταρρυθμίσεις αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων και άλλα ζητήματα Οικογενειακού Δικαίου»
Αναδεικνύοντας τις αλλαγές που έχουν επέλθει στις συνθήκες ζωής και εργασίας των γονιών - σημαντική άνοδος των γυναικών στην κοινωνική εργασία και επομένως ορισμένη άνοδος της συμμετοχής των ανδρών στην πρακτική φροντίδα των παιδιών - η Μ. Κομνηνάκα παρουσίασε τη θέση του ΚΚΕ ότι έχει ωριμάσει η ανάγκη αλλαγών στα ζητήματα της γονικής μέριμνας. «Υποστηρίζουμε την κοινή άσκηση γονικής μέριμνας και τη συνεννόηση των δύο γονέων στα ζητήματα της επιμέλειας, που χρειάζεται να έχει στο επίκεντρο τις ανάγκες και το συμφέρον του παιδιού», σημείωσε χαρακτηριστικά.
«Βασική αρχή για το ζήτημα της γονικής μέριμνας στην περίπτωση της λύσης του γάμου είναι βέβαια ότι οι διαζευγμένοι γονείς πρέπει να έχουν κοινή ευθύνη στη φροντίδα και αγωγή των παιδιών. Ο,τι υπάρχει ως υποχρέωση των γονιών απέναντι στα παιδιά τους εντός γάμου, πρέπει φυσικά να ισχύει και για τους γονείς εκτός γάμου. Η κοινή άσκηση της γονικής μέριμνας του παιδιού μετά το διαζύγιο μπορεί βέβαια να έχει πολλές μορφές, υπολογίζοντας και την ηλικία των παιδιών, τη βρεφική, προσχολική, προεφηβική ηλικία. Σίγουρα οι αποφάσεις για όλα τα σοβαρά θέματα του παιδιού πρέπει να λαμβάνονται από κοινού, όπως η ανατροφή, η μόρφωση, τα θέματα υγείας ή της μόνιμης εγκατάστασης του ενός γονέα σε απομακρυσμένη πόλη στο εξωτερικό. Το οποίο παιδί, βέβαια, θα διαμένει κυρίως με τον ένα γονέα και θα έχει κατά το δυνατόν ευρύτερη επικοινωνία με τον άλλον», πρόσθεσε.
Ανέδειξε, επίσης, ότι η κοινή ευθύνη των δύο γονέων για την ανατροφή του παιδιού και η άμεση επαφή και επικοινωνία του παιδιού και με τους δύο προϋποθέτουν την κοινωνική στήριξη των δύο γονέων, καθώς και οικονομική στήριξη των διαζευγμένων γονιών (επιδόματα, φοροελαφρύνσεις κ.λπ.).
Οσον αφορά την κριτική στο νομοσχέδιο, στη συνεδρίαση της περασμένης Τετάρτης η βουλευτής του ΚΚΕ επεσήμανε τα ακόλουθα:
«Στη συζήτηση στην Επιτροπή, ο υπουργός ισχυρίστηκε για το κυβερνητικό νομοθέτημα ότι πρόκειται για "γενναία μεταρρύθμιση που χρειάζεται η ελληνική κοινωνία". Ποια είναι αυτή η γενναία μεταρρύθμιση με βάση τα άρθρα του προτεινόμενου νομοσχεδίου;
Πρώτον: Με το άρθρο 6 προβλέπεται η προσφυγή των γονιών σε διαδικασία ιδιωτικής διαμεσολάβησης, μια ιδιαίτερα δαπανηρή και χρονοβόρα διαδικασία, που αποβαίνει σε βάρος των οικονομικά αδύναμων διαδίκων και υπονομεύει βέβαια τα όποια εχέγγυα αμερόληπτης επίλυσης της υπόθεσής τους από δικαστικό λειτουργό, την οποία όλοι μαζί άλλωστε είχατε ψηφίσει με τον ν. 4640/2019, στο όνομα της αποσυμφόρησης των δικαστηρίων από οικογενειακές υποθέσεις. Αν η κυβέρνηση ήθελε να αποσυμφορήσει τα δικαστήρια από τις οικογενειακές υποθέσεις - που όντως οι δικαστικές διαμάχες λειτουργούν σε βάρος του παιδιού - θα υιοθετούσε τις προτάσεις του ΚΚΕ.
Δηλαδή: Τη στήριξη των δύο γονέων και των παιδιών από δωρεάν κοινωνικούς θεσμούς, που θα εξομαλύνουν τις συγκρούσεις ανάμεσα στους γονείς. Δωρεάν κοινωνικές υπηρεσίες πρόληψης σε θέματα οικογενειακού προγραμματισμού, σεξουαλικής αγωγής, προγράμματα θεραπείας οικογένειας και ζεύγους (πριν να φτάσουν στη λύση του γάμου), συμβουλευτικής γονέων. Αυτό το πλαίσιο θα περιόριζε δραστικά τις περιπτώσεις των παιδιών που βιώνουν τις συνέπειες χρόνιων κοινωνικών προβλημάτων και συμπεριφορών. Θα αναχαίτιζε την έκθεσή τους σε συγκρουσιακές καταστάσεις που διαμορφώνονται στην πορεία προς το διαζύγιο και μετά από αυτό. Ακόμα, τις δικαστικές, βέβαια, διαμάχες. (...)
Αντί να πάρει τα αναγκαία μέτρα η κυβέρνηση για την ανάπτυξη και στελέχωση τέτοιων δωρεάν κρατικών υπηρεσιών μαζί με τη δημιουργία Οικογενειακών Δικαστηρίων, με το νομοσχέδιο σπρώχνει τους γονείς που δεν μπορούν να βρουν κοινά αποδεκτές λύσεις να καταφεύγουν σε ιδιώτη διαμεσολαβητή. Ούτε δεχτήκατε έστω την παραπομπή στη δικαστική διαμεσολάβηση, όπως πρότεινε και η Ενωση Δικαστών, που προβλέπεται στο Δίκαιο ως διαδικασία, αλλά παραδίδετε τελικά και αυτές τις ευαίσθητες διαδικασίες στους ιδιώτες. (...)
Δεύτερο ζήτημα: Με το άρθρο 7 θεσμοθετείτε την κοινή άσκηση της γονικής μέριμνας στις περιπτώσεις διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου, η οποία ίσχυε ήδη στη νομολογία. Συμφωνούμε ότι οι δύο γονείς πρέπει να ασκούν από κοινού τη γονική μέριμνα μετά το διαζύγιο. Το ερώτημα σε σχέση με τη συγκεκριμένη διάταξη είναι πώς οι γονείς θα ασκούν "εξίσου" τη γονική μέριμνα. Ηδη δίνονται διαφορετικές ερμηνείες για το αν αυτό αφορά τελικά την ισόχρονη κατανομή της. Η "ισότητα των γονέων", που επικαλείται η κυβέρνηση, είναι μόνο τυπική. Στην πραγματική ζωή είναι ανισότητα. Δεν αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα όλοι οι γονείς μετά από ένα διαζύγιο. Οι οικονομικοί - κοινωνικοί παράγοντες επιδρούν καθοριστικά ακόμα και στην ίδια τη διαδικασία της διάλυσης του γάμου. Πρακτικά, συναντούν πρόσθετα εμπόδια στην κατανομή και άσκηση της γονικής μέριμνας, από τη συντήρηση για παράδειγμα των δύο σπιτιών, μέχρι τη συνεννόηση μεταξύ τους για το πρόγραμμα του παιδιού, με βάση τις αντικειμενικές δυσκολίες που προκύπτουν με τα ακανόνιστα ωράρια εργασίας και χίλια δυο άλλα. (...)
Τρίτο ζήτημα: Η κυβέρνηση με συγκεκριμένες διατάξεις του νομοσχεδίου δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από αυτά που επιδιώκει να λύσει σε σχέση με την ισότιμη συμμετοχή των διαζευγμένων γονιών στη φροντίδα και ανατροφή του παιδιού. Για παράδειγμα, με το άρθρο 13, όπου ο χρόνος επικοινωνίας με φυσική παρουσία του παιδιού με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει "τεκμαίρεται στο ένα τρίτο (1/3) του συνολικού χρόνου". Δηλαδή, επιδιώκετε με μαθηματικούς τύπους να ρυθμίσετε την κατανομή του χρόνου του παιδιού ανάμεσα στους δύο γονείς.
Πρώτο ερώτημα: Πώς θα υπολογιστεί ο συνολικός χρόνος του παιδιού; Δηλαδή ο χρόνος επικοινωνίας του παιδιού με τον γονέα που δεν διαμένει αφορά στον συνολικό χρόνο ή μόνο στον ελεύθερο χρόνο του παιδιού από άλλες κοινωνικές δραστηριότητες (δηλαδή τον χρόνο που μένει από το σχολείο, τις πολιτιστικές - αθλητικές δραστηριότητες, το φροντιστήριο); Δεύτερο ερώτημα: Πώς θα κατανέμεται ο χρόνος επικοινωνίας του γονέα, όταν εργάζονται και οι δύο με τα ωράρια - λάστιχο; Οταν υπάρχει τέτοια ποικιλία συνθηκών εργασίας και ζωής, με βάση την εργασιακή ζούγκλα που πάτε να επεκτείνετε με το αντεργατικό τερατούργημα; (...) Τρίτο ερώτημα: Πώς θα ρυθμίζεται ένα τόσο σύνθετο και ευαίσθητο ζήτημα, ιδιαίτερα σε εβδομαδιαία βάση; Θα κάθονται οι γονείς, οι ιδιωτικοί διαμεσολαβητές, οι δικαστές, με ένα κομπιουτεράκι και θα υπολογίζουν 7 μέρες τη βδομάδα επί 24 ώρες διά 3; Ιδιαίτερα όταν ελλοχεύει ο κίνδυνος η κατανομή του χρόνου που περνά το παιδί με τον κάθε γονέα να γίνεται ως εξής: Τις καθημερινές με τον γονέα που ασκεί την επιμέλεια, συνήθως τη μητέρα, και από Παρασκευή βράδυ μέχρι Κυριακή να δίνεται στον γονέα που δεν την ασκεί, συνήθως τον πατέρα. Συνεπώς, διαφοροποιείται η ποιότητα του χρόνου που περνά ο καθένας μαζί του. (...)
Τέταρτο ζήτημα. Παρουσιάζετε ως καινοτομία ότι εισάγει ο νόμος αντικειμενικά κριτήρια για τις περιπτώσεις κακής άσκησης της γονικής μέριμνας στο άρθρο 14. Η απαρίθμηση, όμως, δείχνει μια ιεράρχηση. Αν λοιπόν πράγματι θέλετε να διαφυλάξετε το παιδί από τις περιπτώσεις κακής άσκησης της γονικής μέριμνας, σας προτείνουμε να προτάξετε τις περιπτώσεις παραμέλησης της υγείας, της εκπαίδευσης του ανηλίκου, την προστασία του από την εκμετάλλευση ανήλικης εργασίας, την εγκατάλειψη και έκθεσή του στον κίνδυνο...
Αντίθετα, δεν μπορεί να θεωρηθεί προστασία του παιδιού από την κακή άσκηση της γονικής μέριμνας να χρειάζεται η έκδοση έστω και οριστικής καταδικαστικής απόφασης για τις περιπτώσεις που αφορούν την ενδοοικογενειακή βία ή τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ζωής, που μπορεί τελικά να αφήνει εκτεθειμένο στην κακοποίηση του γονέα το παιδί για πολλά χρόνια, με βάση τους γνωστούς χρόνους απόδοσης της δικαιοσύνης... Φανερώνεται απροκάλυπτα η επιτακτική ανάγκη των κρατικών δομών κοινωνικών υπηρεσιών και Ψυχικής Υγείας, που θα μπορούσαν να παρεμβαίνουν έγκαιρα και να γνωμοδοτούν με βάση τα πραγματικά περιστατικά.
Το πραγματικό συμφέρον του παιδιού, αλλά και η ίδια η αναγκαιότητα της κοινής άσκησης της γονικής μέριμνας, δεν υπηρετείται από τις τυπικές ρυθμίσεις του νομοσχεδίου. Οπως, βέβαια, συμβαίνει και με το ισχύον Οικογενειακό Δίκαιο, για το οποίο κάποιοι εμφανίζονται σήμερα ως όψιμοι υποστηρικτές του... Οσο απουσιάζουν οι κατάλληλες υποστηρικτικές κρατικές - κοινωνικές δομές που θα στηρίζουν και θα παρακολουθούν την εφαρμογή του, αυτό το νομικό πλαίσιο θα παραμένει τελικά ένα "άδειο πουκάμισο". Οι ισότιμες σχέσεις μεταξύ των γονέων, ακόμα και μετά το διαζύγιο, μπορούν τελικά να αναπτυχθούν μόνο όταν διασφαλίζονται καθολικά τα σύγχρονα δικαιώματα ανδρών και γυναικών στη σταθερή εργασία, με σταθερό ωράριο εργασίας και αξιοπρεπές εργασιακό εισόδημα, με μέτρα προστασίας της μητρότητας και ολόπλευρη κρατική στήριξη και φροντίδα - προστασία των παιδιών».