Σάββατο 8 Αυγούστου 2020 - Κυριακή 9 Αυγούστου 2020
ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Καύσιμο για την «ανάπτυξη» της κερδοφορίας τα δικαιώματα των εργαζόμενων γυναικών

Προώθηση της «ευελιξίας» στις εργασιακές σχέσεις, «αναθεώρηση» των ρυθμίσεων που διέπουν τις άδειες μητρότητας, εδραίωση των ανατροπών που οδηγούν σε δουλειά μέχρι τα 67 χρόνια: Στα παραπάνω συνοψίζονται μια σειρά από συστάσεις και προτάσεις που περιλαμβάνει το «Σχέδιο Ανάπτυξης» της λεγόμενης «Επιτροπής Πισσαρίδη», σε ό,τι αφορά τα επόμενα βήματα της επίθεσης στα δικαιώματα των εργαζόμενων γυναικών.

Οι άξονες που θέτει το Σχέδιο δεν αποκλίνουν από τις ήδη γνωστές κατευθύνσεις στις οποίες κινείται η πολιτική της ΕΕ, ενώ τα συγκεκριμένα μέτρα που προτείνει είναι βγαλμένα από την ατζέντα τόσο της σημερινής όσο και προηγούμενων κυβερνήσεων.

«Πληρέστερη ένταξη» σε μια πιο «ευέλικτη» αγορά εργασίας

Ο στόχος της αύξησης των ποσοστών απασχόλησης των γυναικών έχει κομβική θέση στις συστάσεις και τις κατευθύνσεις του Σχεδίου. Με βάση τα στοιχεία που παρουσιάζει, το ποσοστό του οικονομικά ενεργού πληθυσμού στις γυναίκες το 2019 περιοριζόταν σε 60,4% στην Ελλάδα, έναντι 68,5% κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη και 67,9% στην ΕΕ. Δίπλα στην «ψαλίδα» των ποσοστών απασχόλησης απαριθμούνται μια σειρά από διακρίσεις σε βάρος των γυναικών, που αποτυπώνονται στις χαμηλότερες αμοιβές που λαμβάνουν, στις «χαμηλότερης ποιότητας» θέσεις εργασίας στις οποίες δουλεύουν, στη διακοπή του εργασιακού τους βίου κατά κύριο λόγο στα χρόνια κατά τα οποία δημιουργούν οικογένεια.

«Η χαμηλή συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας μειώνει σημαντικά το παραγωγικό δυναμικό της χώρας», διαπιστώνει η Επιτροπή και υπογραμμίζει πως πέρα από την «κοινωνική αδικία» το δυναμικό που παραμένει αναξιοποίητο συνεπάγεται και «οικονομικό κόστος». Με αντίστοιχο τρόπο η ΕΕ υπολογίζει τις «οικονομικές απώλειες» από την υποεκπροσώπηση των γυναικών στην αγορά εργασίας σε 370 δισ. ευρώ ετησίως. Η αύξηση του εργατικού δυναμικού μέσα από την ανεκμετάλλευτη «δεξαμενή» του γυναικείου πληθυσμού θεωρείται προϋπόθεση για τη βελτίωση της «ανταγωνιστικότητας» τόσο της ευρωπαϊκής όσο και της ελληνικής οικονομίας. Στην παραδοχή αυτή αποτυπώνεται το γεγονός ότι η μισθωτή εργασία είναι πηγή της υπεραξίας και του κέρδους, ενώ ιδιαίτερα στην περίπτωση των γυναικών οι ανισοτιμίες και διακρίσεις γίνονται εργαλείο για την επέκταση των «ευέλικτων» εργασιακών σχέσεων και η «ισότητα» μοχλός για την προώθηση αντεργατικών ανατροπών.

«Αντικίνητρο» για τις επιχειρήσεις οι άδειες μητρότητας

Εξάλλου, το Σχέδιο δεν αφήνει περιθώρια για παρεξηγήσεις όσον αφορά τα χαρακτηριστικά της «αγοράς εργασίας» στην οποία επιδιώκει την πληρέστερη ένταξη των γυναικών και στο πλαίσιο αυτό, ανάμεσα σε πολλά άλλα, στο στόχαστρό του μπαίνουν και οι παροχές που συνδέονται με τη μητρότητα.

Στο όνομα της «διευκόλυνσης» της πληρέστερης ένταξης των γυναικών και της αντιμετώπισης των «θεσμικών ακαμψιών» που τους στερούν τις «ίσες ευκαιρίες» στην αγορά εργασίας, στην ημερήσια διάταξη μπαίνει η «αναθεώρηση» των νόμων που διέπουν τις άδειες μητρότητας (τοκετού και λοχείας, φροντίδας παιδιού, εξάμηνη άδεια προστασίας της μητρότητας). Οι άδειες μητρότητας αντιμετωπίζονται ως ...«αντικίνητρο» που εμποδίζει τις επιχειρήσεις να προσλάβουν γυναίκες. Μέσα από τον παραμορφωτικό φακό των κυβερνήσεων, των διακρατικών καπιταλιστικών ενώσεων, των επιχειρηματικών ομίλων, οι στοιχειώδεις προβλέψεις για τις εργαζόμενες μητέρες αντιμετωπίζονται σαν «κόστος» που πρέπει συνεχώς να συμπιέζεται.

Στην κατεύθυνση αυτή, προτείνεται η μεταφορά του «μισθολογικού κόστους» των αδειών από τις επιχειρήσεις στο κράτος, κάτι που ήδη ισχύει για μεγάλο μέρος των αδειών, προκειμένου «να μειωθούν τα αντικίνητρα στην πρόσληψη των γυναικών». Συστήνεται ακόμα η «ευελιξία» στη χρήση της άδειας τοκετού «χωρίς συγκεκριμένους περιορισμούς από το κράτος». Η συγκεκριμένη άδεια έχει διάρκεια 17 βδομάδων (119 μέρες), εκ των οποίων οι 8 βδομάδες (56 μέρες) χορηγούνται υποχρεωτικά πριν από την πιθανή ημερομηνία τοκετού και οι υπόλοιπες 9 βδομάδες (63 μέρες) χορηγούνται μετά τον τοκετό. Στην περίπτωση που η εργαζόμενη γεννήσει πριν από την πιθανή ημερομηνία, το υπόλοιπο της άδειας προστίθεται στις βδομάδες που χορηγούνται μετά τον τοκετό.

Η επέκταση της «ευελιξίας» στην άδεια εγκυμοσύνης και λοχείας έχει ήδη τεθεί στη δημόσια συζήτηση από στελέχη της κυβέρνησης που προτείνουν τη θεσμοθέτηση της «δυνατότητας» να «επιλέγουν» οι ίδιες οι μητέρες το χρόνο κατά τον οποίο θα λάβουν την εν λόγω άδεια. Μόνο που μια τέτοια «επιλογή» θα οδηγήσει στην προσαρμογή της άδειας στις ανάγκες της εργοδοσίας, που θα έχει το ελεύθερο να απασχολεί την εργαζόμενη μέχρι να γεννήσει ή να της ζητά να επιστρέψει στη θέση της πολύ σύντομα μετά τον τοκετό.

«Εξίσωση» των παροχών προς τα κάτω

Δίπλα στα παραπάνω προστίθεται ο στόχος της «εξίσωσης» των παροχών ώστε να εκλείψουν οι διαφορές ανάμεσα στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. «Προσφέροντας περισσότερα οφέλη, ο δημόσιος τομέας ανταγωνίζεται αθέμιτα τον ιδιωτικό και ουσιαστικά χρησιμοποιεί χρήματα των φορολογουμένων για να στερήσει από τον ιδιωτικό τομέα ανθρώπινους πόρους», αναφέρει η Επιτροπή και ετοιμάζεται να στήσει στο απόσπασμα τις άδειες και το μειωμένο ωράριο για τις εργαζόμενες μητέρες στο Δημόσιο ως πολύ «γενναιόδωρες» παροχές.

Την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση και η Επιτροπή διαβουλεύονται για την εισαγωγή της «ευελιξίας» στην άδεια μητρότητας και το πετσόκομμα των «γενναιόδωρων» παροχών, χιλιάδες εργαζόμενες στερούνται κάθε μέτρο προστασίας της μητρότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ισχύουσα άδεια των 17 βδομάδων χορηγείται με την προϋπόθεση της συμπλήρωσης τουλάχιστον 200 ημερών ασφάλισης κατά τα δύο τελευταία χρόνια πριν από την πιθανή ημερομηνία τοκετού. Στις συνθήκες των υψηλών ποσοστών ανεργίας, της επέκτασης των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, της προσωρινής εργασίας, της εποχικής δουλειάς, η προϋπόθεση αυτή στερεί από μέλλουσες και νέες μητέρες την απαραίτητη αυτή άδεια. Ακόμα και στον δημόσιο τομέα, ολόκληρες κατηγορίες εργαζομένων, όπως οι αναπληρώτριες εκπαιδευτικοί, οι συμβασιούχες υγειονομικοί, οι συμβασιούχες στην Τοπική Διοίκηση, στερούνται τις άδειες μητρότητας και άλλα δικαιώματα που ισχύουν στο Δημόσιο. Ομως, η «εξίσωση» των παροχών προς τα πάνω, έτσι που καμία εργαζόμενη να μην αποκλείεται από τα μέτρα και τις ρυθμίσεις για την προστασία της μητρότητας, δεν εμπίπτει στα ενδιαφέροντα της Επιτροπής.

«Απαρέγκλιτα» δουλειά έως τα βαθιά γεράματα

Εξετάζοντας την υποεκπροσώπηση των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, το «Σχέδιο Ανάπτυξης» εστιάζει ιδιαίτερα στην ηλικιακή ομάδα από 55 έως 64 ετών. Ως ...ένοχα για τα χαμηλότερα ποσοστά γυναικείας «απασχόλησης» στις συγκεκριμένες ηλικίες καταγράφονται τα μειωμένα όρια συνταξιοδότησης που ίσχυαν για εργαζόμενες μητέρες πριν «ξηλωθούν» από τις αλλεπάλληλες επιθέσεις των κυβερνήσεων στην Κοινωνική Ασφάλιση. «Με βάση τις αλλαγές που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια, αναμένεται ότι έως το 2022, οι επιλογές πρόωρης συνταξιοδότησης θα έχουν καταργηθεί και θα ισχύει μια γενική ηλικία συνταξιοδότησης των 67 ετών (ή των 62 ετών με εισφορές 40 ετών)», σημειώνει η Επιτροπή και ξεκαθαρίζει ότι «δεν θα πρέπει να επανεισαχθούν εξαιρέσεις από αυτούς τους καθολικούς κανόνες». Η δουλειά για περισσότερα χρόνια και η συνταξιοδότηση σε μεγαλύτερη ηλικία έχουν αναδειχθεί, με άλλα λόγια, σε μοχλό για την αύξηση της γυναικείας απασχόλησης, με τις βλέψεις της ΕΕ και των κυβερνήσεων για βελτιωμένη «απασχολησιμότητα» να αποδεικνύεται πως δεν σταματούν σε κανένα όριο ηλικίας.