Τετάρτη 15 Γενάρη 2020
ΠΟΛΙΤΙΚΗ

«Ολοταχώς» για την παραπέρα στρατιωτικοποίηση της ΕΕ

«Φωτιά» οι δύο εκθέσεις του Ευρωκοινοβουλίου για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας

Την παραπέρα στρατιωτικοποίηση της ΕΕ αξιώνουν οι δύο εκθέσεις - «φωτιά» που συζητήθηκαν χτες και ψηφίζονται σήμερα στο Ευρωκοινοβούλιο για την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Αμυνας και Ασφάλειας (ΚΠΑΑ) της ιμπεριαλιστικής ένωσης.

Σε αδρές γραμμές, εισηγούνται τη δημιουργία νέων δομών και μηχανισμών - ακόμα και μετατροπή της Κομισιόν σε μια «γεωπολιτική Επιτροπή» με στόχο τη δημιουργία «αξιόπιστου φορέα εξωτερικής πολιτικής» της ιμπεριαλιστικής ένωσης -, γενναία αύξηση των κονδυλίων μέσω και της λειτουργίας Ευρωπαϊκού Ταμείου Αμυνας, ενίσχυση της έρευνας για την ανάπτυξη στρατιωτικής τεχνολογίας αλλά και αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης, της ρομποτικής κ.ά. για στρατιωτικούς σκοπούς, προώθηση της στρατιωτικοποίησης του Διαστήματος, στρατιωτική κινητικότητα, ενίσχυση της συνεργασίας με το ΝΑΤΟ αλλά και της δυνατότητας αυτόνομης στρατιωτικής δράσης της ΕΕ όπου το απαιτήσουν τα συμφέροντα των μονοπωλίων της.

Με την επίκληση των συνθηκών «αστάθειας και μη προβλεψιμότητας στα σύνορα της Ενωσης» οι δύο εκθέσεις παροτρύνουν για τη λήψη μέτρων που θα καταστήσουν την ιμπεριαλιστική ένωση ετοιμοπόλεμη και με δυνατότητα ανάληψης άμεσης δράσης τόσο στην Ανατολική Ευρώπη, με ανοιχτές αναφορές στη Ρωσία, όσο και στα Βαλκάνια, στην Αφρική, στη Μέση Ανατολή, στην Ασία, αλλά και στην Αρκτική, της οποίας επισημαίνουν την αυξανόμενη γεωπολιτική σημασία. Κι αυτό, όπως αναφέρουν - παραπέμποντας στην παραπέρα όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών - καθώς «ορισμένοι παγκόσμιοι παράγοντες (ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία) αλλά και ένας αυξανόμενος αριθμός περιφερειακών παραγόντων (Τουρκία, Ιράν, Σαουδική Αραβία κ.λπ.) επιδιώκουν την προβολή ισχύος μέσα από ένα συνδυασμό μονομερών διπλωματικών κινήσεων, αλλαγών στις συμμαχίες, αποσταθεροποιητικών δραστηριοτήτων υβριδικού κυρίως χαρακτήρα και αυξανόμενης στρατιωτικής ικανότητας».

«Στρατηγική αυτονομία» για τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών μονοπωλίων

Οι εκθέσεις καταγράφουν ανησυχία για την καθυστέρηση αντίδρασης της ΕΕ και προσαρμογής της - πολιτικά, διπλωματικά και στρατιωτικά - στις νέες κρίσεις, υποστηρίζοντας ότι οι ανεπαρκείς επενδύσεις στην άμυνα, η απουσία αμυντικών ικανοτήτων και η έλλειψη διαλειτουργικότητας εμποδίζουν την ΕΕ να διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο.

Ως επιπλέον ανασταλτικό παράγοντα καταγράφουν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων με ομοφωνία, υπονοώντας τις δυσκολίες που προκύπτουν λόγω των μεγάλων αντιθέσεων στο εσωτερικό της ιμπεριαλιστικής ένωσης, και αξιώνοντας γι' αυτό την εισαγωγή της ειδικής πλειοψηφίας στο πεδίο της κοινής πολιτικής για την ασφάλεια και άμυνα αλλά και τη δημιουργία ειδικών συμμαχιών μεταξύ των κρατών - μελών για τη «βελτίωση της ικανότητας αντίδρασης της εξωτερικής δράσης της Ενωσης, μειώνοντας την πίεση την οποία δημιουργεί η ανάγκη συναίνεσης μεταξύ των κρατών - μελών».

Ξεκαθαρίζουν ότι η «στρατηγική αυτονομία» της ΕΕ δεν αμφισβητεί το ΝΑΤΟ, αντιθέτως το ενισχύει, ενώ αναγνωρίζουν «τη σημασία των στρατευμάτων του ΝΑΤΟ στην προσπάθεια αποτροπής της περαιτέρω ρωσικής επιθετικότητας και παροχής κρίσιμης υποστήριξης σε περίπτωση σύγκρουσης».

Η «ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία», σύμφωνα με τις εκθέσεις, απλώνεται επί της ουσίας σε όλους τους τομείς αφού «...περιλαμβάνει αξιόπιστες στρατιωτικές δυνάμεις, βιομηχανική ικανότητα παραγωγής των απαραίτητων εξοπλισμών για τις δυνάμεις της και πολιτική ικανότητα να λαμβάνει αποφάσεις όταν το απαιτούν οι περιστάσεις (...) Η ενεργειακή ασφάλεια είναι ένα σημαντικό στοιχείο για την επίτευξη στρατηγικής αυτονομίας». Ενώ, όπως ξεκαθαρίζεται, «η ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία θα πρέπει να περιλαμβάνει την ικανότητα ανάπτυξης στρατιωτικών δυνάμεων στην περιφέρεια της ΕΕ»!

Επιπλέον, κατά τις εκθέσεις, η «ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία» «θεμελιώνεται στην ικανότητα της Ενωσης να ενεργεί μόνη της όταν διακυβεύονται τα συμφέροντά της» και για να ενισχυθεί θα πρέπει μεταξύ άλλων τα κράτη - μέλη να «αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες τους και να επιδιώξουν ως στόχο ένα 2% του ΑΕΠ», αλλά και να προτιμούν την «αγορά ευρωπαϊκού υλικού».

Οι εκθέσεις υποστηρίζουν ότι η ΕΕ διαθέτει «σημαντικούς ανθρώπινους, οικονομικούς, τεχνικούς και στρατιωτικούς πόρους, οι οποίοι της προσφέρουν μια μοναδική ικανότητα να διεξάγει στρατιωτικές και μη στρατιωτικές επιχειρήσεις και να αντιδρά άμεσα και προληπτικά στις μελλοντικές προκλήσεις στον τομέα της ασφάλειας». Καταγράφουν άλλωστε πως σήμερα η ΕΕ είναι παρούσα σε τρεις ηπείρους, όπου αναπτύσσονται δεκαέξι στρατιωτικές ή μη στρατιωτικές αποστολές (δέκα μη στρατιωτικές και έξι στρατιωτικές, εκ των οποίων τρεις εκτελεστικές και τρεις μη εκτελεστικές), για τις οποίες τα κράτη - μέλη προτρέπονται να αυξήσουν τη συνεισφορά τους σε ανθρώπινο δυναμικό!

Προτρέπονται ακόμα σε διοργάνωση κοινών ασκήσεων των Ενόπλων Δυνάμεών τους, παράλληλα και σε συντονισμό με τις ασκήσεις ΕΕ - ΝΑΤΟ, ώστε «να προαχθεί η οργανωτική, διαδικαστική και τεχνική διαλειτουργικότητα και η στρατιωτική κινητικότητα, με σκοπό τη μέγιστη προπαρασκευή ενόψει αποστολών».

Και οι δύο εκθέσεις απαιτούν να δοθεί ενισχυμένος εποπτικός και ελεγκτικός ρόλος στο Ευρωκοινοβούλιο σε ό,τι αφορά την υλοποίηση της εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής άμυνας, καθώς αυτό με την πάροδο των χρόνων «έχει αναπτύξει μια σειρά μέσων και δικτύων στον τομέα της εξωτερικής δράσης, όπως οι μεικτές κοινοβουλευτικές επιτροπές και οι επιτροπές κοινοβουλευτικής συνεργασίας με τρίτες χώρες, καθώς και το έργο των διακοινοβουλευτικών αντιπροσωπειών, των αντιπροσωπειών ad hoc και των αποστολών παρατήρησης εκλογών, τα οποία είναι διαφορετικά από τα αντίστοιχα της εκτελεστικής εξουσίας της ΕΕ αλλά και συμπληρωματικά προς αυτά».

Χρήμα και δομές για ενίσχυση της στρατιωτικοποίησης

Παράλληλα, τάσσονται αναφανδόν υπέρ της πρότασης του ύπατου εκπροσώπου περί δημιουργίας του λεγόμενου «Ευρωπαϊκού μηχανισμού για την ειρήνη», που «θα χρηματοδοτεί εν μέρει το κόστος των αμυντικών δραστηριοτήτων της ΕΕ και κυρίως τις κοινές δαπάνες των στρατιωτικών επιχειρήσεων της ΚΠΑΑ και τις σχετιζόμενες με την οικοδόμηση των στρατιωτικών δυνατοτήτων των εταίρων». Μάλιστα, για τον σκοπό αυτόν εισηγούνται «να καταστούν λιγότερο αυστηροί οι δημοσιονομικοί κανόνες της Ενωσης, ώστε να βελτιωθεί η ικανότητα απόκρισης της Ενωσης στις κρίσεις».

Επιπλέον, σημειώνουν «με ικανοποίηση την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής περί δημιουργίας μιας γραμμής του προϋπολογισμού ύψους 13 δισεκατομμυρίων ευρώ για την αμυντική συνεργασία στο επόμενο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΠΔΠ), με σκοπό τη στήριξη της συνεργατικής έρευνας και ανάπτυξης ικανοτήτων στον τομέα της άμυνας», αλλά και για «σύσταση Ευρωπαϊκού Ταμείου Αμυνας (EDF) που θα συντονίζει, θα συμπληρώνει και θα μεγεθύνει τις εθνικές επενδύσεις στον τομέα της άμυνας, θα προωθεί τη συνεργασία μεταξύ κρατών - μελών για την ανάπτυξη υπερσύγχρονων και διαλειτουργικών αμυντικών τεχνολογιών και εξοπλισμών και θα στηρίξει μια καινοτόμο και ανταγωνιστική αμυντική βιομηχανία σε ολόκληρη την Ενωση, με συμμετοχή και των διασυνοριακών μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων».

Ομοίως επικροτούν «την πρόταση της Επιτροπής να συνδυαστούν τα περισσότερα από τα υφιστάμενα μέσα εξωτερικής δράσης σε ένα ενιαίο μέσο, τον Μηχανισμό Γειτονίας, Ανάπτυξης και Διεθνούς Συνεργασίας» αφού «η συγκέντρωση των μέσων εξωτερικής δράσης σε ένα ενιαίο ταμείο μπορεί να οδηγήσει σε συνέργειες, αποτελεσματικότητα και ταχύτητα στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και στην εκταμίευση κονδυλίων».

Οι εκθέσεις χαιρετίζουν ακόμα «την αποτελεσματική εφαρμογή» της «μόνιμης διαρθρωμένης συνεργασίας (PESCO) ως σημαντικό βήμα προς μια στενότερη συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας μεταξύ των κρατών - μελών», υπογραμμίζουν «τη σημασία της στρατιωτικής κινητικότητας» και της δυνατότητας μετακίνησης στρατευμάτων «ελεύθερα και γρήγορα, μέσω του εδάφους των άλλων κρατών - μελών αλλά και εκτός ΕΕ», υποστηρίζοντας ότι «η στρατιωτική κινητικότητα αποτελεί στρατηγικό μέσο για να μπορέσει η ΕΕ να προασπίσει τα συμφέροντά της στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας αποτελεσματικά και συμπληρωματικά προς άλλους οργανισμούς όπως το ΝΑΤΟ».

Αναφορά κάνουν στη «στρατηγική διάσταση του διαστημικού τομέα για την Ευρώπη» ενθαρρύνοντας «μια φιλόδοξη διαστημική πολιτική», η οποία «μπορεί να συμβάλει αποτελεσματικά στην ενίσχυση της ΚΠΑΑ». Στο πλαίσιο αυτό επικροτούν την ανακοίνωση για τη δημιουργία Γενικής Διεύθυνσης Αμυντικής και Διαστημικής Βιομηχανίας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία «θα διαθέτει αρμοδιότητα να υποστηρίζει, να συντονίζει και να συμπληρώνει τις δράσεις των κρατών - μελών στον τομέα της ευρωπαϊκής άμυνας, συμβάλλοντας έτσι στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας».

Τέλος, συστήνουν «μια Λευκή Βίβλο της ΕΕ για την ασφάλεια και την άμυνα», καθώς αυτή «θα αποτελούσε ουσιώδες στρατηγικό εργαλείο για την ενίσχυση της διακυβέρνησης στον τομέα της αμυντικής πολιτικής της ΕΕ και, στο πλαίσιο της σταδιακής διαμόρφωσης της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Ενωσης, θα μπορούσε να προβλέπει έναν στρατηγικό μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και να επιτρέπει τον σταδιακό συγχρονισμό των κύκλων άμυνας σε όλα τα κράτη - μέλη».