Σάββατο 16 Νοέμβρη 2019 - Κυριακή 17 Νοέμβρη 2019
ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Γιορτάζοντας το ιστορικό πισωγύρισμα...

Ευκαιρία για αντικομμουνιστικό ξέσπασμα αποτελεί η επέτειος για τα 30 χρόνια από την πτώση του τείχους του Βερολίνου και την καπιταλιστική παλινόρθωση στην Ανατολική Γερμανία.

Σήμερα βεβαίως οι πανηγυρισμοί τους δεν μπορούν να κρύψουν την πραγματικότητα που βιώνουν οι εργαζόμενοι και οι λαοί σε όλη την Ευρώπη στον καπιταλιστικό κόσμο. Αξιοποιώντας τις αντεπαναστατικές συνθήκες, την υποχώρηση του κομμουνιστικού κινήματος, προσπαθούν να επιβάλουν μια νέα εκδοχή του «τέλους της Ιστορίας», μια νέα ιστορική διαστρέβλωση. Αυτή η εκδοχή δεν έχει μεγάλες υποσχέσεις για το μέλλον, είναι όπως λένε «ρεαλιστική». Αυτή η εκδοχή λέει λίγο - πολύ: «Αυτή είναι η πραγματικότητα, σας αρέσει δεν σας αρέσει δεν υπάρχει τίποτα άλλο, σε αυτή πρέπει να προσαρμοστούμε, να μπαλώσουμε ό,τι μπαλώνεται», όλα τα άλλα είναι «ουτοπίες και ολοκληρωτισμός», είναι - λένε - το «τίμημα» της «δημοκρατίας» και της «ελευθερίας». Η λαϊκή ευημερία ταυτίζεται με την καπιταλιστική ανάπτυξη, παρόλο που η δεύτερη προϋποθέτει την ένταση της εκμετάλλευσης, προϋποθέτει περιορισμένα εργατικά δικαιώματα. Τα επιδόματα, τα ψίχουλα, τα μέτρα διαχείρισης της φτώχειας βαφτίζονται «κοινωνική πολιτική», «φροντίδα για τους αδύναμους». Η ευθύνη για την οικονομική κρίση που είναι στη φύση του καπιταλιστικού συστήματος αποδίδεται στην κακοδιαχείριση, στις σπατάλες και τα βαρίδια του παρελθόντος (στα οποία συγκαταλέγονται εργατικά δικαιώματα και κατακτήσεις) που εμποδίζουν την ανάπτυξη. Η συμμετοχή σε ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς βαφτίζεται υπεράσπιση «εθνικών συμφερόντων», της «ειρήνης και της ασφάλειας».

Βέβαια, στην πραγματικότητα αυτοαναιρούνται, γιατί αν όντως δεν υπάρχει «τίποτα άλλο», τότε γιατί πασχίζουν 30 χρόνια μετά να συκοφαντήσουν, να ρίξουν δηλητήριο στις νέες ιδιαίτερα γενιές για τα σοσιαλιστικά κράτη του 20ού αιώνα; Γιατί προσπαθούν να ξορκίσουν το «κακό»; Πολύ απλά γιατί όλες οι αντιφάσεις, οι αντιθέσεις της σημερινής πραγματικότητας του καπιταλισμού αποτελούν ακόμα μεγαλύτερη απόδειξη - σε σχέση και με το 1917 αλλά και με το 1945 - για το πόσο ιστορικά ξεπερασμένο είναι αυτό το κοινωνικοοικονομικό σύστημα, πόσο αναγκαία είναι η οικοδόμηση μιας νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Ανεξάρτητα, βέβαια, αν αυτό σήμερα δεν υιοθετείται από τη λαϊκή πλειοψηφία.

Καλύτερος ο Ορμπαν από τον Κάνταρ!

«Ακόμα και η Ουγγαρία του Ορμπαν ή η Πολωνία του PIS δεν έχουν καμιά σχέση με την Ουγγαρία του Κάνταρ ή με την Πολωνία του "Υπαρκτού Σοσιαλισμού"», έγραψε για παράδειγμα μεγαλοδημοσιογράφος στα «Νέα», γνωστός για την ευαισθησία του γύρω από τη «δημοκρατία», την «ελευθερία» και την «προσέλκυση επενδύσεων». Με κάθε ειλικρίνεια, ο αρθρογράφος δηλώνει ότι προτιμά ακροδεξιές, αντιδραστικές κυβερνήσεις στην ΕΕ από αυτές της σοσιαλιστικής εξουσίας.

Στο ίδιο άρθρο μάλιστα ξεκαθαρίζει ότι η «δημοκρατία» και η «ελευθερία», όπως βαφτίζει τη σημερινή βαρβαρότητα, «καθίστανται πλέον τελικό κι αδιαμφισβήτητο παράδειγμα». Και πως σήμερα «ό,τι εκλαμβάνεται ως αμφισβήτηση ή ως ατέλεια της δημοκρατίας, εγγράφεται ή αναφέρεται εκ των πραγμάτων στο πεδίο της».

Δηλαδή; Στέλνουν το μήνυμα στους εργαζόμενους ότι όσο και να υποφέρουν, όσο και να δυσαρεστούνται, το μόνο που έχουν να κάνουν είναι να ψάχνουν μπαλώματα και φτιασιδώματα στο καπιταλιστικό σύστημα και σε καμιά περίπτωση να μην αναζητήσουν διέξοδο στην πάλη για την ανατροπή του. Αξιοποιώντας την ιστορική διαστρέβλωση με το βλέμμα στραμμένο στο σήμερα και το αύριο της ταξικής πάλης. Μια αντίληψη, απαραίτητη προϋπόθεση για να ξεδιπλώνεται χωρίς αντιστάσεις η εφ' όλης της ύλης επίθεση στα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα.

Τα αστικά επιτελεία γνωρίζουν πολύ καλά ότι οι αντιφάσεις που μαστίζουν το σύστημά τους δεν τιθασεύονται εύκολα, ανησυχούν για την αστάθεια της καπιταλιστικής οικονομίας, τις δυσκολίες ανάκαμψης, την προοπτική εκδήλωσης νέας κρίσης, την όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Ξέρουν ότι σε αυτές τις αντιφάσεις μπορεί να δημιουργηθούν ρωγμές, ξέρουν ότι δεν έχουν ξεμπερδέψει με το σοσιαλισμό ούτε ως ανάμνηση ούτε ως προοπτική, ξέρουν ότι παρ' όλη την κρίση του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, δεν έχουν ξεμπερδέψει με τα Κομμουνιστικά Κόμματα. Η επίθεσή τους έχει προληπτικό χαρακτήρα, να εμποδίσουν με κάθε τρόπο τη δυνατότητα οι εργαζόμενοι να συνειδητοποιήσουν την αναγκαιότητα της σοσιαλιστικής κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης και πολύ περισσότερο να πιστέψουν ότι με τη δικιά τους δύναμη μπορούν να την πετύχουν. Γι' αυτό και ο παραπάνω αρθρογράφος επισημαίνει ότι η όποια «αμφισβήτηση» πρέπει να μένει μακριά από «την κατάλυση της δημοκρατικής πολιτείας (λέγε με καπιταλισμό)» «όπως έκαναν τα ολοκληρωτικά κινήματα του μεσοπολέμου» (!). Η προσπάθεια όμως, για άλλη μια φορά, να ταυτίσει φασισμό και κομμουνισμό, κάτω από τον τίτλο των «ολοκληρωτισμών», αποτυγχάνει όχι μόνο γιατί είναι ανιστόρητη, αλλά και γιατί ο ίδιος εκφράζοντας βαθύτερες σκέψεις της αστικής τάξης έχει ήδη κάνει μια μεγάλη αποκάλυψη και ομολογία! Οτι η ακροδεξιά, ο φασισμός, ο εθνικισμός είναι παιδιά της «δημοκρατίας» τους, δηλαδή του συστήματός τους, γι' αυτό άλλωστε προτιμά τον Ορμπαν από τον Κάνταρ...

Νεροκουβαλητές

Βέβαια, σε αυτήν τους την προσπάθεια συμβολή έχει ο παλιάς και νέας κοπής οπορτουνισμός και βέβαια η σοσιαλδημοκρατία. Που είναι άλλωστε και οι βασικοί, οι τυπικοί εκφραστές της θέσης ότι το σύστημα το σημερινό μπορεί να μερεμετιστεί φιλολαϊκά, να εξανθρωπιστεί. Γι' αυτούς οι έννοιες δημοκρατία, ελευθερία, δικαιώματα έχουν «οικουμενικό» - όπως λένε - χαρακτήρα και όχι ταξικό. Στην πραγματικότητα, υιοθετούν το περιεχόμενο το οποίο δίνει σε αυτές τις έννοιες η αστική τάξη. Ετσι, δεν διστάζουν κι αυτοί έστω και με σκεπτικισμό και προβληματισμό να «γιορτάζουν» την «πτώση του τείχους», ζητώντας όμως σήμερα πιο «ανθρώπινο, πιο δίκαιο» καπιταλισμό. Στη χειρότερη και πιο επικίνδυνη εκδοχή της, αυτή η άποψη συνεχίζει να υποστηρίζει ότι μπορεί σήμερα το σύστημα αυτό να μετασχηματιστεί σε κάτι άλλο αν στην κυβέρνηση βρίσκονται οι «δυνάμεις της Αριστεράς»...

Υπάρχει βέβαια και μια ακόμα εκδοχή. Αυτών που στο όνομα του «κομμουνισμού» πετάνε το μωρό μαζί με τα νερά... Απορρίπτουν συλλήβδην τη σοσιαλιστική οικοδόμηση του 20ού αιώνα και βέβαια δεν βλέπουν καμιά αντεπανάσταση, πολύ απλά επειδή για αυτούς η επανάσταση χάθηκε ήδη από τις αρχές, ήδη από τη δεκαετία του 1920. Και έτσι απλά ξεμπερδεύουν και έχουν ήσυχη τη συνείδησή τους.

***

Το ιστορικό πισωγύρισμα δεν μπορεί να το γιορτάζουν οι λαοί. Πρέπει να βγάζουν συμπεράσματα, να μελετάνε τα λάθη και τις αδυναμίες, για να πάρουν δυνάμεις, για να μπορούν πιο ικανοί, πιο αποτελεσματικά να παλέψουν για τις σοσιαλιστικές επαναστάσεις του μέλλοντος, για τις κοινωνικές ανατροπές που σίγουρα θα έρθουν. Σε αυτήν την κατεύθυνση δίνει τις δυνάμεις του το ΚΚΕ.