ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ «ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΜΟΝΑΔΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΠΛΟΙΩΝ»
Προστατεύει τα συμφέροντα του κεφαλαίου και όχι των ναυτεργατών και των επιβατών
Τρίτη 2 Δεκέμβρη 2025

INTIME NEWS

Μία μέρα αφότου η κυβερνητική πλειοψηφία ψήφισε στη Βουλή τη μετατροπή του λιμανιού της Ελευσίνας σε ναρκοπέδιο για τον λαό και τα συμφέροντά του, παραδίδοντάς το για μια ευρεία γκάμα χρήσεων στους Αμερικανούς, έφερε την Παρασκευή στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής νομοσχέδιο για τη μετονομασία της καταργημένης Δημόσιας Αρχής Λιμένων σε «Εποπτική Μονάδα Ασφάλειας Λιμένων και Πλοίων» και την ακόμα πιο αποτελεσματική λειτουργία των λιμανιών με όρους «απελευθέρωσης» της αγοράς και ιδιωτικοποίησης με κριτήριο το κέρδος των λίγων.

Κατά τον εισηγητή της πλειοψηφίας Φ. Φόρτωμα, το νομοσχέδιο υπηρετεί την ανάγκη ενίσχυσης και της ασφάλειας των μεταφορών και των λιμενικών εγκαταστάσεων. Αυτά όταν τα μεγάλα λιμάνια της χώρας έχουν παραδοθεί σε επιχειρηματικούς ομίλους, οι Οργανισμοί Λιμένων έγιναν ΑΕ και τα έσοδα από την εκμετάλλευσή τους ενισχύουν την κερδοφορία των ομίλων αυτών, μεγάλα εμπορικά λιμάνια αναβαθμίστηκαν με κρατική επιχορήγηση και στη συνέχεια ιδιωτικοποιήθηκαν μέσα σε μια νύχτα, ΝΑΤΟικά λιμάνια «εκσυγχρονίζονται» και την ίδια ώρα, μικρότερα και λιγότερο «εμπορικά» λιμάνια, κυρίως σε μικρά νησιά, παραμένουν σε τραγική και επικίνδυνη κατάσταση με εκτεταμένες ρωγμές, καθιζήσεις και σπασμένα τμήματα στις προβλήτες, τρύπες και κενά στο οδόστρωμα, χωρίς σημάνσεις ή περιφράξεις, διάβρωση και αποκάλυψη σιδηροδοκών, που φανερώνουν χρόνια έλλειψη συντήρησης, καταρρεύσεις τμημάτων του μπετόν, ζημιές στα σημεία πρόσδεσης πλοίων, στις δέστρες, που εγκυμονούν άμεσο κίνδυνο για επιβάτες, εργαζόμενους και πληρώματα.

Η εικόνα αυτή συμπληρώνεται από την κακή ακτοπλοϊκή σύνδεση των νησιών, τα πανάκριβα εισιτήρια, αλλά και τις δυσμενείς συνθήκες εργασίας των ναυτεργατών στα ακτοπλοϊκά πλοία, που πολλαπλασιάζουν και διογκώνουν τα προβλήματα ασφάλειας.

Είναι αυτή η πραγματικότητα που διαψεύδει τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς και επιβεβαιώνει όσα η βουλευτής του ΚΚΕ Μαρία Κομνηνάκα κατήγγειλε μιλώντας στην Επιτροπή. Τόνισε μεταξύ άλλων πως «παραμένει η λειτουργία των λιμανιών με όρους απελευθέρωσης της αγοράς και ιδιωτικοποίησης, που είναι και αυτοί που καθορίζουν στην πραγματικότητα και τις συνθήκες ασφάλειας ή ανασφάλειας στα λιμάνια - σε συνδυασμό με την εντατικοποίηση των συνθηκών εργασίας. Αφού κριτήριο είναι το κέρδος. Δεν κρύβετε εξάλλου ότι προτεραιότητά σας είναι οι επενδυτικοί στόχοι».

Αναφέρθηκε στην παράδοση των μεγάλων λιμανιών της χώρας σε επιχειρηματικούς ομίλους και σημείωσε πως στο πλαίσιο αυτό περιλαμβάνονται και οι συμφωνίες για τη μετατροπή της χώρας σε ενεργειακό κόμβο, που συνιστά επικίνδυνη και αρνητική εξέλιξη, αφού στην πραγματικότητα τα μετατρέπουν σε πολεμικές βάσεις, τα βάζουν στο επίκεντρο των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και συγκρούσεων, τα κάνουν στόχους αντιποίνων, χωρίς να εξασφαλίζουν στο ελάχιστο την ασφάλεια των πλοίων που τα προσεγγίζουν, των ναυτεργατών και των επιβατών, όπως και την ασφάλεια των εργαζομένων σ' αυτά (λιμενεργάτες, ναυτεργάτες σε επισκευή πλοίων, εργαζόμενους σε ναυπηγικές εργασίες κ.ά.).

Η Μαρία Κομνηνάκα αναφέρθηκε διεξοδικά: Στην κατάσταση των λιμανιών της χώρας που «αποτελούν πραγματική παγίδα ατυχημάτων, για πεζούς, οχήματα, επιβάτες, ακόμα και για τα πλοία», με υποδομές του 1980. Στον αποκλεισμό των νησιών τους χειμερινούς μήνες λόγων της ασυδοσίας των εφοπλιστών, αλλά και γιατί δεν είναι εφικτή η ασφαλής προσέγγιση και η πρόσδεση των πλοίων π.χ. Αη Στράτης. Στις κακές συνθήκες εργασίας των ναυτεργατών και στις καταγγελίες των σωματείων τους, ΠΕΜΕΝ και «ΣΤΕΦΕΝΣΩΝ».

Και κατέληξε υπογραμμίζοντας: «Συμπερασματικά, οι οποιεσδήποτε ενέργειες γίνονται και αφορούν τα λιμάνια της χώρας, έχουν μοναδική στόχευση την κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων που τα εκμεταλλεύονται. Η οποιαδήποτε παρέμβαση σχεδιάζεται σύμφωνα με τα συμφέροντα που θέλει να εξυπηρετήσει. Κριτήριο είναι κι εδώ τα συμφέροντα του κεφαλαίου και όχι μέτρα για την προστασία της ζωής των ναυτεργατών, των επιβατών και του λαού, όπως και συνολικά τις λαϊκές ανάγκες, που παραμένουν στα αζήτητα».