Κυριακή 28 Οχτώβρη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Η αξεδιάλυτη παρεξήγηση

Γρηγοριάδης Κώστας

Σούρνοντας ανόρεχτα το σακί με τα φασόλια ο Θύμιος ξανάρχισε τη μουρμούρα:

- Γαβρίλη, τούτος λοιπόν ήταν ο δρόμος που ονειρευτήκαμε όταν παλεύαμε στην κατοχή για τη λευτεριά και τη λαοκρατία.

- Μωρέ Θύμιο, πάλι τα ίδια. Τούτη την εντολή πήραμε από το κόμμα κι έτσι πράξαμε. Τώρα αν τα πράγματα πήραν στραβό δρόμο, τι θες να κάνουμε;

- Ετσι είναι, όπως τα λες Γαβρίλη, μα εμένα όσο η σκέψη μου αναγυρνάει στους συναγωνιστές μας αρματωμένους ξανά στο ΔΣΕ κι εμάς εδώ, φαρμακώνουμαι, δεν το αντέχω.

- Αστα, σου λέω Θύμιο, τέτοια λογοπιάσματα αποκαρδιώνουν και ξεφουρτουνιάζουν την ψυχή... μόνο κοίτα αλλού να στρέψουμε το νους μας, του απάντησε ο Γαβρίλης και τον λοξοκοίταξε με νόημα.

Από τη μέρα που οι δυο φαντάροι ξάνοιξαν τις καρδιές τους και μπιστεύτηκαν ο ένας τον άλλο, τούτη η κουβέντα τους είχε γίνει συνήθειο και ξέδιναν. Είχαν κάνει τη γνωριμιά τους σε τούτο το λόχο του μοναρχοφασιστικού στρατού που τους ρίξανε και τους δυο σαν «σιτιστές». Αρχή - αρχή, ήσαν κρατημένοι στις κουβέντες τους. Μιλούσαν μόνο για την αποθήκη και τα τρόφιμα του λόχου. Πώς ήταν μπορετό να ξανοιχτείς με κάποιον που δεν τον ήξερες. Κείνο το αναποδογύρισμα που έγινε ύστερα από τη Βάρκιζα είχε σφαλίσει το στόμα των αγωνιστών του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ. Για κείνο και δυσκόλευε, τώρα, να ξανοιχτούν στην κουβέντα οι δυο φαντάροι. Μα οι καρδιές, που κρυφομιλάνε πιότερο από το στόμα, κάνανε τα δυο παλικάρια να ξεθαρρέψουν. Μίλησε ο ένας για τις αφημένες σπουδές του, είπε ο άλλος για το υπουργείο που δούλευε κάποτε, είπανε κι άλλα ίσαμε που μια μέρα φτάσανε να ξεφανερώσουν το λόγο που τους ξεχώρισαν και τους κάνανε «αποθηκάριους». Μα η καρδιά του ανθρώπου όσο σαρανταπληγιασμένη κι αν είναι πάντα της μένει διψασμένη γι' αγάπη. Υποταγμένη στους νόμους της φύσης που θέλουν το σύμπαντο ν' αναπαράγεται και να μην τελεύει, δείχνεται ανήμπορη ν' αντισταθεί στις καλοζυγιασμένες σαϊτιές του μικρού φτερωτού θεού Ερωτα.

Κάτι τέτοιο έγινε και με την καρδιά του Θύμιου. Ηταν ένα ανοιξιάτικο πρωινό που ένιωσε τη σαϊτιά από την μπλε σκολιαρίσια ποδιά να μπήγεται στην καρδιά του, καθώς στεκόταν ανυποψίαστος στο κατώφλι της αποθήκης. Οι γαλάζιες θάλασσες των ματιών της μαθήτριας κι ο ξανθός χείμαρρος των μαλλιών της που ξεχύνονταν στους ώμους της, ως κείνη διάβαινε με βιάση να προφτάσει το κουδούνι στο σκολειό, τον συγκόρμιασαν. Κι αμήχανα, σαν υπνωτισμένος, έσουρε το βλέμμα του ξωπίσω της ίσαμε που κείνη πήρε και χάθηκε, δρασκελίζοντας την αυλόπορτα του σκολειού. Τέτοιο αναστάτωμα δεν είχε ματανιώσει. Για ώρα έμεινε αποσβολωμένος, ασάλευτος. Στερνά, έβγαλε κι άναψε ένα τσιγάρο κι ως έβλεπε ν' ανεβαίνουν τα γκριζογάλαζα δαχτυλίδια του καπνού ο νους του γιόμιζε παράξενα ονειρέματα. Μισοσφάλισε τα μάτια κι αισθάνθηκε ν' ανεβαίνει σ' όλο του το κορμί μια ζεστασιά, λες κι έβγαινε από ένα μυστικό σμίξιμο με τη σάρκα της κοπέλας. Μυστήριο στ' αλήθεια το αντάριασμα της ψυχής και της σάρκας του αρσενικού σαν το μάτι του συναπαντηθεί με τη θωριά του θηλυκού. Μοσχομυρίσματα φέρνει στα ρουθούνια του κι αλόγιστες σκέψεις και θολούρα στο μυαλό του. Ανήμπορη στέκει η επιστήμη να μαντρώσει στη λογική της τα παράξενα καμώματα της καρδιάς του ερωτευμένου που σπρώχνουν το νου σε παράλογα ξεστρατίσματα και γαλάζια ονειροπολήματα.

- Ε! Θύμιο, τι αποχάζεψες πρωινιάτικα, έχουμε και δουλιά, του φώναξε ο Γαβρίλης.

- Α! ναι, καλά λες, μουρμούρισε ξαφνιασμένος ο Θύμιος και κίνησε να χωθεί βιαστικά στην αποθήκη.

... Από κείνη τη μέρα ο Θύμιος στηνόταν από τα χαράματα μπροστά στην αποθήκη με τη λαχτάρα να δει την κοπέλα να περνάει.

- Να 'την έρχεται, ψιθύριζε ο Θύμιος... όχι δεν είναι τούτη... Α! να αυτή είναι.

Σ' όλες τις κοπέλες που περνούσαν έβλεπε εκείνη. Η λαχτάρα να την αντικρίσει, ξεγελούσε τα μάτια του, ίσαμε που κάποια φορά την ξεχώριζε πραγματικά και ξέσουρνε στην αποθήκη. Τον έκαιγε η έγνοια αν έπρεπε να της μιλήσει κι όλο κατάστρωνε στο νου του διάφορα σχεδιάσματα. Θα είχε περάσει μήνας. Η κάψα να της μιλήσει όλο και φούντωνε πιο πολύ, ώσπου ένα μεσημέρι τον έσπρωξε να την πάρει το κατόπι. Κάποια στιγμή στο αναγύρισμα του δρόμου, κείνη του έριξε σαν αστραπή μια ματιά έκανε μια γκριμάτσα και το 'βαλε στα πόδια. Η απογοήτεψη από το φέρσιμο της κοπέλας χαραγμένη στα μάτια του πρόδινε το πλήγωμα της ψυχής του. Ετσι, που τον είδε ο φίλος του, έπεσε δίπλα του, άγγιξε ανάλαφρα τον ώμο του και βάλθηκε να τον ρωτάει απανωτά μπας κι είναι άρρωστος. Ο Θύμιος γυρόφερε τη ματιά του στα στοιβαγμένα σακιά, άναψε ένα τσιγάρο κι άρχισε ν' αραδιάζει στο Γαβρίλη κείνο που έγινε. Σ' απάντηση ο Γαβρίλης πέταξε ξεκάρφωτα την κουβέντα: ξέρεις, Θύμιο, ο πατέρας της Νίτσας είναι στο Μακρονήσι, εξόριστος. Σε τούτο το άκουσμα, ο Θύμιος, αναταράχτηκε, ρόδισαν τα μάγουλά του το βλέμμα του σπίθισε. Πέταξε αυτόματα το τσιγάρο κατάχαμα, το έλιωσε με την αρβύλα του, χαμογέλασε στο Γαβρίλη και του είπε, πως τούτο το μαντάτο άξιζε πολλά. Σ' ανάποδες στιγμές ο νους τ' ανθρώπου, ξελογιασμένος από τις πεθυμίες της καρδιάς κάνει λογιάσματα καταπώς τα θέλει εκείνη και τότες είναι που βγαίνει η λαθεμένη απόφαση: θα της γράψω, ξεφώνισε και ρίχτηκε στο γράψιμο. Σαν κάποια στιγμή τέλεψε και έκλεισε το φάκελο, λογιάστηκε φωναχτά... και πώς θα της το δώσω! Μα πριν τελειώσει την κουβέντα του, ο Γαβρίλης τον πρόφτασε: γι' αυτό μη χολοσκάς... θα μας βοηθήσει η κυρά-Μαριώ, που μας πλένει τα ρούχα. Στράγγισε ο νους του Θύμιου να συλλογάται όλη νύχτα. Μάτι δεν έκλεισε και σαν ήρθε το χάραμα πετάχτηκε ολόρθος κι έδωσε το γράμμα στο φίλο του. Κατά το γιόμα ο Γαβρίλης κίνησε για το σπίτι της κυρά - Μαριώς, και με την πρόφαση ότι της έφερνε κάτι εσώρουχα για πλύσιμο, της έδωκε και το γράμμα. Η λαχτάρα να μάθει τι απόγινε κατακρατούσε το Θύμιο σε αγωνία. Και τον έτρωγε η ανυπομονησία, βιαζόταν να πάρει μια απάντηση.

Τέτοια είναι τα καμώματα του ανθρώπου σαν η καρδιά αναμερίζει το λογικό και κάνει κείνη κουμάντο.

Σαν γύρισε ο Γαβρίλης, κι είδε το φίλο του να τυραννιέται, τον έσουρε με τρόπο στο αντικρινό καφενεδάκι και για να κυλάει η ώρα ξεκίνησε μια ιστορία από τον καιρό της κατοχής, ίσαμε να 'ρθει η κυρά-Μαριώ να φέρει την απάντηση. Ο Θύμιος έκανε πως άκουγε με προσοχή την ιστορία μα ο νους του κλωθογύριζε αλλού. Κάποια στιγμή φάνηκε η κυρά-Μαριώ, σίμωσε στο τραπεζάκι κι απόθεσε το γράμμα δίχως να βγάλει μιλιά και με βιάση ξεμάκρυνε.

- Στάσου κυρά-Μαριώ την πρόφτασε ο Γαβρίλης, δε θα μας πεις τι έγινε;.

Κείνη κοντοστάθηκε, κατέβασε το κεφάλι και ψιθύρισε: - ξέρεις γιόκα-μου, το βλογημένο δεν έστρεξε να πάρει το γράμμα... γιατί δε θέλει κουβέντες με φασίστες.

Στ' άκουσμα, ο Θύμιος, ένιωσε το αίμα ν' ανεβαίνει στο κεφάλι, και τα μηλίγγια του να σφυροκοπούν και ξεψυχισμένα ψιθύρισε με φωνή γιομάτη πίκρα και παράπονο: Ακούς φασίστες! Μπράβο της, είδες θάρρος αποκρίθηκε ο Γαβρίλης... είδες με τέτοια τρομοκρατία και τον πατέρα της εξορία.

- Δίκιο έχεις Γαβρίλη είπε ο Θύμιος, μα δεν είναι άδικο, πρέπει να της εξηγήσουμε ποιοι είμαστε... να της δείξω και τα σημάδια από τα βασανιστήρια που μου κάναν οι ασφαλίτες στην Κατοχή κι ίσως αλλάξει γνώμη.

-Αυτό δε γίνεται είπε ο Γαβρίλης, κι άσε που δε θα σε πιστέψει.

- Μωρέ ας μ' άφηνε να της μιλήσω και θα 'βλεπες αν με πίστευε...

Από κείνη τη μέρα ο Θύμιος ξημεροβραδιαζόταν στην πόρτα της αποθήκης κι αναμετρούσε τα θάρρητά του να πλησιάσει τη Νίτσα, να της εξηγήσει πως ήταν άδικη η κατηγόρια της.

Κι οι μέρες κυλούσαν ανενεργές, γιομάτες πίκρα κι απογοήτεψη για τούτο το άδικο, ίσαμε που ένα βράδυ σαν είχαν έρθει τα χαρτιά απ' την Ασφάλεια με το χαρακτηρισμό «επικίνδυνος κομμουνιστής» οι ΕΣΑτζήδες τους μάζωξαν κρυφά και τους ξαποστείλανε στη Μακρόνησο.

Τι κρίμα, σκέφτηκαν, τώρα πια εκείνη δε θα μάθαινε ποτέ την αλήθεια!... Κι έτσι η παρεξήγηση απόμεινε αξεδιάλυτη για πάντα.


Του
Σταύρου ΚΑΛΦΙΩΤΗ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ