Σάββατο 30 Ιούνη 2018 - Κυριακή 1 Ιούλη 2018
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 14
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - ΚΑΤΩΤΑΤΟΣ ΜΙΣΘΟΣ
Η πραγματικότητα πίσω από την κυβερνητική προπαγάνδα

Επιχειρώντας να καλλιεργήσει την αυταπάτη ότι η περιβόητη «έξοδος από τα μνημόνια» οδηγεί τάχα σε ανάκτηση απωλειών και δικαιωμάτων για τους εργαζόμενους, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ χρησιμοποιεί ένα ακόμα προπαγανδιστικό τρικ, κάνοντας λόγο για «επαναφορά των βασικών αρχών στις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας» και για «επιστροφή στην κανονικότητα» σε ό,τι αφορά την αγορά εργασίας.

Στην πραγματικότητα, βέβαια, ακριβώς όπως έκανε στα τριάμισι χρόνια που βρίσκεται στο τιμόνι της αστικής διακυβέρνησης, ο ΣΥΡΙΖΑ και στη «μεταμνημονιακή περίοδο» όχι μόνο θα διατηρήσει όλο τον πυρήνα των αντεργατικών νόμων που θεσπίστηκαν όλα αυτά τα χρόνια, βάζοντας μάλιστα για πρώτη φορά σε εφαρμογή ορισμένους από αυτούς, όπως ο «νόμος Βρούτση» για τον κατώτατο μισθό, αλλά θα συνεχίσει να ενισχύει το αντεργατικό νομικό οπλοστάσιο υπέρ του κεφαλαίου, ακριβώς γιατί αυτό αποτελεί «προαπαιτούμενο» για την κερδοφορία και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρηματικών ομίλων.

Κατώτατος μισθός: Με τον μνημονιακό «νόμο Βρούτση» και κριτήριο την ανταγωνιστικότητα

Κεντρικό στοιχείο στη σχετική κυβερνητική προπαγάνδα αποτελούν οι αναφορές στην «εξέταση της δυνατότητας αύξησης του κατώτατου μισθού» ή στην «ετήσια επικαιροποίησή» του, όπως σημειώνεται στην πρόσφατη απόφαση του Γιούρογκρουπ.

Αυτό που κρύβει η προπαγάνδα της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι η όποια «επικαιροποίηση» του κατώτατου μισθού, όπως αναφέρεται ρητά στην απόφαση του Γιούρογκρουπ αλλά και στο δικό της «αναπτυξιακό» σχέδιο, θα γίνεται με βάση τον μνημονιακό «νόμο Βρούτση» (ν. 4172/2013), με απόφαση του αστικού κράτους και όχι με συλλογικές διαπραγματεύσεις, ενώ ως καθοριστικό κριτήριο ορίζεται η «διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας» και της «παραγωγικότητας», η διασφάλιση δηλαδή των κερδών του κεφαλαίου.

Δηλαδή, μετά από τριάμισι χρόνια «ευλαβικής» εφαρμογής και από τη σημερινή κυβέρνηση της άθλιας Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου 6/2012, που τσάκισε μέσα σε μια μέρα τον κατώτατο μισθό κατά 22% και καθιέρωσε τον «υποκατώτατο» μισθό για τους νέους μέχρι 25 ετών, στον οποίο η μείωση έφτασε το 32% (ο κατώτατος και ο «υποκατώτατος» μισθός ορίστηκαν στα 586 και στα 511 ευρώ μεικτά αντίστοιχα), η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ όχι μόνο δεν επαναφέρει τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ, αλλά έρχεται σήμερα να διαφημίσει ως... κοσμογονία το γεγονός ότι βάζει σε εφαρμογή το νόμο της κυβέρνησης ΝΔ - ΠΑΣΟΚ για τη μόνιμη καθήλωση του κατώτατου μισθού!

Συνοπτικά, ο «νόμος Βρούτση» προβλέπει ότι ο κατώτατος μισθός δεν ορίζεται από συλλογικές διαπραγματεύσεις, αλλά από το υπουργείο Εργασίας. Το ύψος του καθορίζεται με βάση τις ανάγκες του κεφαλαίου ή, όπως αναφέρεται στο νόμο, «λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας, των τιμών και της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, του ποσοστού της ανεργίας, των εισοδημάτων και μισθών». Η «νομιμοποίηση» αυτής της αντεργατικής διαδικασίας θα περνά μέσα από τον περιβόητο «κοινωνικό διάλογο», αφού πριν από τον καθορισμό του κατώτατου μισθού από το αστικό κράτος «θα διεξάγεται διαβούλευση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και της κυβέρνησης», που θα συνοδεύεται από επιστημονικοφανείς γνωμοδοτήσεις «επιτροπών εμπειρογνωμόνων». Με το νόμο 4254/2014, μάλιστα, διευκρινίστηκε ότι ως κατώτατος μισθός «νοείται μια μοναδική αξία (ποσό) αναφοράς». Η ερμηνεία της διευκρίνισης οδηγεί σε κατώτατο μισθό απαλλαγμένο πλήρως από επιδόματα και τριετίες...

Επιπρόσθετα, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ διατηρεί σε πλήρη εφαρμογή το αίσχος του «υποκατώτατου» μισθού για τους νέους εργαζόμενους, ενώ ήδη μαζί με τους «εταίρους» της επεξεργάζεται σχέδια επέκτασής του: Χαρακτηριστικά, στην έκθεση που παρέλαβε πρόσφατα ο Αλ. Τσίπρας από τον γγ του ΟΟΣΑ με χαμόγελα και φιλοφρονήσεις, περιλαμβάνεται η πρόταση ο «υποκατώτατος» μισθός να συνδεθεί όχι με την ηλικία του εργαζόμενου, αλλά με την εμπειρία του στον κλάδο όπου εργάζεται. Ετσι, με δεδομένη την αναγκαστική κινητικότητα των εργαζομένων μεταξύ κλάδων για την εύρεση δουλειάς, η εφαρμογή του «υποκατώτατου» μισθού θα αφορά και εργαζόμενους μεγαλύτερους των 25 ετών!

Πρόσθετα σε όλο αυτό το αντεργατικό νομικό οπλοστάσιο, το οποίο αποτυπώνει ανάγλυφα την κοινή αντεργατική στρατηγική υπέρ του κεφαλαίου που μοιράζονται οι κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ και ΝΔ - ΠΑΣΟΚ, δεν πρέπει να λησμονείται το γεγονός ότι η όποια «σταδιακή αύξηση» στον κατώτατο μισθό διαφημίζει η κυβέρνηση, επικαλούμενη το παράδειγμα της Πορτογαλίας, έχει ως «αντιστάθμισμα» την ήδη ψηφισμένη νέα μείωση του αφορολόγητου, που θα φέρει νέα αφαίμαξη στο εισόδημα των εργαζομένων. Ο φόρος εισοδήματος θα πιάνει μάλιστα ακόμα και όσους αμείβονται κάτω και από τον κατώτατο μισθό, ο αριθμός των οποίων διευρύνεται, παράλληλα με τη γενίκευση της «ευελιξίας».

Η απάτη περί «επαναφοράς των βασικών αρχών» για τις ΣΣΕ

Αλλο κομβικό στοιχείο της κυβερνητικής προπαγάνδας είναι οι ισχυρισμοί για «επαναφορά από τον ερχόμενο Αύγουστο των δύο βασικών αρχών των συλλογικών διαπραγματεύσεων, της επεκτασιμότητας των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης», με τις οποίες, όπως λένε τα κυβερνητικά στελέχη, «ενισχύεται η διαπραγματευτική θέση των εργαζομένων».

Τους ισχυρισμούς αυτούς επανέφερε πριν από λίγες μέρες το υπουργείο Εργασίας, κατά τη δημοσιοποίηση εγκυκλίου με την οποία, σύμφωνα με όσα προβλέπονταν στα προαπαιτούμενα της 4ης «αξιολόγησης», ορίζεται ο μηχανισμός για τον έλεγχο της «αντιπροσωπευτικότητας» των κλαδικών Συλλογικών Συμβάσεων.

Η αλήθεια βέβαια είναι ότι από τη στιγμή που δεν υπάρχει καμιά επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τη βάση όλων, τον κατώτατο μισθό (αφού αυτός θα καθορίζεται με απόφαση του αστικού κράτους και με βάση τις ανάγκες του κεφαλαίου), είναι σαφές ότι καμιά πραγματική «επαναφορά» δεν μπορεί να υπάρξει και στις συλλογικές διαπραγματεύσεις ανά κλάδο.

Η ίδια η εγκύκλιος που διαφημίζει η κυβέρνηση, ενεργοποιώντας μια ανενεργή διάταξη του νόμου 1876/1990 σχετικά με τον έλεγχο της «αντιπροσωπευτικότητας» των κλαδικών ΣΣΕ, προσθέτει μια ολόκληρη διαδικασία, η οποία στο έδαφος της γενικευμένης «ευελιξίας» καθιστά στην πράξη ακόμα πιο πολύπλοκη και δύσκολη την εκπλήρωση των προϋποθέσεων για την επέκταση μιας κλαδικής ΣΣΕ και την κήρυξή της ως γενικώς υποχρεωτικής για το σύνολο των εργαζομένων ενός κλάδου.

Ο νόμος 1876/1990 όριζε ότι μια Συλλογική Σύμβαση είναι δυνατόν να κηρυχθεί από το υπουργείο υποχρεωτική σε επίπεδο κλάδου εφόσον «δεσμεύει τους εργοδότες που απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου ή του επαγγέλματος». Η νέα εγκύκλιος προσθέτει έναν ολόκληρο μηχανισμό για τον έλεγχο αυτού του 51%: Συγκεκριμένα, θα πρέπει να κατατεθεί η ΣΣΕ στο αρμόδιο τμήμα του υπουργείου και στη συνέχεια ο υπουργός να υποβάλει αίτημα στο Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας (ΑΣΕ), προκειμένου το τελευταίο να καλέσει την οργάνωση των εργοδοτών να καταθέσει το μητρώο μελών της που δεσμεύονται από τη ΣΣΕ. Κατόπιν, μέσω του συστήματος «Εργάνη» θα διαπιστώνεται αν το σύνολο των εργαζομένων τους οποίους απασχολούν οι εργοδότες που βρίσκονται στο μητρώο, αποτελούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου. Θα ακολουθεί γνωμοδότηση του ΑΣΕ για την κήρυξη ή μη της ΣΣΕ ως γενικώς υποχρεωτικής.

Ωστόσο, όλα αυτά μπορεί και να μη γίνουν, αφού η εγκύκλιος προβλέπει ότι «σε περίπτωση μη υποβολής από την εργοδοτική οργάνωση του μητρώου μελών της (...) η επέκταση της Συλλογικής Σύμβασης δεν είναι δυνατή». Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση αφήνει στην απόλυτη ευχέρεια του κεφαλαίου να προχωρήσει ή να μπλοκάρει τη διαδικασία κήρυξης μιας κλαδικής ΣΣΕ ως υποχρεωτικής!

Δίνουν βέτο στην εργοδοσία για την αναίρεση της επεκτασιμότητας

Η κυβέρνηση επιχειρεί να απαντήσει στα παραπάνω ισχυριζόμενη ότι τα μέλη μιας εργοδοτικής ένωσης που έχουν υπογράψει μια κλαδική Σύμβαση, με βάση τη λειτουργία του ανταγωνισμού, δεν έχουν λόγο να μπλοκάρουν την κήρυξή της ως υποχρεωτικής και για τις υπόλοιπες επιχειρήσεις του κλάδου.

Η πραγματικότητα βέβαια είναι και εδώ διαφορετική και το γεγονός ότι η κυβερνητική εγκύκλιος τους δίνει τη δυνατότητα να κάνουν κάτι τέτοιο, μόνο τυχαίο δεν είναι.

Η συνεχής ενίσχυση των «ευέλικτων» και ελαστικών μορφών εργασίας, με όπλο το αντεργατικό νομικό πλαίσιο, έχει διαμορφώσει ομάδες εργαζομένων πολλαπλών ταχυτήτων μέσα στον ίδιο κλάδο, μέσα στον ίδιο όμιλο, μέσα στην ίδια επιχείρηση, επιτρέποντας έτσι στη μεγαλοεργοδοσία να εντείνει την εκμετάλλευση των εργαζομένων. Σε επιχειρηματικούς ομίλους σε μια σειρά κλάδων, ένα μεγάλο ποσοστό ή ακόμα και η πλειοψηφία όσων δουλεύουν σε αυτούς, δεν εμφανίζονται ως εργαζόμενοί τους, αλλά ως εργαζόμενοι εργολάβων, ως «ενοικιαζόμενοι» εργαζόμενοι από «δουλεμπορικά» γραφεία, ως εργαζόμενοι σε «εξωτερικούς συνεργάτες», με χαμηλότερους μισθούς και λιγότερα δικαιώματα. Είναι σαφές λοιπόν ότι ακόμα και τα μέλη μιας εργοδοτικής ένωσης που μπορεί να υπογράφουν μια κλαδική ΣΣΕ, έχουν κάθε λόγο να κρατούν την πλειοψηφία ή ένα σημαντικό κομμάτι των εργαζομένων τους έξω από αυτήν, άρα και να μπλοκάρουν την επέκτασή της ως υποχρεωτικής σύμβασης για όλους τους εργαζόμενους στον κλάδο.

Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Τουρισμού, όπου η υπάρχουσα κλαδική ΣΣΕ εφαρμόζεται μόνο σε 200 από τα περίπου 10.000 ξενοδοχεία (!), ενώ η μεγαλοεργοδοσία του κλάδου έχει στη διάθεσή της 14 διαφορετικές μορφές «ευέλικτης» και ελαστικής απασχόλησης για την εκμετάλλευση των εργαζομένων!

Σε αυτό το πλαίσιο, που ενισχύεται συνεχώς, είναι ζήτημα σήμερα ποιες εργοδοτικές οργανώσεις εμφανίζονται τυπικά να απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου τους, την ώρα μάλιστα που πολλές επιχειρήσεις επιλέγουν την αποχώρηση από τις εργοδοτικές ενώσεις. Ακόμα και αν ορισμένες όμως απασχολούν και τυπικά το 51%, η εγκύκλιος τους αναγνωρίζει το «δικαίωμα» να μην καταθέτουν το μητρώο μελών τους, μπλοκάροντας έτσι την επέκταση της ΣΣΕ.

Η πραγματικότητα αυτή απαντάει και σε μια άλλη επικείμενη ρύθμιση που διαφημίζει ως «φιλεργατική» η κυβέρνηση, βάσει της οποίας ο ανάδοχος ενός έργου που χρησιμοποιεί εργολάβο για την εκπλήρωσή του, έχει τις ίδιες ευθύνες με τον εργολάβο απέναντι στους εργαζόμενους του τελευταίου (αν π.χ. ο εργολάβος τούς αφήσει απλήρωτους). Δεν ισχύει όμως το αντίθετο: Αν ο ανάδοχος του έργου υπογράψει μια ΣΣΕ, ο εργολάβος δεν είναι υποχρεωμένος να την εφαρμόσει, γεγονός που είναι εξαιρετικά βολικό και για τους δύο.

Απάντηση με άνοδο της οργάνωσης και της πάλης

Οι εργαζόμενοι δεν έχουν να περιμένουν καμιά «επαναφορά» των μισθών και των δικαιωμάτων τους από όσα διατυμπανίζει προπαγανδιστικά η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ.

Γι' αυτό άλλωστε, παρά τη σχετική προπαγάνδα περί «επαναφοράς των Συλλογικών Συμβάσεων», η κυβέρνηση κρατούσε στο συρτάρι για σχεδόν δύο χρόνια και στις αρχές του Ιούνη απέρριψε ως... «αντισυνταγματική» και ως «ευχολόγιο» την πρόταση νόμου που υπογράφουν πάνω από 500 συνδικαλιστικές οργανώσεις και την οποία κατέθεσε στη Βουλή το ΚΚΕ, για τις Συλλογικές Συμβάσεις και την κατάργηση των αντεργατικών νόμων.

Η διεκδίκηση της επαναφοράς του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ και της κατάργησης του «υποκατώτατου» μισθού, η διεκδίκηση Συλλογικών Συμβάσεων με πραγματικές αυξήσεις σε μισθούς και με δικαιώματα, είναι ζήτημα μάχης για το εργατικό - συνδικαλιστικό κίνημα, περνάει μέσα από την οργάνωση των εργαζομένων στα σωματεία, την αλλαγή των συσχετισμών, την αποφασιστική άνοδο των αγώνων για την κατάργηση όλων των αντεργατικών νόμων, απέναντι στον πραγματικό αντίπαλο, απέναντι στη στρατηγική και τον σχεδιασμό του κεφαλαίου που συνθλίβει τις εργατικές - λαϊκές ανάγκες.

Σε αυτόν τον αγώνα καλούν το ΠΑΜΕ, οι ταξικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, με όπλο την παρακαταθήκη από τις σημαντικές μάχες που αναπτύσσονται για τις Συλλογικές Συμβάσεις σε κλάδους και χώρους δουλειάς.


Χ.


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ