Κυριακή 21 Οχτώβρη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 4
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Η Συνέντευξη (3)

Ηθελα να μιλήσω, γιατί η δήλωση του χοντρού Ταλιμπάν, με τη φωτογραφική μηχανή, «εμείς οι Αμερικανοί δεν τρώμε τέτοια σκουπίδια» με αναστάτωσε. Με έπνιγε και ήθελα να τη σχολιάσω. Κάποια στιγμή, μάλιστα, σκέφτηκα να γυρίσω και να ρωτήσω τον Ταλιμπάν που καθότανε πίσω μου. Ετσι όμως που μισογύρισα το κεφάλι μου, αισθάνθηκα πιο κρύα την κάννη του καλάσνικοφ να μου «χαϊδεύει» το σβέρκο και αποφάσισα να σωπάσω. Ωστόσο στο μυαλό μου άρχισαν να ανεβοκατεβαίνουν οι σκέψεις. Σκεφτόμουνα, δηλαδή, πως ανάμεσα στους Ταλιμπάν υπήρχαν και Αμερικανοί, που μάλιστα δεν έτρωγαν φουντούνια, άρα ήτανε χορτάτοι, είχαν, με άλλα λόγια, τον τρόπο τους να βρίσκουν φαγητό και να χορταίνουν. Και καλά, συνέχισα να σκέφτομαι,, τα Αφγανόπουλα με τις πρησμένες κοιλιές και με τα μεγάλα φοβισμένα μάτια; Οι γυναίκες με την ακρωτηριασμένη κλειτορίδα και τα σκεπασμένα πρόσωπα; Οι τρομοκράτες και τα κέντρα εκπαίδευσης των τρομοκρατών; Μήπως, τελικά όλ' αυτά... Δεν πρόλαβα να συνεχίσω.

-Στοπ, άκουσα το συνοδό μας. Και τότε μόνο πρόσεξα πως είχαμε μπει κιόλας σε ένα άλλο χωριό. Θα έπρεπε να ήτανε το Μπαϊράμ Αλί. Τα ίδια σπίτια, τα χτισμένα με πλιθιά, οι μεγάλες λακκούβες με το λασπωμένο νερό, τα σκυλιά και τα παιδιά που έπαιζαν μέσα. Και στο σημείο που σταματήσαμε ένα μεγάλο ξύλινο σπίτι με μια μεγάλη λάμπα πάνω από την πόρτα του που μου θύμισε τα ελληνικά χασάπικα, όπως αυτά φωτίζονται στις γιορτές, για να διαφημίζουν τα διάφορα κρεατικά τους που κρέμονται από τα τσιγκέλια, στολισμένα με χάρτινες γιρλάντες και πολύχρωμα μπαλόνια. Και κάτω από τη λάμπα η ταμπέλα, πράσινη, με κίτρινα καλλιγραφικά γράμματα και με δυο ζωγραφισμένες σημαίες, μια αμερικάνικη και μια αφγανική, «Musahentin Club: The Wild East» (Λέσχη των Μουζαχεντίν, η Αγρια Ανατολή), έγραφε η ταμπέλα!

Η ιστορία άρχισε να αποκτάει σπαρταριστό ενδιαφέρον. Σχεδόν είχα ξεχάσει πως ο σκοπός του ταξιδιού μας ήτανε η συνέντευξη με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν. Αυτά που βλέπαμε και ακούγαμε μας άνοιγαν άλλα παράθυρα που μας οδηγούσαν σε μυστικά περίεργα. Ξεχνώντας και την κρύα κάννη του καλάσνικοφ που χάιδευε το σβέρκο μου, έσβησα τη μηχανή και κατέβηκα. Εγνεψα και στο σύντροφό μου να κάνει το ίδιο, δείχνοντας του ταυτόχρονα τα φουντούνια. Ο κοντός δε μας έδωσε σημασία. Με το καλάσνικοφ κρεμασμένο στον ώμο προχώρησε προς τη φωτισμένη πόρτα, την άνοιξε και μπήκε μέσα. Τον ακολουθήσαμε και μεις και κάναμε το ίδιο. Με το που μπήκαμε μέσα, η μπόχα των τσιγάρων και των άπλυτων ποδαριών μας πήρε τη μύτη και μια εκκωφαντική μουσική από τον τελευταίο δίσκο του Tom Johns «Sex Bomb» μας πήρε τ' αυτιά. Το μόνο που μας λείπει, σκέφτηκα απελπισμένος, είναι η φωτογραφία του Μπλερ. Φυσικά, για λόγους θρησκευτικούς, το club δε διέθετε ποτά. Πάνω στα ράφια που σκέπαζαν όλο τον αριστερό τοίχο ήτανε αραδιασμένα μπουκάλια «Coca - Cola» και «Pepsi - Cola». Ούτε τραπεζάκια υπήρχανε, ούτε καρέκλες. Οι πελάτες στέκονταν όρθιοι με τα καλάσνικοφ κρεμασμένα στους ώμους και παρακολουθούσαν με κατάνυξη και χωρίς να εκδηλώνονται ένα μπαλέτο από τέσσερα μελαχρινά κορίτσια που χόρευαν στη «σκηνή», κατασκευασμένη από πλαστικά κιβώτια της «Coca - Cola» και σε άλλα που έγραφαν στα πλαϊνά τους Bullets (σφαίρες).

Σταμάτησα να σκέφτομαι. Μέσα στο μυαλό μου ανεβοκατέβαινε ένα πηχτό, ανυπόφορο υγρό. Και για το μόνο που ήμουνα βέβαιος εκείνη τη στιγμή ήτανε πως οι νεαρές χορεύτριες δεν έκρυβαν τίποτε από τα ωραία τους μελαμψά κορμιά και ούτε που φαινότανε πως είχανε κομμένη την κλειτορίδα τους!


Του
Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ