Η πρόσφατη συνάντηση Μέρκελ - Τραμπ στην Ουάσιγκτον θύμισε το λαϊκό «και μαζί και χώρια»...
Copyright 2018 The Associated |
Η επίσκεψη της Γερμανίδας καγκελάριου, Αγκελα Μέρκελ, στην Ουάσιγκτον στις 27 Απρίλη, όπου συναντήθηκε με τον Αμερικανό Πρόεδρο, Ντόναλντ Τραμπ, ανέδειξε ορισμένες πλευρές των αντιθέσεων και αλληλεξαρτήσεων. Η καγκελάριος υπογράμμισε πως το πρώτο ταξίδι στο εξωτερικό μετά την επανεκλογή της σηματοδοτεί «ότι οι διατλαντικές σχέσεις είναι ζωτικής σημασίας για τη Γερμανία», ενώ ευχαρίστησε πολύ τις ΗΠΑ που «συνέβαλαν σημαντικά στην επανένωση της Γερμανίας», με την ανατροπή του σοσιαλισμού στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία.
Αξίζει να σημειωθεί ακόμα πως λίγες μέρες πριν από το ταξίδι της, η Μέρκελ είχε χαρακτηρίσει τις διατλαντικές σχέσεις «έναν θησαυρό» που θέλει να διαφυλάξει. Από την πλευρά του ο Τραμπ αναφέρθηκε στην «επί δεκαετίες συμμαχία και φιλία μεταξύ Γερμανίας και ΗΠΑ» και είπε πως οι «σημερινές διαφορετικές προκλήσεις και ευκαιρίες» θα οδηγήσουν σε ενίσχυση των αμερικανογερμανικών σχέσεων. Το βέβαιο είναι πως το παζάρι είναι και θα παραμείνει σκληρό.
Οι αριθμοί φανερώνουν πολλά για την αντιπαράθεση, αλλά και τις διαθέσεις για συμβιβασμούς από τις δύο πλευρές: Σύμφωνα με τη γερμανική Στατιστική Υπηρεσία, και το 2017 - όπως και τα προηγούμενα χρόνια - οι ΗΠΑ ήταν η μεγαλύτερη αγορά των γερμανικών εξαγωγών. Οι γερμανικές επιχειρήσεις εξήγαγαν στις ΗΠΑ προϊόντα συνολικής αξίας 111,5 δισ. ευρώ και η Γερμανία είχε το υψηλότερο εμπορικό πλεόνασμα με τις ΗΠΑ, ύψους 50,5 δισ. ευρώ. Με αφορμή την επίσκεψη Μέρκελ, ο Λευκός Οίκος δημοσίευσε τα εξής στοιχεία: Το 2017, το συνολικό εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών μεταξύ Γερμανίας και ΗΠΑ ανήλθε σε πάνω από 237 δισ. δολάρια. Οι ΗΠΑ εξήγαγαν στη Γερμανία αγαθά αξίας 53,5 δισ. δολαρίων. Κατά τους δύο πρώτους μήνες του 2018, οι ΗΠΑ εξήγαγαν αγαθά αξίας 9 δισ. δολαρίων, αύξηση κατά περίπου 1 δισ. δολάρια σε σχέση με την ίδια περίοδο πέρυσι.
Η κυβέρνηση Τραμπ επιδιώκει να μειώσει το μεγάλο εμπορικό έλλειμμα με την ΕΕ και κυρίως με τη Γερμανία. Στην κοινή συνέντευξη Τύπου των δύο ηγετών, ο Αμερικανός Πρόεδρος αναφέρθηκε ξανά και ξανά στο «εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ με την ΕΕ σε αγαθά, που φτάνει στα 151 δισ. δολάρια, συμπεριλαμβανομένου του ετήσιου εμπορικού ελλείμματος ύψους 50 δισ. σε αυτοκίνητα και ανταλλακτικά αυτοκινήτων». Δήλωσε πως θα συνεργαστεί «με την καγκελάριο Μέρκελ για τη μείωση των φραγμών στις αμερικανικές εξαγωγές, προκειμένου να αντισταθμίσουμε αυτές τις εμπορικές ανισορροπίες και να ενισχύσουμε τις οικονομικές μας σχέσεις».
Ενα άλλο στοιχείο της διασύνδεσης των δύο οικονομιών είναι πως στις ΗΠΑ «κατασκευάζονται εκατοντάδες χιλιάδες αυτοκίνητα από γερμανικές εταιρείες και εξάγονται στον κόσμο», προς όφελος της αμερικανικής εξαγωγικής οικονομίας, όπως σημείωσε η Μέρκελ, η οποία πρόσθεσε: «Η Αμερική, με την πρόσφατη φορολογική της μεταρρύθμιση, έγινε ένας πολύ καλός προορισμός για τις εταιρείες μας».
Το 2016, οι άμεσες γερμανικές επενδύσεις στις ΗΠΑ εκτιμήθηκαν σε πάνω από 372 δισ. δολάρια, από τα οποία τα 14 δισ. ήταν σε νέες επενδύσεις (στοιχεία Λευκού Οίκου).
Είναι προφανές πως και οι δύο ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ενδιαφέρονται για μια «συμβιβαστική» λύση και ταυτόχρονα παζαρεύουν σκληρά για τους όρους των εμπορικών τους σχέσεων. Στο πλαίσιο του παζαριού, οι ΗΠΑ έδωσαν παράταση ενός ακόμα μήνα στην ΕΕ για την επιβολή αμερικανικών δασμών σε χάλυβα και αλουμίνιο (έως την 1η Ιούνη), ενώ η Γερμανία τάσσεται υπέρ μιας συζήτησης εφ' όλης της ύλης για τη μείωση των δασμών σε όλους τους κλάδους της βιομηχανίας, τη διευκόλυνση των επενδύσεων και την προώθηση Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου ΕΕ - ΗΠΑ (ΤΤΙΡ).
Ενα άλλο σημείο τριβής που η αμερικανική κυβέρνηση φέρνει διαρκώς στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τη Γερμανία είναι η συνεισφορά της τελευταίας στο ΝΑΤΟ σε σχέση με το στόχο του 2% του ΑΕΠ κάθε κράτους - μέλους σε αμυντικές δαπάνες για να «ενισχυθεί η συμμαχία του ΝΑΤΟ». Οι γερμανικές αμυντικές δαπάνες, παρά την αύξηση τα τελευταία χρόνια, φτάνουν στο 1,3% του ΑΕΠ. Πάντως, τόνισε η Μέρκελ, «η Γερμανία θέλει και θα είναι αξιόπιστος εταίρος στο ΝΑΤΟ στην ΕΕ», «πολύ περισσότερο που σήμερα έχουμε επείγουσα ανάγκη ο ένας τον άλλον» σε μια σειρά μέτωπα, όπως στο Ιράν, στο Ιράκ, στη Συρία, στο Αφγανιστάν και στην Αφρική, πρόσθεσε. Βέβαια, όλα αυτά τα μέτωπα αποτελούν και πεδίο σφοδρού ανταγωνισμού για τη διείσδυση των μονοπωλίων, και οι ΗΠΑ δεν βλέπουν με καλό μάτι τη στρατιωτική αυτοτέλεια που επιδιώκει η ΕΕ (ευρωστρατός, PESCO κ.λπ.).
Η καγκελάριος δεν παρέλειψε να υπενθυμίσει πως «η Γερμανία εξακολουθεί να είναι ο μεγαλύτερος σταθμός για αμερικανικά στρατεύματα στην Ευρώπη», έχοντας φιλοξενήσει περίπου 17 εκατ. Αμερικανούς στρατιωτικούς από το 1945. Δήλωσε περήφανη που «η Γερμανία σήμερα είναι η δεύτερη μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη σε συνεισφορά στις αποστολές του ΝΑΤΟ».
Στη γερμανική ΝΑΤΟική συμβολή αναφέρονται και τα στοιχεία του Λευκού Οίκου που δημοσιεύτηκαν με αφορμή την επίσκεψη Μέρκελ:
Η Γερμανία διεκδικεί αναβαθμισμένο οικονομικό και γεωπολιτικό ρόλο στη Μέση Ανατολή και αυτό αποτυπώνεται και στην κόντρα της με τις ΗΠΑ πάνω στη Συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, από την οποία τελικά η κυβέρνηση Τραμπ αποφάσισε να αποχωρήσει. Η γερμανική κυβέρνηση τίθεται υπέρ της διατήρησης της Συμφωνίας, όμως «συμμερίζεται τις ανησυχίες των ΗΠΑ» για την επιρροή του Ιράν στην περιοχή και ότι απαιτείται «μια λύση για την περιοχή ως σύνολο».
Η Μέρκελ φρόντισε να παρουσιάσει τη Μ. Ανατολή ως «ζωτικό χώρο» της Ευρώπης: «Εχω τονίσει ότι ολόκληρη η περιοχή είναι ύψιστης σημασίας για εμάς. Δεν είναι χιλιάδες μίλια μακριά, όπως οι ΗΠΑ με το Ιράν και τη Συρία. Η Συρία και το Ιράν είναι στην "πόρτα" μας (...) Οταν συμβαίνουν συγκρούσεις στο κατώφλι μας, δεν μπορούμε να βασιζόμαστε στο να σπεύδουν άλλοι και εμείς να μην συμβάλλουμε», επισήμανε, δηλώνοντας πως η Γερμανία θα προωθήσει πιο αποφασιστικά τα συμφέροντά της.
Γενικότερα η καγκελάριος ανακοίνωσε πως η Γερμανία δεν θα βασίζεται στρατιωτικά και γεωπολιτικά στη βοήθεια των ΗΠΑ - αν και αυτή θα συνεχίσει να υπάρχει: «Η εποχή της μεταπολεμικής τάξης έχει τελειώσει» και «η συμβολή της Γερμανίας θα συνεχίσει να αυξάνεται τα επόμενα χρόνια», δηλαδή «εκτός από τη στρατιωτική συμμετοχή, αυτό περιλάμβανε την αναπτυξιακή βοήθεια, την καταπολέμηση των αιτιών της προσφυγιάς και την ετοιμότητα να ασκεί εξωτερική πολιτική». Ως παράδειγμα ανέφερε τη συμμετοχή της Γερμανίας στη «Μικρή Ομάδα» που ασχολείται με τη Συρία, μαζί με τη Γαλλία, τις ΗΠΑ, τη Μεγάλη Βρετανία και τη Σαουδική Αραβία.
«Πρέπει να μάθουμε, ως μια μεγάλη και οικονομικά επιτυχημένη χώρα, να παίζουμε το ρόλο μας, και αν υπάρχουν διαφωνίες θα τις κουβεντιάζουμε με τους συμμάχους μας», κατέληξε και αναφέρθηκε στην κριτική του Τραμπ προς τη Γερμανία: «Οπως μας λέει και ο Πρόεδρος: "Οικονομικά επιτυγχάνετε, αλλά δεν θέλετε να κάνετε τόσο πολλά στρατιωτικά και πολιτικά"»...