Σάββατο 10 Φλεβάρη 2018 - Κυριακή 11 Φλεβάρη 2018
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 38
ΔΙΕΘΝΗ
ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Ξανά μεγάλος συνασπισμός, ενώ προετοιμάζεται η «επόμενη μέρα»

Θα είναι η τρίτη συγκυβέρνηση Χριστιανοδημοκρατών - Σοσιαλδημοκρατών, αν το αποτέλεσμα εγκριθεί από το εσωκομματικό δημοψήφισμα του SPD

Η Αγκ. Μέρκελ και ο Μ. Σουλτς

Copyright 2018 The Associated

Η Αγκ. Μέρκελ και ο Μ. Σουλτς
Συμφωνία για συνέχιση του μεγάλου συνασπισμού μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών/ Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) και Σοσιαλδημοκρατών (SPD) ανακοινώθηκε την περασμένη Τετάρτη. Για να προχωρήσει ο σχηματισμός κυβέρνησης, θα πρέπει το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων να εγκριθεί από το εσωκομματικό δημοψήφισμα μεταξύ των μελών του SPD (20 Φλεβάρη - 2 Μάρτη), το αποτέλεσμα του οποίου θα ανακοινωθεί στις 4 του Μάρτη. Θυμίζουμε πως - αν η κομματική βάση του SPD δώσει το «πράσινο φως» - θα είναι ο τρίτος μεγάλος συνασπισμός στη Γερμανία (2005 και 2013). Να σημειωθεί δε πως στο SPD συμφωνήθηκε να δοθούν τα υπουργεία Οικονομικών, Εξωτερικών, Εργασίας, Οικογένειας, Δικαιοσύνης και Ενέργειας.

Στόχος της επόμενης κυβέρνησης είναι να διασφαλιστούν η «ευρωστία και η ανταγωνιστικότητα της γερμανικής οικονομίας» τα επόμενα χρόνια και να αντιμετωπιστούν «οι ποικίλες προκλήσεις σε εθνικό και διεθνές επίπεδο». Ενδεικτικά, το κείμενο της συμφωνίας τιτλοφορείται: «Μια νέα επανεκκίνηση της Ευρώπης - μια νέα δυναμική για τη Γερμανία - μια νέα συνοχή για τη χώρα μας», ενώ από τις πρώτες γραμμές του τονίζεται: «Η παγκόσμια ισορροπία ισχύος έχει αλλάξει ριζικά τα τελευταία χρόνια, πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά (...) με τις νέες προτεραιότητες των ΗΠΑ, την ενδυνάμωση της Κίνας και την πολιτική της Ρωσίας».

Τι προβλέπει η συμφωνία

Στη συμφωνία δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στην ψηφιοποίηση της παραγωγής και της οικονομίας με επενδύσεις σε υποδομές και προετοιμασία του αυριανού εργατικού δυναμικού, μέσω του τεχνολογικού εκσυγχρονισμού των σχολείων, την αναβάθμιση των επαγγελματικών σχολών και προγραμμάτων κατάρτισης για τους ανέργους. Παράλληλα, θα πρέπει να διαμορφωθεί και το «ευέλικτο» εργασιακό πλαίσιο του μέλλοντος. Επιπλέον, οι κρατικές δαπάνες για την καινοτομία και την έρευνα θα αυξηθούν στο 3,5% του ΑΕΠ, καθώς τα άλματα στην τεχνολογική και επιστημονική πρόοδο θα εκτινάξουν την παραγωγικότητα, άρα και την ανταγωνιστικότητα των γερμανικών ομίλων. Θα δοθούν κίνητρα και ελαφρύνσεις στις επιχειρήσεις που επενδύουν στην καινοτομία και την ψηφιοποίηση.

Ενα άλλο σημαντικό θέμα για τους γερμανικούς ομίλους είναι οι κενές θέσεις εργασίας που μένουν ακάλυπτες λόγω έλλειψης εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού. Στο πλαίσιο αυτό προσαρμόζεται και η μεταναστευτική/προσφυγική πολιτική της επόμενης κυβέρνησης: Αυστηρότερη πολιτική ασύλου, συνεπής τήρηση των απελάσεων, καλύτερος έλεγχος των συνόρων, ευρωπαϊκές διαδικασίες ασύλου, έμφαση στην ενσωμάτωση των προσφύγων για να ενταχθούν στην αγορά εργασίας κ.ά. Παράλληλα, θα ρυθμιστεί νομοθετικά η «νόμιμη» μετανάστευση, ώστε να διευκολυνθεί η εισαγωγή εξειδικευμένων εργατών.

Στο κεφάλαιο «Ευρώπη» προβλέπει: Επενδύσεις στην Ευρώπη που θα συμβάλουν στην «ανάπτυξη και την ευημερία της Γερμανίας». «Κοινή ενοποιημένη φορολογική βάση και ελάχιστοι φορολογικοί συντελεστές εταιρειών» ως «ευρωπαϊκή απάντηση στις διεθνείς προκλήσεις, κυρίως από τις ΗΠΑ». «Ενίσχυση της Συνεργασίας για την Πολιτική Αμυνας και Ασφάλειας (PESCO)» και διαμόρφωση «κοινής εξωτερικής πολιτικής». «Συνεκτική πολιτική για την Αφρική», όπου έχει ενταθεί ο ανταγωνισμός με άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις όπως η Κίνα. «Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην Ευρωζώνη» ως «αφετηρία για έναν μελλοντικό προϋπολογισμό επενδύσεων». «Δημοσιονομικός έλεγχος, οικονομικός συντονισμός στην ΕΕ και την Ευρωζώνη». «Εξέλιξη του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕSM) σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, που θα ενσωματωθεί στο Δίκαιο της ΕΕ», ενίσχυση της «γαλλογερμανικής συνεργασίας».

Να σημειωθεί πως η επόμενη κυβέρνηση θα έχει ένα τεράστιο δημοσιονομικό περιθώριο, ύψους 46 δισ. ευρώ. Το μεγαλύτερο μέρος του δίνεται με διάφορους τρόπους στο γερμανικό κεφάλαιο, με τεράστιες κρατικές επενδύσεις σε υποδομές κ.ά. Επιπλέον, αναφέρεται πως «μαζί με τη Γαλλία θα γίνουν κοινά βήματα στη (μειωμένη) φορολόγηση των επιχειρήσεων, ενώ θα μειωθούν τα γραφειοκρατικά εμπόδια για νέες επενδύσεις».

«Ψυχρότητα» και ανησυχία

Οι εκπρόσωποι των γερμανικών επιχειρηματικών και εργοδοτικών ενώσεων υποδέχτηκαν το κυβερνητικό «πρόγραμμα» με συγκρατημένη ικανοποίηση, προβληματισμό, ακόμη και ανησυχία. Το γερμανικό κεφάλαιο νοσταλγεί τις εποχές του σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου, Γκέρχαρντ Σρέντερ, όταν (με αφετηρία το έτος 2003) έγινε επιδρομή στα εργασιακά δικαιώματα: «Εγινε πιο ευέλικτη η αγορά εργασίας, τα επιδόματα ανεργίας λιγότερο γενναιόδωρα, ενώ μεταρρυθμίσεις στην κοινωνική πρόνοια, στην υγειονομική περίθαλψη και στις συντάξεις ανέκοψαν την αύξηση των εισφορών για τους εργοδότες», όπως έγραφε σε πρόσφατο άρθρο του στέλεχος της τράπεζας Μπέρενμπεργκ. Πολλές φορές, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων είχε τονιστεί από επιχειρηματίες και οικονομολόγους ότι η Γερμανία κινδυνεύει από «μεταρρυθμιστική κόπωση», ενώ η Γαλλία απειλεί να «σηκώσει κεφάλι» με το πακέτο μέτρων του Εμ. Μακρόν, που μειώνει σημαντικά το εργασιακό «κόστος» και τις προνοιακές παροχές, σχεδιάζεται περαιτέρω μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων κ.ά., αυξάνοντας την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της. Ταυτόχρονα, η Γερμανία έχει να ανταγωνιστεί κράτη όπως η Κίνα και οι ΗΠΑ, που μείωσαν πρόσφατα την φορολογία των επιχειρήσεων.

Ολα τα παραπάνω υπογράμμιζε - σε έντονο πολλές φορές ύφος - η γερμανική αστική τάξη ενόψει του σχηματισμού κυβέρνησης και απαιτούσε να μη δοθεί ούτε ψίχουλο σε παροχές από τα τεράστια γερμανικά πλεονάσματα, «απεριόριστη ευελιξία» στις εργασιακές σχέσεις, μείωση του εργασιακού «κόστους», δραστική φορολογική μείωση των επιχειρήσεων κ.ά. Αυτά είναι ενδεικτικά για το μέλλον της ΕΕ και την αμείωτη αντεργατική επίθεση στους λαούς της.

Επομένως, αντιμετωπίζονται κριτικά ακόμη και ορισμένες ψευτοβελτιώσεις της συμφωνίας, που αγγίζουν έναν μικρό αριθμό εργαζομένων, όπως π.χ. ο περιορισμός των συμβάσεων ορισμένου χρόνου από 2 χρόνια ανώτατο όριο, σε 1,5 χρόνο, η διατήρηση των συντάξεων στο 48% του μέσου μισθού έως το 2025, αλλά με αύξηση των εισφορών, κάποιες φοροελαφρύνσεις των πολιτών κ.τ.λ.

Ενδεικτικά, ο πρόεδρος του Συνδέσμου Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI), Ντίτερ Κεμπφ, σημείωσε πως «στις δαπάνες υπάρχει ξεκάθαρα μια μονόπλευρη κατεύθυνση αναδιανομής, αντί για διασφάλιση του μέλλοντος». Παρά την καλή οικονομική κατάσταση, η φορολογική πολιτική δεν προχωρά σε θαρραλέες, ανακουφιστικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όπως φορολογικά κίνητρα για την προώθηση της έρευνας και ανάπτυξης, είπε. Για τον πρόεδρο της Ενωσης των εργοδοτών, Ινγκο Κράμερ, «η συμφωνία συνασπισμού είναι σε μεγάλο βαθμό απογοητευτική και ένα σοβαρό πλήγμα για τις επιχειρήσεις στη Γερμανία, χωρίς μελλοντική προοπτική» και διαμαρτύρεται για πρόσθετη «επιβάρυνση» και «ρύθμιση». Το Οικονομικό Συμβούλιο της CDU, που εκπροσωπεί 12.000 επιχειρηματίες, λέει πως «η πολιτική για τις συντάξεις και τα εργασιακά είναι ακριβή και διακινδυνεύει θέσεις εργασίας», ενώ «στερεί από τις επιχειρήσεις ένα μέσο ευελιξίας του εργατικού δυναμικού».

Το φθαρμένο πολιτικό προσωπικό

Παράλληλα, έκδηλη είναι η «γκρίνια» τόσο στον γερμανικό, όσο και τον διεθνή Τύπο για το πεπαλαιωμένο πολιτικό σκηνικό και το φθαρμένο προσωπικό «του χθες», για έναν ακόμη μεγάλο συνασπισμό χωρίς «όραμα», «που δεν οδηγεί μπροστά τη Γερμανία». Χαρακτηριστικά γράφει η ελβετική εφημερίδα NZZ: «Η Γερμανία θα ήταν έτοιμη για κάτι νέο, για μια επανεκκίνηση, για αισιοδοξία για το μέλλον, όμως αυτό δεν θα γίνει από τους Μέρκελ, Σουλτς και Σια. Ο - για ακόμη μια φορά - μεγάλος συνασπισμός είναι ένα αδιέξοδο» και «δεν θα εμποδίσει την παρακμή των δύο λαϊκών κομμάτων», «επειδή δεν έχουν ιδέες και αποφασιστικότητα να οδηγήσουν μπροστά τη Γερμανία (...) Το μέλλον θα έρθει αργότερα». «Αυτή η συμμαχία κέρδισε ακόμη μια ευκαιρία απλώς επειδή δεν υπάρχει κάτι καλύτερο», σχολιάζει η αυστριακή «Der Standard».

Στη Γερμανία ήδη έχουν ξεκινήσει οι διεργασίες για την αναμόρφωση του πολιτικού σκηνικού για την «επόμενη μέρα». Σε αυτές εντάσσεται και η παραίτηση του Μάρτιν Σουλτς από την προεδρία του κόμματος, την οποία φαίνεται ότι θα αναλάβει η σημερινή επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του SPD, Αντρέα Νάλες. Πάντως, μετά από την γκρίνια που προκλήθηκε για το ενδεχόμενο ο Σουλτς να αναλάβει το υπουργείο Εξωτερικών, ο ίδιος με δήλωσή του, την Παρασκευή, επιχείρησε να θέσει τον εαυτό του υπεράνω προσωπικών φιλοδοξιών και, ταυτόχρονα, να «πουλήσει» την κυβερνητική συμφωνία ως δήθεν συμφέρουσα για τους εργαζόμενους. Συγκεκριμένα, δήλωσε: «Πάντα τόνιζα ότι - εάν μπαίναμε σε έναν συνασπισμό - θα το κάναμε μόνο εφόσον μπορούσαμε να βρούμε στην προγραμματική συμφωνία τα σοσιαλδημοκρατικά αιτήματα για βελτιώσεις στην Παιδεία, στην περίθαλψη, στις συντάξεις, στην εργασία και τη φορολογία. Είμαι περήφανος που μπορώ να πω ότι αυτό συνέβη. Ειδικά η νέα κατεύθυνση στην ευρωπαϊκή πολιτική αποτελεί μεγάλη επιτυχία. Ακόμη περισσότερο, είναι για μένα υψίστης σημασίας τα μέλη του SPD να υπερψηφίσουν τη συμφωνία επειδή θα έχουν και αυτά πειστεί από το περιεχόμενό της, όπως εγώ. Λόγω της συζήτησης γύρω από το πρόσωπό μου βλέπω να κινδυνεύει η επιτυχία της ψηφοφορίας. Γι' αυτό δηλώνω την παραίτησή μου από την πρόθεση να μπω στην κυβέρνηση και ελπίζω ταυτόχρονα ότι έτσι τελειώνει η συζήτηση γύρω από τα πρόσωπα εντός του SPD. Ολοι μας κάνουμε πολιτική για τους ανθρώπους σε αυτήν τη χώρα. Σε αυτό περιλαμβάνεται και το ότι οι προσωπικές μου φιλοδοξίες πρέπει να μένουν πίσω από το συμφέρον του κόμματος».

Στο μεταξύ, όλο και πυκνώνουν οι εκκλήσεις του σοσιαλδημοκρατικού μορφώματος «Η Αριστερά» προς το SPD για διαμόρφωση ενός «κοινού μετώπου». Οι Πράσινοι είναι σε διαδικασία εκλογής νέου προεδρείου, ενώ οι Φιλελεύθεροι (FDP) του Κρίστιαν Λίντνερ είναι από τα κόμματα που προωθούνται από το γερμανικό κεφάλαιο. Σε περίπτωση συνέχισης του μεγάλου συνασπισμού, η ευρωσκεπτικιστική - αντιμεταναστευτική «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) θα είναι το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης, ενώ στο εσωτερικό της υπάρχουν διαφωνίες για τη γραμμή της.


Ε. Μ.


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ