Ενδεικτικά τα όσα καταγράφει η τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ
Οι δηλώσεις Ερντογάν θεωρήθηκαν «επίθεση» στην ελευθερία των επενδυτών και ο Τούρκος ηγέτης προσπάθησε να ανασκευάσει, ωστόσο η ουσία δεν αλλάζει: Οτι αυξάνονται τα κεφάλαια που «μετακινούνται» από την Τουρκία, επειδή κρίνεται ασύμφορη η διατήρησή τους στο συγκεκριμένο οικονομικό περιβάλλον, σύμφωνα τουλάχιστον με μετρήσεις διαφόρων αστικών επιτελείων.
Τους τελευταίους μήνες πυκνώνουν οι αναλύσεις αλλά και οι εκτιμήσεις, σύμφωνα με τις οποίες οι ρυθμοί καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Τουρκία υποχωρούν, ενώ το λεγόμενο «επενδυτικό περιβάλλον» περιπλέκεται, ως αποτέλεσμα και των γεωπολιτικών αναδιατάξεων που «τρέχουν» στην ευρύτερη περιφέρεια.
Βέβαια, δεν πρέπει να βγαίνουν βιαστικά συμπεράσματα, ενώ υπάρχουν και στοιχεία αντιφατικά. Φυσικά, πάνω από όλα δεν πρέπει να υποτιμάται η ρευστότητα που δημιουργούν οι ρυθμοί ανάπτυξης της καπιταλιστικής οικονομίας διεθνώς, όπου σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες είναι πολύ χαμηλοί, σε άλλες χώρες χαρακτηρίζονται ουσιαστικά από στασιμότητα, ενώ σε χώρες με μεγάλους ρυθμούς τα προηγούμενα χρόνια, σήμερα ο (παλιότερος) «καλπασμός» επιβραδύνεται.
Στην πρόσφατη έκθεση που έδωσε στη δημοσιότητα για την Τουρκία ο Οργανισμός για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ) καταγράφονται μια σειρά στοιχεία που αναδεικνύουν, τουλάχιστον σε ένα βαθμό, κλυδωνισμούς στη γειτονική οικονομία.
Σύμφωνα με την έκθεση, οι ρυθμοί ανάπτυξης το 2017 ξεπέρασαν το 6%, «με οδηγό ισχυρά χρηματοπιστωτικά κίνητρα και μια ανάκαμψη της αγοράς εξαγωγών», αλλά το 2018 εκτιμάται ότι θα υποχωρήσουν στο 4,5% και το 2019 στο 5%.
Ο δείκτης τιμών καταναλωτή (ο πληθωρισμός, στον οποίο αποτυπώνεται ο ρυθμός αύξησης τιμών των προϊόντων) υπολογίζεται ότι (συνολικά για όλο το έτος) το 2017 θα φτάσει το 10,7%, ενώ και τα επόμενα δύο χρόνια θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα (9,9% το 2018 και 8,9% το 2019).
Η έκθεση αναφέρει ότι «οι οικονομικές ευπάθειες παραμένουν σε υψηλά επίπεδα εξαιτίας του μεγέθους των ξένων χρηματοπιστωτικών αναγκών που προκαλεί ένα επίμονα υψηλό έλλειμμα λογαριασμού», ενώ ακόμα πιο χαρακτηριστικό είναι ότι «το χρέος σε πολλές μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις έχει επίσης αυξηθεί αισθητά, περιορίζοντας την ικανότητά τους για πρόσθετο δανεισμό και επενδύσεις».
Μεταξύ άλλων η έκθεση καταγράφει ότι η απασχόληση αυξήθηκε γοργά, αλλά το εργατικό δυναμικό αυξάνεται ακόμα πιο γρήγορα, με ένα μέσο όρο 3%, ακόμα και χωρίς να συνυπολογίσει κανείς τη «μαύρη» εργασία των προσφύγων. Ως αποτέλεσμα, η ανεργία είναι γύρω στο 11%. Οι υψηλοί δείκτες συνδέονται συν τοις άλλοις με δυσκολίες απορρόφησης της «ζωντανής εργασίας» στην παραγωγή, άρα δυσκολίες στην αύξηση των ποσοστών κέρδους, αφού η αύξηση της εκμετάλλευσης της εργασίας είναι που κινεί τη μηχανή του καπιταλιστικού κέρδους.
Ακόμα, επισημαίνεται: «Το σθένος των επενδύσεων στις υποδομές, συμπεριλαμβανομένων και των Συμβάσεων Ιδιωτικού και Δημόσιου Τομέα, έρχεται σε αντίθεση με επιχειρηματικές συμπεριφορές αναμονής, που συγκρατούν τις ιδιωτικές επενδύσεις, παρά το σχέδιο μεγάλων κυβερνητικών πιστώσεων που παρουσιάστηκε το 2017».
Ενδεικτικά είναι ακόμα και τα εξής:
Σχετικά με τα περιθώρια νέων επενδύσεων, η έκθεση καταγράφει ότι οι ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου, ενώ το 2017 εκτιμάται ότι θα «κλείσουν» στο 7% και το 2018 θα βρεθούν στο 7,2%, το 2019 υπολογίζεται να υποχωρήσουν στο 6,4%.
Επιπλέον, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ «πολλές εταιρείες (σ.σ. όχι μόνο χρηματοπιστωτικού τομέα, όπως σημείωνε πιο πάνω) αρχίζουν να υφίστανται περιορισμούς εξαιτίας του υψηλού επιπέδου χρέους».
Επισημαίνει επίσης η έκθεση: «Ο προσανατολισμός της οικονομικής πολιτικής εξακολουθεί να υπόκειται σε αβεβαιότητες. Οσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, ο ονομαστικός πληθωρισμός αυξάνεται με διψήφια ποσοστά, πολύ πάνω από το στόχο για 5%, και οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό δεν έχουν σταθεροποιηθεί...». Μάλιστα, τον περασμένο Νοέμβρη, ο πληθωρισμός «χτύπησε» ρεκόρ 9ετίας, με 12,9%.
Ενώ, γενικότερα, οι προβλέψεις για το οικονομικό περιβάλλον είναι (τουλάχιστον) συγκρατημένες, δεδομένης της ευρύτερης γεωπολιτικής κατάστασης στην περιοχή. Αναφέρει η έκθεση μεταξύ άλλων: «Με δεδομένα ότι οι προσδοκίες μένουν σταθερές εν μέσω αβέβαιων περιφερειακών γεωπολιτικών εξελίξεων, ότι η εκτέλεση εξαγωγών παραμένει ισχυρή και ότι η οικονομική πολιτική παραμένει σταθερή κατά την προεκλογική περίοδο (σ.σ. το 2019 θα γίνουν οι επόμενες βουλευτικές εκλογές), η ανάπτυξη του ΑΕΠ αναμένεται να υποχωρήσει αλλά να παραμείνει μεταξύ 4,5% και 5% το 2018 και το 2019. Αν οι περιφερειακές και εγχώριες ανασφάλειες μειωθούν, συμπεριλαμβανομένης μιας προόδου στην ανανέωση της συμφωνίας για την Τελωνειακή Ενωση με την ΕΕ, μια ισχυρότερη επιτάχυνση στις ντόπιες και διεθνείς επενδύσεις θα μπορούσε να θέσει την ανάπτυξη σε καλύτερη πορεία. Αν, αντίθετα, οξυνθούν οι ανασφάλειες σε αυτούς τους τομείς, ίσως "σφίξουν" οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές συνθήκες και η ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί (κι άλλο)».
Φυσικά, η πορεία της οικονομίας είναι αποτέλεσμα αντικειμενικών εξελίξεων στον κύκλο της καπιταλιστικής παραγωγής, οι οποίες πρώτα από όλα καθορίζονται από τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, με την ανισομετρία και την αναρχία που τον χαρακτηρίζουν.
Ωστόσο, οι εξελίξεις αυτές πρέπει να εξετάζονται και παράλληλα με τις ενδοϊμπεριαλιστικές διεργασίες, σε μια περίοδο κατά την οποία αναδιατάσσονται και επαναπροσαρμόζονται διάφορες συμμαχίες στη Μέση Ανατολή, αλλά και ευρύτερα.
Μέσα σε αυτήν την έντονη ρευστότητα, για παράδειγμα, προχωρά το παζάρι της Τουρκίας με πολλές ισχυρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, όπως η Γερμανία, αλλά και γενικότερα η ΕΕ.
Τους τελευταίους μήνες υψώθηκαν αρκετά οι τόνοι εκατέρωθεν, ωστόσο δεν έλειψαν στιγμή οι επισημάνσεις αφενός για τη σημασία που έχει η τουρκική αγορά (ως μέγεθος αλλά και από γεωγραφικής πλευράς) για τους Ευρωπαίους επενδυτές, αφετέρου για τη σημασία που έχει και η Ευρώπη για την υπεράσπιση της θέσης (όπως τουλάχιστον σήμερα την εκτιμά) του τουρκικού κεφαλαίου.
Τέτοιες επισημάνσεις έγιναν και στις αρχές της βδομάδας, σε συνάντηση Τούρκων και Γερμανών επιχειρηματιών στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο Τούρκος υπουργός Οικονομίας Μεχμέτ Σιμσέκ υποστήριξε ότι οι σχέσεις Βερολίνου - Αγκυρας βρίσκονται σε πορεία ανάκαμψης και ότι καλώς οι επενδυτές των δύο πλευρών δεν δίνουν «μεγάλη σημασία» στο «πολιτικό κλίμα».
Μάλιστα, ο Ερντογάν συζήτησε τηλεφωνικά με τον Πρόεδρο και με την καγκελάριο της Γερμανίας, Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάγερ και Αγκελα Μέρκελ αντίστοιχα, για την ανάγκη να γίνουν βήματα «αντιμετώπισης» των εντάσεων και των διαφωνιών που υπάρχουν. Πριν μερικές βδομάδες, αντίστοιχα ζητήματα συζητήθηκαν και στην επίσκεψη του Γερμανού ΥΠΕΞ Ζίγκμαρ Γκάμπριελ στην Αττάλεια, όπου ο Τούρκος ομόλογός του Μεβλούτ Τσαβούσογλου τον φιλοξένησε για μερικές ώρες, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Ολα αυτά είναι μερικές μόνο πλευρές που φανερώνουν μια έντονη κινητικότητα, αλληλεπιδρώντας φυσικά με ευρύτερες επενδυτικές και γεωπολιτικές ισορροπίες σε Μέση Ανατολή και όχι μόνο.
Αλλωστε, η Γερμανία παραμένει ένας από τους βασικότερους εμπορικούς εταίρους της Τουρκίας. Χαρακτηριστικά, όπως έδειξαν και τα στοιχεία για το φετινό Οκτώβρη, βασικός προορισμός των τουρκικών εξαγωγών ήταν η Γερμανία (με 1,45 δισ. δολάρια). Ακολουθούσε το Ηνωμένο Βασίλειο με 890 εκατ. δολάρια, οι ΗΠΑ με 771 εκατ. και η Ιταλία με 746 εκατ.
Πρέπει ακόμα να σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο μήνα οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 9% (φτάνοντας τα 13,9 δισ. δολάρια), ενώ οι εισαγωγές κατά 25% (φτάνοντας τα 21,2 δισ.).
Βασικότερος εισαγωγέας προϊόντων και υπηρεσιών προς την Τουρκία ήταν η Κίνα (με 2,1 δισ. δολάρια), ενώ ακολουθούσαν και πάλι η Γερμανία (με 2,03 δισ.), η Ρωσία (με 1,8 δισ.) και η Ιταλία (με 1,08 δισ.).