Τη Δευτέρα εισάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης για τη «νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου», την ώρα που με αφορμή το νομοσχέδιο, από τα ΜΜΕ γίνεται μια επιλεκτική παρουσίαση απόψεων φορέων, κοινοτήτων κ.λπ., «θάβοντας» τις τοποθετήσεις των επιστημονικών ενώσεων.
Την αντίθεσή της στις προβλέψεις του νομοσχεδίου, που αφορούν τα ανήλικα άτομα, εκφράζει η Παιδοψυχιατρική Εταιρεία Ελλάδος - Ενωση Ψυχιάτρων Παιδιών και Εφήβων (ΠΕΕ - ΕΝΩΨΥΠΕ). Η Εταιρεία εκφράζει την αντίθεσή της όσον αφορά «την επέκταση της δυνατότητας αλλαγής φύλου σε άτομα αυτής της ηλικίας (15 μέχρι την ενηλικίωση), ηλικία η οποία χαρακτηρίζεται από ρευστότητα της διαμορφούμενης ταυτότητας φύλου». Επισημαίνει ακόμα πως δεν υπάρχουν ερευνητικά δεδομένα «για εφήβους που έχουν κάνει νομική "μετάβαση" και για τις συνέπειες μιας τέτοιας πρακτικής». Με βάση αυτά τα δεδομένα εκφράζει τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς της ότι «η εμπλοκή των εν λόγω νέων στη διαδικασία θα επιβαρύνει παρά θα βελτιώσει την ψυχική τους κατάσταση».
Αναπτύσσει τον προβληματισμό της, αξιοποιώντας τη σύγχρονη ιατρική βιβλιογραφία, επισημαίνοντας ότι «στα άτομα με δυσφορία φύλου παρουσιάζεται υψηλότερη ψυχοπαθολογία σε σχέση με το γενικό πληθυσμό». Επίσης, παρατηρούνται υψηλά ποσοστά «κατάθλιψης και αυτοκτονικότητας, που δεν υποχωρεί με ιατρικές διαδικασίες αλλαγής φύλου, η δυσφορία παραμένει, παρά τυχόν επιτυχείς κοινωνικές μεταβάσεις».
Αναφέρεται, ακόμη, ότι στην πρόσφατη έκδοση των κατευθυντήριων οδηγιών πρακτικής επισημαίνεται «η πολύ μεγάλη πολυπλοκότητα της Διαταραχής Ταυτότητας/Δυσφορίας Φύλου στην παιδική και εφηβική ηλικία». Παράλληλα, η επιστολή υποστηρίζει «την ανάγκη αξιολόγησης πιθανών δυσμενών ψυχολογικών και κοινωνικών εκβάσεων στη ζωή του ατόμου (ψυχική υγεία, φίλοι, οικογένεια, επάγγελμα, κοινωνικός ρόλος)». Εκφράζονται επιφυλάξεις σε σχέση με την προϋπόθεση της γονικής συναίνεσης καθώς «είναι γνωστό ότι η επιμένουσα στην εφηβεία Δυσφορία Φύλου μπορεί να έχει τροφοδοτηθεί από γονεϊκή ανοχή ή και ενθάρρυνση. Επιπλέον, η γονεϊκή ψυχοπαθολογία αποτελεί ένα από τα σταθερά πλέον ευρήματα».
Ακόμα και σε επιστημονικές ενώσεις που θεωρούν ότι το νομοσχέδιο κινείται σε θετική κατεύθυνση, όπως η Ελληνική Ψυχιατρική Εταιρεία, υπάρχουν προβληματισμοί, όπως οι εξής: «Εχει επιλεγεί από τον νομοθέτη η παράκαμψη της ιατρικής εκτίμησης του αιτήματος και του ιατρικού πιστοποιητικού... Σε κάποιες περιπτώσεις, όμως, όταν συνυπάρχει ενεργή ψυχοπαθολογία (π.χ. σχιζοφρένεια ή διπολική συναισθηματική διαταραχή), αυτή δεν μπορεί να εκτιμηθεί. Το βάρος της εκτίμησης του αιτήματος επωμίζεται ο δικαστής». Και θέτει ως ερωτήματα για το πώς θα αποφασίσει ο δικαστής: «Στην βάση ενός υπομνήματος που θα συνοδεύει την αίτηση και θα περιέχει κοινωνικές και ιατρικές πληροφορίες; Στη βάση πραγματογνωμοσύνης που θα διατάξει;».
Στο μεταξύ, το νομοσχέδιο έχει προκαλέσει την αντίδραση της Εκκλησίας, η οποία το καταγγέλλει από αναχρονιστικές θέσεις.
Συγκεκριμένα, η Ιερά Σύνοδος ζήτησε την απόσυρση του εν λόγω νομοσχεδίου, μία μέρα μετά από το ψήφισμά της, με το οποίο αρνείται να καθίσει στο τραπέζι του διαλόγου με την κυβέρνηση για τη συνταγματική αναθεώρηση και τον προσδιορισμό των σχέσεων Εκκλησίας - κράτους. Οι ιεράρχες απευθύνουν «ύστατη έκκληση στο σύνολο του πολιτικού κόσμου να αρθεί στο ύψος της ευθύνης και αποστολής του και να αποσύρει το νομοσχέδιο», υποστηρίζοντας ότι αυτό «προκαλεί το αίσθημα της κοινωνίας και τορπιλίζει τον ιερό θεσμό της οικογένειας» καθώς το φύλο είναι «ιερή παρακαταθήκη», όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν.
Για το ίδιο θέμα τοποθετήθηκε και η Ιερά Κοινότητα του Αγίου Ορους, η οποία σε επιστολή προς τους υπουργούς Παιδείας και Δικαιοσύνης και όλους τους βουλευτές, διερωτάται αν είναι δυνατόν να «καταστρατηγείται απροκάλυπτα ο νόμος του Θεού». Ζητάει επίσης την απόσυρση του νομοσχεδίου ή τη δυνατότητα να αποφασίσει ο λαός μέσω δημοψηφίσματος, ενώ εγείρει ζήτημα και για το βιβλίο των Θρησκευτικών.
Απ' την πλευρά του, το Μέγαρο Μαξίμου, που επιμένει στις αντιεπιστημονικές θέσεις του, υποστήριξε πως «οι απόψεις και θέσεις της Εκκλησίας που κατατίθενται στη δημόσια συζήτηση είναι απολύτως σεβαστές» και πως «η κυβέρνηση με παρρησία και πάντοτε μέσα από το διάλογο συνεχίζει να επιδιώκει τομές για την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων όλων των πολιτών, ανεξαρτήτως θρησκεύματος, καταγωγής, φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού».