Κυριακή 30 Ιούλη 2017
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 10
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΓΥΑΡΟΣ
«Απαγορεύεται»

Ημερολόγιο της φυλακής, από τον Αντρέα Νενεδάκη

Γυάρος: Τόπος εξορίας από το 1947 μέχρι το 1952, από το 1955 μέχρι το 1961 και από το 1967 μέχρι το 1974.

Το 2001 η Γυάρος ανακηρύχθηκε ιστορικό μνημείο και απαγορεύτηκε κάθε οικοδομική δραστηριότητα. Στη συνέχεια, όμως, η απαγόρευση έπαψε να ισχύει καθώς εμφανίστηκαν επενδυτές που ζητούσαν να στήσουν ανεμογεννήτριες. Πριν από λίγες μέρες έγινε ένα ακόμα βήμα για τον αποχαρακτηρισμό του νησιού ως ιστορικού τόπου και τη βάφτισή του σε προστατευμένη οικολογική περιοχή. Οι ιθύνοντες του WWF υπόσχονται έναν πακτωλό χρημάτων από το πρόγραμμα «Cyclades Life».

Ομως, στο θανατονήσι έχουν μαρτυρήσει «το γάλα της μάνας τους» περισσότεροι από 20.000 κρατούμενοι και καθετί πάνω σ' αυτό φέρνει τα σημάδια τους. Κόντρα στις επιδιώξεις διαφόρων για κερδοφόρα χρήση του νησιού, ο «Ριζοσπάστης» αρχίζει από σήμερα τη δημοσίευση αποσπασμάτων από το συγκλονιστικό βιβλίο του Αντρέα Νενεδάκη με τον τίτλο «Απαγορεύεται», που δεν είναι άλλο από ένα ημερολόγιο φυλακής. Ενα ημερολόγιο, μάλιστα, από την πιο σκληρή περίοδο λειτουργίας αυτής της φυλακής. Την περίοδο 1947 - 1950.

Οπως σημειώνει ο ίδιος ο συγγραφέας, «αυτό το βιβλίο το 'γραψαν με το αίμα τους οι πολιτικοί κρατούμενοι της Γιούρας, εγώ αντίγραψα».

Ας αφήσουμε, λοιπόν, τους ίδιους τους κρατούμενους να μιλήσουν:

***

«Είμαστε πεντακόσιοι πενήντα ένας πολιτικοί κρατούμενοι από τις φυλακές της Καλαμάτας, με το προσωπικό και με το διευθυντή μαζί. Βγήκαμε στις 5 το πρωί κι αντικρίσαμε ένα μαύρο όγκο που ξεπετιόταν μέσα από τη θάλασσα με κλίση 45° - ήτανε η Γιούρα.

(...) Οπως είμαστε φορτωμένοι και στη γραμμή, παρατάχτηκαν οι χωροφύλακες με "εφ' όπλου λόγχη" και με αυτόματα από τις δυο πλευρές. Ενας αντισυνταγματάρχης διάταξε ησυχία κι άρχισε να μιλεί:

-- Συνέλθετε. Βρισκόσαστε στη Γιούρα, θα τα ξεχάσετε όλα όσα ξέρετε. Πας άφρων θα παταχθεί αμειλίκτως, πληρώνοντας το παράπτωμά του ακόμα και με τη ζωή του. Εχω δώσει διαταγή εις την φρουράν, για καθετί που θ' αντιληφθεί, ν' ανοίξει πυρ άνευ νεωτέρας μου διαταγής!

Μέναμε ακίνητοι - κανείς δεν ήτανε "άφρων" (...) Οι χωροφύλακες με τους αλφαμίτες μάς ρίχτηκαν, μας έσπρωχναν, μας έβριζαν και μας χτυπούσαν (...) Ο ήλιος σε λίγο βγήκε μέσα από τη θάλασσα, άρχισε να ψηλώνει, ν' ανεβαίνει μεσούρανα και να μας παίρνει και την τελευταία ανάσα. Οι σκοποί άλλαζαν, έπιναν νερό, κατουρούσαν, σε μας απαγορεύονταν όλα - στέκαμε εκεί περιμένοντας.

Ο τόπος ήτανε σκληρός. Μικρές πέτρες αλωνισμένες από την αλμύρα και τον αέρα άφριζαν πάνω στο χώμα (...) Δυο μέτρα δίπλα μας ήταν η θάλασσα. Πόσο επιθυμούσαμε όλοι ν' ακουμπήσουμε τα κουρασμένα μας κορμιά εκεί στον αφρό, να πλησιάσουμε εκεί που έγλειφε το κύμα, να πλύνουμε τα πόδια και τα χέρια μας και να υγραθεί το φρυγμένο μας στόμα.

Κάθε λίγο ερχόταν ένας ανθυπασπιστής της Επιμελητείας με τους βοηθούς του και χτυπούσε χωρίς διάκριση - ήταν αποσπασμένος στη Γιούρα από το Γενικό Επιτελείο για την επίβλεψη του υλικού.

-- Είσαι παντρεμένος; ρωτούσε έναν κρατούμενο.

Αν ήταν παντρεμένος, έπεφτε πάνω του φωνάζοντας και βρίζοντας:

-- Και πού την άφησες, μωρέ, τη γυναίκα σου; Πού την πούλησες;

Αν ήταν ανύπαντρος ο κρατούμενος, χειρότερα.

-- Δεν παντρεύτηκες για να μην έχεις υποχρεώσεις... Το Κόμμα παντρεύτηκες, μωρέ; Καλύτερα που δεν παντρεύτηκες, για να μην έχεις αποσπορίδια.

Ηταν με τα καλά του - έτσι φαινόταν. Ομως, έτσι που κάθε λίγο τον έπιανε ξαφνικά και, βγαίνοντας από τη σκηνή έτρεχε φωνάζοντας και ρωτώντας τα ίδια και τα ίδια συνέχεια από το πρωί, σου 'ρχόταν να γελάσεις.

-- Είσαι παντρεμένος; Δεν είσαι;

Και δώσ' του και χτυπούσε αλύπητα.

(...) Εσπασαν κεφάλια, χτύπησαν κορμιά, ώσπου κουράστηκαν. Μερικούς τους χτυπούσαν έως αργά το βράδυ (...) Ηταν η πρώτη νύχτα της Γιούρας.

12-7-47

(...) Πριν βγει ο ήλιος, τριγύρω στους λόφους άρχισαν τους πυροβολισμούς (...) Ο πρώτος που σήκωσε το κεφάλι του από περιέργεια δέχτηκε ομαδικές ροπαλιές. Οι άλλοι γύρω του, όσοι κουνήθηκαν, έπαθαν τα ίδια κι όσοι έμειναν ακίνητοι, όσοι θέλοντας να γλιτώσουν έκαναν τους αδιάφορους, δέχτηκαν ολόκληρη μπόρα.

-- Ωστε είσαι ψύχραιμος; Πώς σε λένε; Είσαι ο στρούκτορας οπωσδήποτε.

(...) Μας παράταξαν πάλι. Η γραμμή τώρα ήταν δεκαπλή με το μέτωπο προς την ξηρά, με τα πράγματά μας δίπλα και τριγύρω οι σκοποί, οι φύλακες και οι αλφαμίτες. Δε μιλούσε κανείς - σχεδόν δεν αναπνέαμε - κι όμως, οι κραυγές τους δε σταματούσαν (...) Ο πρώτος γδύθηκε τσίτσιδος. Του 'πιασαν τα ρούχα, τα πασπάτευαν και τον κορόιδευαν με διάφορους τρόπους: Ενας έχωνε στ' αχαμνά του το ντουφέκι, άλλος το ζαχαροκάλαμο που κρατούσε κι άλλοι, όλοι μαζί, φώναζαν, τίναζαν τα ρούχα του και τον κλοτσούσαν ή τον έφτυναν.

-- Ανθρωπος για να διοικήσει τον τόπο.

-- Για τον αγώνα ήρθες εδώ, μωρέ;

-- Κοίτα τον ψωριάρη.

-- Αυτός είναι ο συναγωνιστής, μωρέ;

Και γυρνώντας σε μας, μας τον έδειχναν όπως ήταν γυμνός, φτυσμένος και καταματωμένος.

- Να, μωρέ, ο γραμματέας σας! Να...

Ημαστε όλοι βαθμούχοι - γραμματείς, στρούκτορες, αρχηγοί, κομματάρχες. Δεν έμεινε άνθρωπος χωρίς βαθμό και δίχως διάκριση.

Η μέρα δεν τέλειωνε. Ενας - ένας περνούσε, γδυνόταν κι άρχιζαν από την αρχή. Είχαν αφρίσει, στα στόματά τους άσπριζε πηχτό σάλιο. Ιδρωναν όπως χόρευαν και πηδούσαν και τα λαιμά τους έσταζαν. Σήκωναν σκόνη με το τσουροβόλημα, ξετίναζαν τις κουβέρτες και έσκιζαν τις ραφές τους για κανένα σημείωμα ή χαρτί, ξεχώριζαν καθετί που είχε αξία (...)

-- Πού τα βρήκες, μωρέ, τα ψαλίδια;

-- Φονιά.

-- Δεκεμβριανός είσαι;

Και τα ξεχώριζαν με προσοχή, τα 'βαζαν σε σωρό χωριστά ή τα τρύπωναν στις τσέπες τους.

Οι καντινιέρηδες έπαθαν του Χριστού τα πάθη. Ολοι κρατούσαμε ένα δέμα της καντίνας με ξυραφάκια, οδοντόπαστες, μερικά ψιλικά, κονσέρβες ή κανένα κουτί γλυκό - το 'χαμε χρεωθεί και είχαμε δώσει αποδείξεις παραλαβής. Μόλις βρέθηκε η πρώτη κονσέρβα σ' έναν μπόγο άρχισε ένα φοβερό πανηγύρι.

-- Να το, φονιά, το εργαλείο σου, δεν το ξέχασες... Από το Δεκέμβρη, μωρέ, το φυλάεις... (...)

14-7-47

Πριν βγει ο ήλιος αρχίσαμε τη δουλειά (...) Επρεπε ν' ανοίξουμε και λάκκους γι' αποχωρητήρια. Διάλεξαν ένα χώρο δίπλα μας.

-- Να το πάρετε απόφαση, εδώ θα τα κάνετε όλα. Αυτός ο τόπος είναι τώρα η ζωή σας, μήτε αυτόν, όμως, τον ορίζετε.

Ενας κρατούμενος ζήτησε σκαπανικά για τ' αποχωρητήρια και τον έδειραν. Τον χτύπησαν όλοι μαζί δίπλα στους λάκκους, έμεινε εκεί όλη τη μέρα γιατί δεν μπορούσε να σηκωθεί. Αυτό ήταν γι' αυτόν το χειρότερο: Οποιος φύλακας περνούσε από δίπλα του, τον χτυπούσε, βογκούσε και η σκόνη που σηκωνόταν του ξέρανε τις πληγές και το πρόσωπό του έγινε αγνώριστο.

15-7-47

Οι περισσότεροι έχουν καταδικαστεί για τα πολιτικά τους φρονήματα, για τα Δεκεμβριανά κι άλλοι με τα έκτακτα μέτρα. Μαζί έχουν κουβαληθεί και ποινικοί κατάδικοι. Τούτοι, όμως, ξεχώρισαν μόλις φτάσανε στη Γιούρα: Μπήκαν σ' έτοιμες σκηνές, συντάχτηκαν σε ιδιαίτερη γραμμή και παίρνουν πρώτοι συσσίτιο. Μαζί με αυτούς είναι και οι δοσίλογοι.

Ολοι οι άλλοι είναι αριστεροί, κομμουνιστές, πολλοί απλοί δημοκρατικοί και άλλοι αχρωμάτιστοι, που βρέθηκαν χωρίς να το καταλάβουν στη φυλακή μπλεγμένοι σε μια υπόθεση τυχαία. Ωσπου να φτάσουνε στη Γιούρα είχαν περάσει φοβερές μέρες. Οι Δεκεμβριανοί έχουν ο καθένας στην πλάτη δυο - τρία χρόνια, με βασανιστήρια στα κρατητήρια, με ξυλοδαρμούς, με τραύματα και η υγεία ολωνών είναι κλονισμένη, τους λένε στασιαστές, φονιάδες, εγκληματίες και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς.

Των "μέτρων τάξεως" πάλι είναι όσοι έχουν πιαστεί στις πολιτείες και στο ύπαιθρο και που τους έχουν στείλει στο Στρατοδικείο με τις γνωστές κατηγορίες του Γ΄ Ψηφίσματος, του 509/47 και 375/36 των Τακτικών. Πολλοί δεν έχουν ιδέα μήτε γιατί τους κατηγορούν, μήτε γιατί τους δίκασαν, άλλοι είναι υπόδικοι ακόμα με κατηγορίες διάφορες. Ολοι, όμως, έχουν αρνηθεί ν' αποκηρύξουν τα πολιτικά τους φρονήματα και αυτός είναι ο σπουδαιότερος λόγος που τους δίκασαν ή που τους κρατούν υπόδικους.

16-7-47

Ακούστηκε πως πριν 'ρθει το τάγμα των σκαπανέων πέρασε από 'δω ο κουλοχέρης, ο Γουίκαμ, ο Αγγλος οργανωτής για τις φυλακές στην Ελλάδα. Γύρισε όλη τη χώρα σε νησιά και σε πέλαγα και στο τέλος διάλεξε τη Γιούρα. Ενας φύλακας, που είναι από τους ανθρώπους που δεν παίρνουν μέρος στις επιχειρήσεις εναντίον μας, είπε:

-- Ας όψεται ο κουλοχέρης, που στύλωσε τούτη τη φυλακή και βασανίζεστε και σεις και μεις.

Τέτοιες κουβέντες τις ακούει κανείς σπάνια, όμως, η αλήθεια είναι πως οι παλιοί φύλακες του σωφρονιστικού κλάδου φέρονται οι περισσότεροι ανθρωπινά. Οι άγριοι, εκείνοι που μας μισούν και μας βασανίζουν, ήταν όλοι στα Τάγματα Ασφαλείας και στις οργανώσεις των κατακτητών.

(...) Η σπηλιά είναι 2χ2 με τοίχο μπρος στο άνοιγμα και χτιστό ντουβάρι, είναι γεμάτη σκορπιούς που ξετρυπώνουν μέσα από τα βάθη της (...) Οποιος μπει εκεί μέσα δεν ησυχάζει στιγμή - ο Σουπιώνης, ο φύλακας του πειθαρχείου, είναι θηρίο (...) Ξαφνικά και τη στιγμή που ακούγονταν τα ουρλιαχτά ενός κρατούμενου στο πειθαρχείο, ακούστηκε μια γυναικεία φωνή:

-- Μη χτυπάτε, βρε εγκληματίες. Θα πάω στην Αθήνα και θα σας περάσω στο "Ριζοσπάστη".

Την άλλη μέρα μάθαμε πως ήταν η γυναίκα του αντισυνταγματάρχη των σκαπανέων.

Ολες αυτές οι νύχτες είναι νύχτες αγρύπνιας και τρόμου (...) Ολοι λένε πως ο Σουπιώνης χασισώνεται με τους βοηθούς του και ξεσπούν στο πειθαρχείο».

Βιογραφικό

Ο Ανδρέας Νενεδάκης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο. Το 1941 δημοσίευσε στην εφημερίδα «Νίκη» ένα ποίημα για την Αλβανία. Την ίδια χρονιά έφυγε για τη Μέση Ανατολή και κατατάχτηκε στο στρατό. Πολέμησε στη μάχη του Ελ Αλαμέιν και το 1944 καταδικάστηκε σε θάνατο για τη συμμετοχή του στο κίνημα της Μέσης Ανατολής. Την περίοδο που υπηρετούσε τη θητεία του στη Μέση Ανατολή, άρχισε να γράφει θέατρο. Εζησε οχτώ χρόνια διωγμών και φυλακίσεων, έως το 1954. Το 1954 εξέδωσε το χρονικό «Μπιρ Χακίμ» και ακολούθησαν πεζογραφήματα, μελέτες και άρθρα του σε εφημερίδες και περιοδικά. Στη διάρκεια της δικτατορίας έζησε στη Γαλλία και τη Σουηδία. Εκτός από το «Απαγορεύεται» έχει γράψει επίσης: «Ασπροι φράχτες», «Τα πορτοκάλια είναι πικρά τον Οχτώβρη», «Οι μαργαρίτες του αγίου», «Ο ζωγράφος Τσίγκος στον πόλεμο και στη φυλακή», «Svart April» («Μαύρος Απρίλης», κυκλοφόρησε πρώτα στα Σουηδικά), «Ο κρητικός πόλεμος», «Δέκα γυναίκες», «Το παλικάρι», «Το χειρόγραφο της Σχολής Καλών Τεχνών», «Παλιές φωτογραφίες», «Ο εφεδροπατέρας», κ.ά. Το 1992 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο για το μυθιστόρημά του «Οι βουκέφαλοι».


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ