Κυριακή 23 Ιούλη 2017
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 31
ΔΙΕΘΝΗ
ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Προεκλογικά «ταξίματα» για την ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου

Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες διεκδικούν την καγκελαρία και υπόσχονται να εκπληρώσουν όλες τις απαιτήσεις των επιχειρηματικών ομίλων

Οι γιγαντοαφίσες των δύο βασικών κομμάτων κάνουν την εμφάνισή τους για τις εκλογές του Σεπτέμβρη
Οι γιγαντοαφίσες των δύο βασικών κομμάτων κάνουν την εμφάνισή τους για τις εκλογές του Σεπτέμβρη
Ενόψει των ομοσπονδιακών εκλογών στη Γερμανία στις 24 Σεπτέμβρη, οι σημερινοί κυβερνητικοί εταίροι, Χριστιανοδημοκράτες (CDU/CSU) υπό την Αγκελα Μέρκελ και Σοσιαλδημοκράτες (SPD) υπό τον Μάρτιν Σουλτς, διαγκωνίζονται ποιος θα εκπροσωπήσει καλύτερα τους γερμανικούς επιχειρηματικούς ομίλους. Τα δύο βασικά κόμματα που διεκδικούν την καγκελαρία έχουν υιοθετήσει στα προγράμματά τους κάθε απαίτηση του γερμανικού κεφαλαίου. Ετσι, δύσκολα διακρίνονται διαφορές στις προεκλογικές τους θέσεις, παρά μόνο σε επιμέρους διαχειριστικά ζητήματα. Οσον αφορά τις συνθήκες ζωής και εργασίας, τα δύο κόμματα δεν υπόσχονται παρά ορισμένα ψίχουλα, την ώρα που τα αντεργατικά μέτρα που εφαρμόζονται με μεγαλύτερη ένταση την τελευταία δεκαετία καταδικάζουν ένα σημαντικό τμήμα των Γερμανών σε φτώχεια, ελαστική εργασία συχνά χωρίς ασφάλιση, συντάξεις πείνας.

Αρχικά, ας αφήσουμε τους αριθμούς να «μιλήσουν»: Η Γερμανία είναι η τέταρτη ισχυρότερη καπιταλιστική οικονομία στον κόσμο, με ρυθμό ανάπτυξης που φέτος αναμένεται στο 1,8%, με δημοσιονομικό πλεόνασμα στο 0,8% πέρυσι και με το εμπορικό της πλεόνασμα να σπάει ρεκόρ κάθε μήνα - το Μάη αυξήθηκε ξανά φτάνοντας στα 17,3 δισ. ευρώ. Επίσης προβλέπεται το δημόσιο χρέος της να μειωθεί κάτω του 60% του ΑΕΠ ως το 2020. «Πρέπει να εργαστούμε όλοι για να διασφαλίσουμε ότι σε τέσσερα χρόνια θα είμαστε εξίσου καλά όπως σήμερα ή και καλύτερα. Αυτό είναι κάθε άλλο παρά δεδομένο. Αλλά μπορούμε να το διαχειριστούμε», τονίζει η Γερμανίδα καγκελάριος.

Επενδύσεις, επιδοτήσεις, φοροελαφρύνσεις

Ενσωματώνοντας τις απαιτήσεις των Γερμανών βιομηχάνων (BDI), Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες υπόσχονται περισσότερες δημόσιες επενδύσεις για βελτίωση των υποδομών, όπως π.χ. του οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου για μεταφορά των εμπορευμάτων, αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης της Ερευνας, της καινοτομίας και της ψηφιοποίησης, επιδοτήσεις και φοροελαφρύνσεις στις «καινοτόμες» επιχειρήσεις, συνολικά μείωση της φορολογίας των γερμανικών επιχειρήσεων. Αξιοποιώντας τα πλεονάσματα των τελευταίων ετών, οι δυο διεκδικητές της καγκελαρίας τάζουν στα μονοπώλια δημόσιες επενδύσεις με λεφτά του γερμανικού λαού για έργα που θα ανεβάσουν την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου.

Ενδεικτικά, είπε η Α. Μέρκελ μιλώντας σε επιχειρηματίες: «Τα τελευταία χρόνια έχουμε αυξήσει σημαντικά τις επενδύσεις στις μεταφορές, ενώ για το 2018 έχουμε προγραμματίσει ένα ποσό ρεκόρ, περίπου 14,2 δισ. ευρώ». Επίσης, σταδιακά έως το 2025, Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες υπόσχονται ότι το 3,5% του ΑΕΠ θα κατευθύνεται ποικιλοτρόπως σε επιχειρήσεις που προωθούν την Ερευνα και την καινοτομία.

Και οι δύο μιλούν επίσης για αύξηση των αμυντικών δαπανών και ενίσχυση του στρατού της Γερμανίας. Παράλληλα, υποστηρίζουν το Κοινό Ευρωπαϊκό Ταμείο Αμυνας και Ασφάλειας και την ενίσχυση της Κοινής Ευρωπαϊκής Πολιτικής Αμυνας και Ασφάλειας, κάτι που έχουν καλωσορίσει και οι Γερμανοί βιομήχανοι.

Τόσο οι CDU/CSU όσο και το SPD τάσσονται υπέρ της «νόμιμης» μετανάστευσης, ανάλογα με τις ανάγκες της αγοράς για εργατικό δυναμικό, και δεσμεύονται για καλύτερη φύλαξη των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ. Ανακοινώνουν ότι θα απελαύνονται οι πρόσφυγες των οποίων τα αιτήματα ασύλου απορρίπτονται και όσοι αλλοδαποί διαπράττουν εγκλήματα. Στο πλαίσιο της έντασης της καταστολής, δηλώνουν πως θα προσληφθούν 15.000 επιπλέον αστυνομικοί.

Χαμηλή σύνταξη το νωρίτερο στα 67 χρόνια

Στον οικονομικό «γίγαντα» που λέγεται Γερμανία, το 16% των συνταξιούχων ζει σε συνθήκες φτώχειας. Ακόμα περισσότεροι είναι οι συνταξιούχοι που δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα με τις συντάξεις τους, ακόμα και μετά από 40 χρόνια δουλειάς. Κανένα από τα δύο μεγάλα κόμματα δεν δεσμεύεται για ουσιαστική βελτίωση αυτής της κατάστασης.

Το SPD ανακοινώνει «πάγωμα» των συντάξεων μέχρι το 2030 στο σημερινό επίπεδο του 48% του μέσου μισθού (περίπου 1.300 ευρώ) και όριο ηλικίας συνταξιοδότησης στα 67 (από το 2029), όπως έχει ήδη αποφασιστεί. Παράλληλα κατηγορεί τους Χριστιανοδημοκράτες ότι θα μειώσουν κι άλλο τις συντάξεις, στο 43% του μέσου μισθού έως το 2030, αλλά και ότι θα αυξήσουν το όριο ηλικίας στα 70 χρόνια εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού. Οι CDU/CSU δεν έχουν ανακοινώσει αλλαγές στο συνταξιοδοτικό στο προεκλογικό τους πρόγραμμα.

Στο μεταξύ, το SPD παρουσιάζει ως αίτημα μπροστά στις εκλογές τη θεσμοθέτηση της σύνταξης αλληλεγγύης («Solidarrente»), δηλαδή μια «κατώτατη εγγυημένη σύνταξη» λίγο πάνω από το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα («Hartz IV»), που είναι περίπου 800 ευρώ, σύνταξη πείνας για τα δεδομένα της Γερμανίας. Η πρόταση των Σοσιαλδημοκρατών βασίζεται στην εξής ζοφερή πραγματικότητα, η οποία δεν πρόκειται να αλλάξει στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής: Ενας συνταξιούχος μετά από 40 χρόνια δουλειάς, που αμειβόταν με τον κατώτερο μισθό (8,5 ευρώ μεικτά την ώρα), παίρνει σύνταξη κατώτερη του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη για όσους έχουν μείνει για μεγάλα διαστήματα άνεργοι, ή αμείβονται με ακόμη λιγότερα, όπως εργαζόμενοι με μερική ή ελαστική απασχόληση, γυναίκες με μικρά παιδιά που πρέπει να μείνουν στο σπίτι με τα παιδιά (συνηθισμένο στη Γερμανία) γιατί οι βρεφονηπιακοί σταθμοί είναι λίγοι και ακριβοί, ή μητέρες που αναγκάζονται να δουλεύουν με μειωμένο ωράριο.

Για να προκύψει ένα «βιώσιμο συνταξιοδοτικό σύστημα», παρά τη γήρανση του πληθυσμού, και να μην μειωθούν περαιτέρω οι συντάξεις, το SPD προτείνει να αυξηθούν οι εισφορές σύνταξης (τις μοιράζονται εργαζόμενοι και εργοδότες) από 18,7% που είναι σήμερα σε 22%.

Η ελαστική εργασία είναι το παρόν και το μέλλον

Στη Γερμανία σχεδόν οι μισοί εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα - 16,5 εκατ. άνθρωποι - είναι με «άτυπες μορφές εργασίας», δηλαδή μερική απασχόληση, προσωρινοί ή έκτακτοι και «mini jobs». Οι τελευταίοι ξεπέρασαν τα 7,5 εκατ. το 2016 και είναι εργαζόμενοι με χαμηλά αμειβόμενη (της τάξης των 450 ευρώ), βραχυπρόθεσμη και συνήθως ανασφάλιστη εργασία. Ετσι, δεν προκαλεί εντύπωση που το 10% των εργαζομένων στη χώρα απειλούνται από τη φτώχεια.

Αυτές οι εργασιακές σχέσεις μειώνουν το «κόστος» εργασίας για τους επιχειρηματικούς ομίλους, ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα και τα δύο κόμματα δεν είναι διατεθειμένα να αλλάξει αυτό. Εξάλλου, σύμφωνα με τις υποδείξεις των Γερμανών βιομηχάνων, η ψηφιοποίηση της οικονομίας και της παραγωγής - με την άνοδο της παραγωγικότητας και τις λιγότερες ώρες δουλειάς - απαιτεί «οι ευέλικτες μορφές εργασίας να μην εμποδίζονται από τις νομοθετικές ρυθμίσεις». Ετσι, σε μια προσπάθεια να εκτονωθεί η λαϊκή δυσαρέσκεια και να φανεί ότι από την καπιταλιστική ανάπτυξη «επωφελούνται όλοι», η Α. Μέρκελ μιλά για αποτροπή των «καταχρήσεων» και ο Μ. Σουλτς για κατάργηση των «αναίτιων λήξεων των συμβάσεων»...

Το Γερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο «κρούει τον κώδωνα», καθώς «η έλλειψη εξειδικευμένων εργαζομένων εδραιώνεται ως Νο 1 κίνδυνος για τις επιχειρήσεις - και μάλιστα σε όλες τις περιοχές και σε πολλούς κλάδους». Αλλά και ο Σύνδεσμος Γερμανικών Βιομηχανιών ζητά την «προετοιμασία του εργασιακού περιβάλλοντος» για την ψηφιοποίηση: «Η εκπαίδευση και η διά βίου μάθηση να θεμελιωθούν στην κοινωνία, οι ψηφιακές δεξιότητες να διδάσκονται από νωρίς».

Γι' αυτό το λόγο, οι Σοσιαλδημοκράτες προτείνουν την επέκταση του επιδόματος της ανεργίας στα δύο χρόνια για όσους άνεργους συμμετέχουν σε προγράμματα κατάρτισης, ικανοποιώντας το αίτημα των εργοδοτών για ενίσχυση της κατάρτισης και της εξειδικευμένης εργασίας.

Φορολεηλασία των μικρών και μεσαίων εισοδημάτων

Ορισμένα «ψίχουλα» που προτείνονται από CDU/CSU και SPD για το γερμανικό λαό είναι η μείωση της φορολογίας κατά 15 δισ. ευρώ και η σταδιακή κατάργηση του «φόρου αλληλεγγύης» έως το 2020. Τα φορολογικά έσοδα της Γερμανίας είναι τεράστια και οι προβλέψεις ολοένα αναπροσαρμόζονται προς τα πάνω. Το 2020 τα φορολογικά έσοδα θα φτάσουν τα 825 δισ. ευρώ, δηλαδή θα αυξάνονται κάθε χρόνο τουλάχιστον κατά 10 δισ. ευρώ περισσότερο απ' ό,τι αναμενόταν.

Παράλληλα, όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι βρίσκονται στην υψηλότερη φορολογική κλίμακα. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του Ινστιτούτου Γερμανικής Οικονομίας, 2,4 εκατ. εργαζόμενοι βρίσκονται στον υψηλότερο φορολογικό συντελεστή του 42%, οι διπλάσιοι απ' ό,τι το 2005 (1,2 εκατ. εργαζόμενοι).

Η Γερμανία είναι «πρωταθλήτρια» σε φόρους και εισφορές, με σχεδόν το 50% του μεικτού μισθού ενός άγαμου χωρίς παιδιά εργαζόμενου να καταλήγει στα κρατικά και ασφαλιστικά ταμεία, όπως προκύπτει από έκθεση του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ). Για τους έγγαμους με δύο παιδιά (έχουν σχετικά μεγάλες φοροαπαλλαγές) οι φορολογικές και ασφαλιστικές εισφορές επί του μεικτού μισθού ανέρχονται σε 34%.

Ηδη έχουν πυροδοτηθεί συζητήσεις για ελαφρύνσεις των επιχειρηματικών ομίλων, με μείωση της φορολογίας και των ασφαλιστικών τους εισφορών. Ο υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, έχει πει: «Θα πρέπει να προσέξουμε ώστε ο παράγοντας εργασία να μην γίνει πολύ ακριβός στη Γερμανία».


Ε. Μ.


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ