Κυριακή 9 Σεπτέμβρη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 9
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
Ο μύθος της αντινεοφιλελεύθερης διαχείρισης της «παγκοσμιοποίησης»

Είναι δεδομένο ότι όλοι όσοι υποστηρίζουν ή αποδέχονται τη λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση», τη συνδέουν με την εξασφάλιση της δυνατότητας των οικονομιών των εθνικών κρατών να αντεπεξέρχονται στο διεθνή ανταγωνισμό και μέσω αυτού να κατακτούν μεγαλύτερα μερίδια στη διεθνή αγορά. Επιδιώκουν ανταγωνιστική «εθνική οικονομία» στη διεθνή αγορά, γιατί έτσι θα ενισχύεται αυτή η «εθνική οικονομία», αλλά και ενισχυμένη «εθνική οικονομία», για να αντεπεξέρχεται στον οξύτατο διεθνή ανταγωνισμό. Στη βάση αυτή παρουσιάζουν και τις διάφορες παραλλαγές στην πολιτική διαχείρισης, παίρνοντας επίσης υπ' όψιν την όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων και την αντιμετώπισή τους, προκειμένου να προστατέψουν το σύστημα.

Γιατί, όμως, συνδέουν την «παγκοσμιοποίηση» με τον ανταγωνισμό; Εχουμε ήδη αναφέρει σε προηγούμενα άρθρα ότι η διεθνοποίηση των καπιταλιστικών οικονομιών των διαφορετικών εθνών - κρατών, ως αντικειμενική τάση υπάρχει από τότε που ο καπιταλισμός εδραιώνεται ως κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Στην εποχή του ιμπεριαλισμού εντείνεται ολοένα και πιο πολύ. Αυτό εκφράζεται και στις σύγχρονες συνθήκες. Σε αυτόν, λοιπόν, τον αντικειμενικά αλληλεξαρτημένο και διαπλεκόμενο κόσμο, με δεδομένο τον ανταγωνισμό, αν θέλει ένα κράτος να διεκδικήσει μια θέση στη διεθνοποιημένη καπιταλιστική οικονομία, οφείλει να ακολουθήσει το δρόμο που χαράζουν τα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη.

Στην Ελλάδα, η ντόπια χρηματιστική ολιγαρχία και τα πολιτικά της κόμματα, αλλά και άλλα κόμματα που προσαρμόστηκαν στις ανάγκες του κεφαλαίου, αποδεχόμενα τη λογική της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης προβάλλουν το «μονόδρομο» της Ευρωπαϊκής Ενωσης, (ΕΕ), και του κοινού νομίσματος, φέρνοντας ως αντεπιχείρημα ότι έξω απ' αυτή την καπιταλιστική περιφερειακή ένωση η οικονομία απομονώνεται, γεγονός που όχι μόνο δεν είναι ωφέλιμο για την κοινωνία γενικά, για όλες τις τάξεις και τα κοινωνικά στρώματα, αλλά καταστροφικό. Δηλαδή, έξω από τους διεθνείς ή περιφερειακούς διακρατικούς οργανισμούς, δεν υπάρχουν ωφέλιμες διακρατικές σχέσεις, ιδιαίτερα στο επίπεδο της οικονομίας.

Επομένως, αποδέχονται, συμμετέχοντας ενεργητικά και δραστήρια, όλες τις κατευθύνσεις αυτών των οργανισμών και ενώσεων όπως είναι ο ΟΟΣΑ, το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα, ο ΠΟΕ κλπ.

Με τα ίδια επιχειρήματα αιτιολογείται και η συμμετοχή σε στρατιωτικοπολιτικούς οργανισμούς, όπως το ΝΑΤΟ, αναγκαία υποτίθεται για τη διεθνή ή συλλογική ασφάλεια, άρα και την υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων ενός κράτους.

«Στη λογική της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης, ως νομοτελειακής διαδικασίας σε προοδευτική κατεύθυνση, "τεκμηριώνεται" η κυβερνητική -και όχι μόνον- πολιτική για ενεργητική συμμετοχή της Ελλάδας στους πάσης φύσης διακρατικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς (π.χ. της "Σένγκεν", της συνοριακής αστυνομίας, γενικότερα των ειδικών υπηρεσιών παρακολούθησης και καταστολής, της εναρμόνισης του νέου "τρομονόμου" στις διεθνείς ιμπεριαλιστικές ανάγκες). Τεκμηριώνεται η ενεργητική συμμετοχή της Ελλάδας στους οικονομικο - πολιτικούς και στρατιωτικο - πολιτικούς σχεδιασμούς και στις στρατηγικές επιδιώξεις που αφορούν τη ΝΑ Ευρώπη, την Αν. Μεσόγειο, την Παρευξείνια ζώνη. Απώτερος στόχος για το ελληνικό καπιταλιστικό κράτος είναι η κατάκτηση μιας καλύτερης θέσης στο συγκεκριμένο περιφερειακό κόμβο του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος, υπό το δόγμα "η Ελλάδα χώρα επίκεντρο της νέας αρχιτεκτονικής ασφάλειας των Βαλκανίων και της Αν. Μεσογείου"». (ΚΟΜΕΠ, Τεύχος 3, 2001, σελ.10).

Στο επίπεδο της οικονομίας, αντικειμενικά η όξυνση του ανταγωνισμού και η κρίση, η δράση του νόμου της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους, απαιτούν συνεχώς την ολοένα και μεγαλύτερη απόσπαση υπεραξίας, την ολοένα και μεγαλύτερη πραγματοποίηση των κερδών, προκειμένου να μεγεθύνονται οι διαστάσεις των κεφαλαίων των ξεχωριστών καπιταλιστών ή ομάδων καπιταλιστών, (μονοπώλια, όμιλοι κλπ.). Αυτή ακριβώς η απαίτηση αντιμετωπίζεται με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, τη διευκόλυνση συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, τη μείωση της τιμής και της αξίας της εργατικής δύναμης. Είναι η νεοφιλελεύθερη πολιτική διαχείρισης, την οποία εφαρμόζουν όλα τα αστικά κόμματα, συντηρητικά ή σοσιαλδημοκρατικά, ανεξάρτητα από επιμέρους μικροδιαφορές. Ετσι, προωθούνται οι ιδιωτικοποιήσεις κρατικών παραγωγικών τομέων της οικονομίας, η εναρμόνιση των εργασιακών σχέσεων με τα νέα δεδομένα της οικονομίας, με την κατάργηση του σταθερού ημερήσιου εργάσιμου χρόνου και την ευέλικτη αγορά εργασίας, οι ιδιωτικοποιήσεις τομέων όπως η Υγεία, η Εκπαίδευση, η Πρόνοια, οι αντιδραστικές αλλαγές στο σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης. Επιδίωξη το λεγόμενο μικρότερο κόστος εργασίας, για πιο ανταγωνιστικά προϊόντα στις διεθνείς αγορές. Τα δεινά, βεβαίως, για την εργατική τάξη και τους συμμάχους της γίνονται αβάσταχτα.

Απέναντι σ' αυτή την πραγματικότητα εμφανίζονται δυνάμεις που αποδέχονται την παγκοσμιοποίηση, αλλά προτείνουν διαφορετική, τη λεγόμενη αντινεοφιλελεύθερη πολιτική διαχείρισης της «παγκοσμιοποίησης», γιατί αποδίδουν στην εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής τις αρνητικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης, όπως τη διεύρυνση της ανισότητας μεταξύ του πλούτου και της φτώχειας, κυρίως ανάμεσα σε κράτη, αλλά και στο κοινωνικό επίπεδο στο εσωτερικό κρατών. Ο ΣΥΝ κάνει σημαία του αυτή την πολιτική, αποδεχόμενος την «παγκοσμιοποίηση» και προτείνει πολιτική ρυθμίσεων και αναδιανομής του πλούτου τόσο ανάμεσα στα κράτη, εντός της ΕΕ, όσο και ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις.

«Γενικότερα αποδίδουν ως περιεχόμενο και αποτέλεσμα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής την αυτονόμηση των κινήσεων του χρηματικού (το χαρακτηρίζουν κυρίως ως χρηματιστηριακό, ενίοτε και ως χρηματιστικό) κεφαλαίου από το βιομηχανικό κεφάλαιο και την κυριαρχία των δικών του θεσμών και διακρατικών δομών επί της πραγματικής (παραγωγικής) οικονομίας και των κρατικών δομών. Θεωρούν ως οικονομική βάση αυτής της εξουσίας (του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας, της ΕΚΤ, του ΠΟΕ κλπ. αλλά και των πλέον ισχυρών κρατών - ιμπεριαλιστικών κέντρων όπως των ΗΠΑ) την οικονομική κυριαρχία της πολυεθνικής εταιρίας επί της παγκόσμιας παραγωγής». (ΚΟΜΕΠ, Τεύχος 3, 2001, σελ. 16).

Διαμορφώνουν, λοιπόν, εναλλακτική πολιτική διαχείρισης, την οποία προωθούν μέσα στο κίνημα, με προοπτική την κατάχτηση κυβερνητικής εξουσίας, αφήνοντας στο απυρόβλητο τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τόσο το φόρουμ της Γένοβας, με κατεύθυνση «ευρωπαϊκή συσπείρωση ενάντια στην παγκοσμιοποίηση», ή το δίκτυο ΑΤΤΑC, που ξεκίνησε από τη Γαλλία με κύριο εκφραστή την εφημερίδα «Μοντ Ντιπλοματίκ» και προωθεί την επιβολή του «φόρου Τόμπιν», (φόρος στο χρηματικό κεφάλαιο, μέσω χρηματιστηρίων), τη συγκρότηση της ΕΕ όχι στη λογική των Συνθηκών των Μάαστριχτ - Αμστερνταμ, της ονομαστικής σύγκλισης, αλλά στη λογική της πραγματικής οικονομικής σύγκλισης με ενιαία ευρωενωσιακή κοινωνική πολιτική κλπ.

Μπορεί να εφαρμοστεί τέτοια πολιτική διαχείρισης για τη ρύθμιση της αγοράς, ώστε να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που γεννά η «παγκοσμιοποίηση»; Είναι σαν να μπορεί να υπάρξει εφαρμόσιμη πολιτική συνύπαρξης κερδών και ευημερίας της εργατικής τάξης και των συμμάχων της χωρίς ανεργία και φτώχεια. Αλλά τέτοιος καπιταλισμός δεν μπορεί να υπάρξει και πολύ περισσότερο στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Είναι σαν να αρνούνται οι καπιταλιστές τον ίδιο τους τον εαυτό. Η αναδιανομή σημαίνει λιγότερα κέρδη. Γιατί έτσι ενισχύονται οι ανταγωνιστές τους τόσο σε διεθνές επίπεδο, όσο και στην καπιταλιστική οικονομία κάθε έθνους - κράτους.

Αυτές οι αντιλήψεις δεν προέρχονται ούτε από απλά λαθεμένες θεωρητικές προσεγγίσεις, ούτε προωθούν απλά λαθεμένες ή ουτοπικές πολιτικές. Πρόκειται για απόψεις αντικειμενικά αποπροσανατολιστικές, χειραγώγησης των εργατικών και λαϊκών μαζών, των κινημάτων τους στα συμφέροντα του κεφαλαίου, στη διατήρηση και ένταση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης σε κάθε κράτος και διεθνώς. Δεν υπερβαίνουν τους νόμους της καπιταλιστικής οικονομίας, ούτε ανατρέπουν τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Δε θίγουν την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, πολύ περισσότερο δεν κάνουν καν λόγο για κοινωνικοποίησή τους που είναι μονόδρομος, για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που γεννά στα λαϊκά στρώματα η λεγόμενη γι' αυτούς παγκοσμιοποίηση.

Η πολιτική για την εργατική τάξη και τους συμμάχους της βρίσκεται στη συσπείρωση και πάλη κατά του μονοπωλιακού κεφαλαίου, του ιμπεριαλισμού, πάλη όχι μόνο κατά των συνεπειών, αλλά για την ανατροπή του καπιταλισμού. Η πολιτική πάλη για την εργατική τάξη και τους συμμάχους της πρέπει να στοχεύει στο κύριο, που είναι η ανατροπή του αστικού κράτους, η αντικατάσταση της ατομικής ιδιοκτησίας στα βασικά μέσα παραγωγής με την κοινωνική ιδιοκτησία, η λαϊκή εξουσία, δηλαδή ο σοσιαλισμός.

Στις σύγχρονες συνθήκες, η διεθνοποίηση της πάλης του εργατικού κινήματος, είναι μια βασική προϋπόθεση για την αντιπαράθεση στον ιμπεριαλισμό. Η επίθεσή του είναι διεθνής, η στρατηγική του ενιαία, διεθνής και ενιαία πρέπει να είναι και η απάντηση. Καμία, όμως, διεθνοποιημένη πάλη των λαών δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική χωρίς να στηρίζεται στην ταξική πάλη σε εθνικό επίπεδο. Και αυτό το ζήτημα απαιτεί από το εργατικό κίνημα κάθε χώρας να αναπτύσσει την πάλη του για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου στη χώρα του, σε συνδυασμό με τη διεθνιστική δράση.


Σ.Λ.


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ