Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η κυβέρνηση Βενιζέλου κατέφυγε σε νέους φόρους και ενέτεινε τη γενικότερη επίθεση σε βάρος των εργαζομένων. Ταυτόχρονα, έπαιρνε δάνεια, με τις πληρωμές του εξωτερικού χρέους του κράτους να απορροφούν κάθε χρόνο μεγάλο μέρος του «εθνικού εισοδήματος» και σχεδόν τον μισό κρατικό προϋπολογισμό. Τελικά, η κυβέρνηση κήρυξε τον Μάη του 1932 «χρεοστάσιο».
Στις συνθήκες αυτές, η κυβέρνηση Βενιζέλου διεξήγαγε διαρκή επίθεση στους εργαζόμενους. Μεταξύ άλλων, το 1931 με το νόμο 4879 διαλύει τη Συνομοσπονδία Δημοσίων Υπαλλήλων (ΣΔΥΕ) και περιορίζει το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι των δημοσίων υπαλλήλων μόνο κατά κλάδο υπηρεσίας. Ο ίδιος νόμος απαγόρευσε την απεργία των δημοσίων υπαλλήλων, «αν η απεργία πραγματοποιηθεί, οι μετέχοντες υπάλληλοι τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι ένα έτος, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου που αποφάσισαν την απεργία Σωματείου ή Ενωσης μέχρι και όσοι διευθύνουν τον απεργιακό αγώνα, τιμωρούνται επιπλέον και με χρηματική ποινή 20.000 μέχρι 30.000 δραχμές ο καθένας. (...) Η καταδικαστική απόφαση συνεπάγεται αυτοδικαίως την έκπτωση από την υπηρεσία (...)».
Τον Απρίλη του 1932 ψηφίζεται νόμος που επέτρεπε στην κυβέρνηση να απολύει εργαζόμενους στο Δημόσιο και να μειώνει τους μισθούς. Πριν ξεκινήσει η απεργία των Τριατατικών η κυβέρνηση είχε ήδη μειώσει τους μισθούς και ετοιμαζόταν να τους μειώσει κι άλλο. Σύμφωνα με εκτιμήσεις των ίδιων των Τριατατικών οι μειώσεις θα έφθαναν μέχρι και 50%.
Ενας λόγος που έκανε την απεργία των Τριατατικών ξεχωριστή ήταν ότι ο τομέας αυτός ήταν εξαιρετικής σημασίας για τη λειτουργία της ίδιας της κρατικής μηχανής και της καπιταλιστικής οικονομίας. Ετσι, μια απεργία όχι τριών ημερών αλλά έστω και λίγων ωρών σε αυτόν τον κλάδο ήταν επόμενο να συναντήσει τη λυσσαλέα αντίδραση του κεφαλαίου και του αστικού κράτους.
Ακόμα, πρέπει να διευκρινιστεί ότι τότε οι Τριατατικοί οργανώνονται σε δύο Ομοσπονδίες, των «ανώτερων» και των «κατώτερων», όπως τις αποκαλούσαν. Οι ηγεσίες τους ήταν εξαρχής ενάντια στις κινητοποιήσεις και τις υπονόμευσαν με κάθε τρόπο.
Στο φύλλο του «Ριζοσπάστη» στις 20 Μάη σημειώνεται χαρακτηριστικά: «(...) η απεργία κηρύχθηκε από τις Διοικήσεις μόνο όταν απήργησαν παρά την θέλησή τους (σ.σ. των διοικήσεων) και σύμφωνα με εντολές της Πανυπαλληλικής Επιτροπής Αγώνα (σ.σ. συγκροτήθηκε μετά τη διάλυση της ΣΔΥΕ), οι Τριατατικοί Θεσσαλονίκης και Σερρών».
Η απεργία ξεκίνησε στις 18/5/1932, το απόγευμα.
Στο φύλλο του «Ριζοσπάστη» στις 19 Μάη αναφέρεται: «Η απεργία είναι πανελλαδική. Χαρακτηριστικό της διάθεσης του προσωπικού είναι ότι ενώ οι Ομοσπονδίες έδωσαν εντολή να κηρυχθεί στις 12 (σ.σ. τα μεσάνυχτα) η απεργία, αυτό απέργησε από τις 8 το βράδυ».
Στο ίδιο φύλλο περιγράφεται η σκληρή αντίδραση της κυβέρνησης Βενιζέλου. Εστησε απεργοσπαστικό μηχανισμό χρησιμοποιώντας το στρατό, έστειλε την αστυνομία να «προστατέψει» τους τυχόν απεργοσπάστες, έδωσε εντολή να προσλαμβάνονται ιδιώτες για να αντικαταστήσουν τους απεργούς.
«Εδωσε εντολή στο Σύνταγμα Τηλεγραφητών να πάει να αναλάβει τις εργασίες των απεργών. (...) Ηδη ισχυρή αστυνομική δύναμη έχει καταλάβει το Ταχυδρομείο. Οσοι απεργοί πηγαίνουν ή περιφέρονταν απ' έξω συλλαμβάνονται.
Επίσης στο Τηλεγραφείο στάλθηκε ισχυρή αστυνομική δύναμη στρατού. Ο Λαδάς (σ.σ. υφυπουργός Συγκοινωνιών) ανακοίνωσε τη νύχτα ότι αύριο θα σταλούν στρατιώτες του συντάγματος τηλεγραφητών για να εξασφαλίσουν τη συγκοινωνία η οποία σταμάτησε εντελώς. Το υπουργείο έβγαλε προκήρυξη και ζητάει όσους προϋπηρέτησαν ταξινόμοι και διανομείς να παν να πιάσουν δουλειά. (...) Αφετέρου αύριο δημοσιεύεται διάταγμα με το οποίο απολύονται οι εξής τριατατικοί ως πρωτοστατήσαντες στον αγώνα (...)».
Από τη μεριά της, η Πανυπαλληλική Επιτροπή Αγώνα κυκλοφόρησε προκηρύξεις καλώντας τους Τριατατικούς να κατέβουν στον απεργιακό αγώνα, ενώ έδινε την κατεύθυνση για γενίκευση της απεργίας στο Δημόσιο:
«Η εξοντωτική αυτή πολιτική της Κυβερνήσεως εξωθεί τους υπαλλήλους σε αγώνα ζωής και θανάτου. Οι ΤΤΤ υπάλληλοι πρώτοι κατέβηκαν σε απεργία. Σύσσωμος ο υπαλληλικός κόσμος θα κατέβει τασσόμενος αλληλέγγυος προς τους ΤΤΤ (...) Ο υπαλληλικός κόσμος θα διεκδικήσει την κατάργηση των νόμων της πείνας και την αύξηση των μισθών σύμφωνα με την ακρίβεια της ζωής».
Την ουσιαστικά απόλυτη επιτυχία της απεργίας ομολογεί η εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ». Σε πρωτοσέλιδο άρθρο της στις 20/5/1932 σημειώνει: «...οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η απεργία αυτή μέχρι στιγμής δεν θεωρείται ναυαγήσασα. Σε όλη τη χώρα, με πραγματική πειθαρχία, οι τριατατικοί εγκατέλειψαν τις θέσεις τους με το που δόθηκε το σύνθημα».
Την ίδια μέρα, ο «Ριζοσπάστης» στο κεντρικό άρθρο καλεί σε συνέχιση και επέκταση της απεργίας, ενώ στο ρεπορτάζ για την πορεία της απεργίας αναφέρεται πως «από τις 9 η ώρα διακόπηκε κάθε επαφή του κέντρου με τις διάφορες πόλεις. Ούτε το τηλεγραφείο μπορούσε να λειτουργήσει, ούτε το τηλεφωνείο. Μόνο ύστερα από τις 12 τα μεσάνυχτα κατορθώθηκε το κέντρο να επικοινωνήσει με ορισμένες επαρχιακές πόλεις στα τηλεγραφεία των οποίων έμειναν μονάχα οι διευθυντές. Δεν κατορθώθηκε όμως η επαφή ούτε με όλες τις πόλεις, ούτε η διαβίβαση τηλεγραφημάτων ή τηλεφωνημάτων. Μέχρι χτες το βράδυ ακόμα μόνο μέσω της Ηστερν (σ.σ. "Eastern Telegraph Company Limited", αγγλική τηλεγραφική εταιρεία), κατόρθωνε η κυβέρνηση να επικοινωνεί με τις επαρχίες. Το ίδιο συνέβη και στην ταχυδρομική υπηρεσία, η οποία έχει παραλύσει πέρα για πέρα. Ούτε ένα γράμμα δεν μοιράστηκε χτες όλη την ημέρα. Οι 800 ταχυδρομικοί σάκοι μείνανε χωρίς να διανεμηθούν».
Με την ίδια ένταση συνεχίστηκε και η κρατική τρομοκρατία. Μεταξύ άλλων, η κυβέρνηση για να τρομοκρατήσει τους απεργούς απέλυσε όλους όσοι είχαν υπηρεσία κατά την ώρα της κήρυξης της απεργίας «επί εγκαταλείψει θέσεως». Διέταξε τη σύλληψη τριατατικών για να μπορέσει να αποκεφαλίσει την απεργία. «Εκτός των μέτρων αυτών η κυβέρνηση κατέβαλε απεγνωσμένες προσπάθειες για να βρει απεργοσπάστες. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποίησε δακτυλογράφους του υπουργείου Συγκοινωνίας, τις οποίες τοποθέτησε στις θυρίδες πώλησης ενσήμων. Αυτό έγινε για να δημιουργηθεί η εντύπωση πως η απεργία έσπασε. Παρ' όλα αυτά η μοναδική αυτή υπηρεσία διεξαγόταν ελλιπέστατα.
Παράλληλα για την υπηρεσία τηλεγραφείου και τα τηλέφωνα, χρησιμοποίησε τους μαθητές της στρατιωτικής σχολής τηλεγραφητών και άλλους, μεταξύ των οποίων και ο ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΣ του υπουργού Λαδά. Αλλά μη ξέροντας την υπηρεσία δεν κατόρθωσαν ούτε στοιχειωδώς να αποκαταστήσουν τις διακοπείσες συγκοινωνίες. Επίσης η κυβέρνηση έδωσε διαταγή σε όλους τους διευθυντές των υπηρεσιών ΤΤΤ να προσλαμβάνουν αμέσως όποιον έχει προϋπηρεσία ως Τριατατικός με προσωρινό διορισμό. Πολύ ελάχιστοι όμως μέχρι της στιγμής παρουσιάστηκαν».
Βλέποντας η κυβέρνηση ότι αυτά τα τρομοκρατικά μέτρα δε φέρνουν αποτέλεσμα «προέβη στη δημοσίευση χτες το απόγευμα εκτάκτου διατάγματος, με το οποίο επιστρατεύονται όλοι οι απεργοί. (...) Και παρά τη δημοσίευση όμως του παραπάνω διατάγματος καμία διάσπαση δεν παρατηρήθηκε στις τάξεις των απεργών».
Τη δεύτερη μέρα της απεργίας μπήκαν στον αγώνα και οι υπάλληλοι των οικονομικών υπηρεσιών (ταμιακοί, εφοριακοί, τελωνειακοί, καπνεργοστασιακοί) δημιουργώντας μια δυναμική γενίκευσης της απεργίας στο Δημόσιο. Οι Τριατατικοί συνεχίζουν με την ίδια επιτυχία καθώς σε όλα τα κέντρα εμφανίστηκαν μόνο έξι απεργοσπάστες.
Ωστόσο, η ηγεσία στην Ομοσπονδία των «κατώτερων» πρωτοστατεί στην υπονόμευση της απεργίας, «συστήνουν στους υπαλλήλους να μη μαζεύονται έξω από το ταχυδρομείο προς φρούρηση της απεργίας τους αλλά να κάθονται στα καφενεία και τα σπίτια τους».
Αντίθετα, η Πανυπαλληλική έβαλε το σύνθημα γενίκευσης της απεργίας και καλεί τους ΤΤΤ να «περιφρουρήσουν ομαδικά τα ταχυδρομικά και τηλεγραφικά καταστήματα». Ακόμα αποφάσισε την διενέργεια απεργιακού εράνου για την ενίσχυση του αγώνα τους.
Ο πρωθυπουργός Ελ. Βενιζέλος επιτίθεται στους Τριατατικούς. Από το βήμα της Βουλής χαρακτηρίζει την απεργία «έγκλημα» και δηλώνει πως εάν η απεργία γενικευθεί «η κυβέρνηση θα τη θεωρήσει ως κίνημα επαναστατικό, ότι θα θεωρήσει επομένως ότι η χώρα βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση» και «θα προβεί σε όλους τους περιορισμούς των ατομικών ελευθεριών». Μαζί του συμφωνούν όλα τα αστικά κόμματα...
Στο φύλλο του «Ριζοσπάστη» στις 22 Μάη και ενώ η απεργία έχει φθάσει τις τρεις μέρες καταγγέλλονται οι νέες προσπάθειες υπονόμευσης της απεργίας. Η ηγεσία της Ομοσπονδίας των «κατώτερων» δήλωσε στον Τύπο ότι «μόλις παραιτηθεί η κυβέρνηση θα λύσουν την απεργία προς τον σκοπό να διευκολύνουν την ομαλή εξέλιξη της πολιτικής κατάστασης». Η δήλωση δεν έγινε τυχαία καθώς στις 21 Μάη η κυβέρνηση Βενιζέλου παραιτήθηκε.
Αντιπρόσωπος της Πανυπαλληλικής δήλωσε στο «Ριζοσπάστη» ότι η στάση της Ομοσπονδίας «δεν αντιπροσωπεύει τις γνώμες και τη θέληση των δημοσίων υπαλλήλων και ιδιαίτερα των τριατατικών και οικονομικών (...) η απεργία μας δεν στρέφεται μόνον εναντίον της κυβερνήσεως Βενιζέλου. Στρέφεται επίσης και εναντίον όλων των κεφαλαιοκρατικών κομμάτων, εναντίον όλων των κεφαλαιοκρατικών κυβερνήσεων».
Η απεργία σταματά μετά από τρεις μέρες. Στις 23 Μάη ο «Ριζοσπάστης» γράφει: «Η απεργία προδόθηκε (...) Οι ηγούμενοι όμως των δύο Ομοσπονδιών Τ.Τ.Τ. (...) παρότι σε σύσκεψη που έγινε αποφασίστηκε η συνέχιση της απεργίας, αποφάσισαν το πρωί να δώσουν το σύνθημα της λύσης της απεργίας. Ειδοποίησαν δε όσους έβρισκαν ότι η απεργία λύθηκε. Ταυτόχρονα πήγαν στο τηλεγραφείο και διαβίβασαν στις επαρχίες την εντολή να λύσουν την απεργία».
Σε ανακοίνωσή της η Πανυπαλληλική Επιτροπή ανέφερε: «Οι συνεργαζόμενοι προδότες αρχηγοί σας ανώτεροι και κατώτεροι, από τους Κοκολάκηδες ως τους Δρίβα Γεωργούλη Αθανασίου Μπεσμπέα κλπ. σας πρόδωσαν πιο αισχρά αυτή τη φορά και μαζί σας όλους τους υπαλλήλους. Η κυβερνητική μανούβρα ψευτοαλλαγής κυβέρνησης χρησίμευσε σαν ευκαιρία να τορπιλιστεί η ιστορική σας απεργία...».
Μπορεί η απεργία του Μάη του 1932 να προδόθηκε από την ρεφορμιστική ηγεσία των δύο Ομοσπονδιών, ωστόσο ο σκληρός αγώνας άφησε το αποτύπωμά του. Σύντομα, οι συσχετισμοί θα άλλαζαν και οι «Τριατατικοί» θα αναδεικνύονταν σε ένα από τα πιο ισχυρά και μαχητικά συνδικάτα (μέσα από το οποίο έδρασε και ο κατόπιν ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Χ. Φλωράκης).