Παρασκευή 6 Γενάρη 2017
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 17
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Το έργο του μιλάει για την - και στην - ψυχή του λαού

Εργο του Τάσσου
Εργο του Τάσσου
Εκατόν έξι χρόνια συμπληρώθηκαν προχτές, από τις 3 Γενάρη του 1911, οπότε άφησε την τελευταία του πνοή ένας «ογκόλιθος» της νεοελληνικής λογοτεχνίας: Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Για περισσότερο από έναν αιώνα μετά, το έργο αυτού του εκρηκτικού πνεύματος παραμένει αδιαμφισβήτητο, γιατί ο Παπαδιαμάντης μιλούσε για την - και στην - ψυχή του λαού, για τα πάθη και τους πόθους του, τα οποία ο ίδιος είχε βιώσει από την πρώτη στιγμή που αντίκρισε τον κόσμο. Δεν έμεινε μόνο στη μαστοριά του λόγου, αλλά χρησιμοποίησε αυτή την ικανότητα για να ξεσκεπάσει και να καταγγείλει τους πλουτοκράτες του καιρού του. Γι' αυτό και ο Παπαδιαμάντης είναι κλασικός, επειδή τα νοήματά του είναι διαχρονικά.

Στο γνωστό, σύντομο βιογραφικό του σημείωμα, ο ίδιος αναφέρει: «Εγεννήθην εν Σκιάθω τη 4η Μαρτίου 1851. Εβγήκα από το Ελληνικόν Σχολείον εις τα 1863, αλλά μόνον τω 1867 εστάλην εις το Γυμνάσιον Χαλκίδος, όπου ήκουσα την Α' και Β' τάξιν. Την Γ' εμαθήτευσα εις Πειραιά, είτα διέκοψα τας σπουδάς μου και έμεινα εις την πατρίδα. Κατά Ιούλιον του 1872 υπήγα εις το Αγιον Ορος χάριν προσκυνήσεως, όπου έμεινα ολίγους μήνας. Τω 1873 ήλθα εις Αθήνας και εφοίτησα εις την Δ' του Βαρβακείου. Τω 1874 ενεγράφην εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν, όπου ήκουα κατ' εκλογήν ολίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ' ιδίαν δε ησχολούμην εις τας ξένας γλώσσας. Μικρός εζωγράφιζα Αγίους, είτα έγραφα στίχους, και εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας. Τω 1868 επεχείρησα να γράψω μυθιστόρημα. Τω 1879 εδημοσιεύθη "Η Μετανάστις" έργον μου εις τον "Νεολόγον Κωνσταντινουπόλεως". Τω 1881 εν θρησκευτικόν ποιημάτιον εις το περιοδικόν "Σωτήρα". Τω 1882 εδημοσιεύθη "Οι έμποροι των Εθνών" εις το "Μη χάνεσαι". Αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εις διάφορα περιοδικά και εφημερίδας».

Στο επίκεντρο του έργου του Παπαδιαμάντη είναι ο λαϊκός άνθρωπος όπως τον γνώρισε στη Σκιάθο, όχι όμως «ωραιοποιημένος», αλλά με έναν τρόπο που θα δώσει νέα πνοή στην ηθογραφία. Με την πένα του στηλιτεύει τα αστικά «ήθη» με τρόπο που παραμένει τραγικά επίκαιρος: «(...) Η πλουτοκρατία γεννά την αδικίαν, αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρει σώματα και ψυχάς. Αύτη παράγει την κοινωνική σεπηδόνα». Και όλα αυτά μέσα από ένα ακατέργαστο αλλά σαφές ταξικό ένστικτο: «Αφότου ηλευθερώθημεν, αφότου δηλαδή μετηλλάξαμεν τυράννους (...)». Ενώ στο διήγημα «Βενέτικα»: «(...) Για ν' αποκτήσει κανείς γρόσια (...) πρέπει να φάη σπίτια, να καταπιή χωράφια, να βουλιάξη καράβια».

Ξεσκεπάζει και στηλιτεύει «(...) τους τοκογλύφους, αιματοφάγους, πολιτικάντηδες, ρουσφετολόγους, λαοπλάνους, τυχοδιώκτες» και εκτιμά ότι με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους «την πλιατσικολογία διεδέχθη η φορολογία και έκτοτε ο περιούσιος λαός εξακολουθεί να δουλεύει διά την μεγάλην κεντρικήν γαστέραν την ώτα ουκ έχουσαν (...)».


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ