Η εκδήλωση ήταν πλούσια σε ιστορικά διδάγματα, αφού η ιστορική περίοδος με την οποία καταπιάστηκε, έχει πολλές ομοιότητες με όσα ζουν σήμερα η εργατική τάξη και ο λαός. Η εμπλοκή της χώρας στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, οι χιλιάδες ξεριζωμένοι και η υποδοχή που τους επιφύλαξε το αστικό κράτος το 1922, ο ρατσισμός που δοκίμασαν, αλλά και η πρωτοπόρα δράση των κομμουνιστών για την οργάνωση της πάλης τους, είναι μερικά από τα χρήσιμα στοιχεία που αναδείχθηκαν στην εκδήλωση.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκάλεσε η έκθεση φωτογραφιών και αρχειακού υλικού της εποχής για την ιστορία των προσφύγων, τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική Εκστρατεία.
Η εκδήλωση ξεκίνησε με ομιλία από τον Βασίλη Μεταξά, Γραμματέα της ΤΕ Βόλου του ΚΚΕ. Αμέσως μετά παρουσιάστηκε ένα συγκλονιστικό μουσικοθεατρικό δρώμενο με τραγούδια από τη Σμύρνη και ανάγνωση μαρτυριών από τη ζωή και τα βάσανα των προσφύγων του Βόλου. Ο κόσμος ξεσηκώθηκε όταν η χορευτική ομάδα της Ενωσης Ποντίων Μαγνησίας ανέβηκε στη σκηνή και χόρεψε λαϊκά ποντιακά τραγούδια, εισπράττοντας ένα παρατεταμένο χειροκρότημα.
Από τη μία στο μικρασιατικό μέτωπο συγκροτήθηκε η Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή των κομμουνιστών στρατιωτών, με στόχο τη διαφώτιση των στρατιωτών και την ανάδειξη των επιδιώξεων της άρχουσας τάξης και των ιμπεριαλιστών συμμάχων της. Από την άλλη, χαρακτηριστικό παράδειγμα της δράσης στο εργατικό κίνημα είναι το συλλαλητήριο της «Πανεργατικής» στο Βόλο, στις 15 Φλεβάρη του 1921, ως απάντηση σε αποτυχημένο συλλαλητήριο στήριξης της κυβέρνησης στη Μικρασιατική Εκστρατεία, που διοργάνωσαν την προηγούμενη μέρα εθνικιστικοί κύκλοι του Βόλου. Τα συνθήματα που κυριάρχησαν ήταν «Κάτω ο πόλεμος - Ψωμί, δουλιά», «Ζήτω τα Σοβιέτ», ενώ η κινητοποίηση πήρε χαρακτηριστικά λαϊκής εξέγερσης.
Στη συνέχεια, ο Β. Μεταξάς στάθηκε στις συνθήκες που αντιμετώπισαν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες ερχόμενοι στο Βόλο, οι οποίοι σε αριθμό έφτασαν περίπου στο 30% του ντόπιου πληθυσμού: «Ο τρόπος αντιμετώπισης των προσφύγων από την πρώτη στιγμή είναι απάνθρωπος. Στο πρόσωπό τους, πρώτα και κύρια η αστική τάξη της περιοχής (όπως και άλλων περιοχών στην υπόλοιπη Ελλάδα) βλέπει το φτηνό εργατικό δυναμικό που χρειάζεται για την αύξηση της κερδοφορίας της και για την τόνωση της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ετσι, στην απογραφή που θα γίνει το 1923, δίνεται εντολή στους απογραφείς να ξεχωρίζουν τους πρόσφυγες σε "γεωργούς, αστούς και επαγγελματίες" (ειδικευμένους εργάτες). Επίσης, ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός συχνά κάνει παρεμβάσεις για τον τρόπο διανομής των προσφύγων. Οι μικροαστοί τους αντιμετωπίζουν ως μέσο κερδοσκοπίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα ενοίκια φτάνουν τις 500-600 δραχμές το μήνα, για ένα σπίτι δύο με τρία δωμάτια, ενώ ζητείται προκαταβολή από 6 έως 12 μήνες. Ιδιοκτήτες αντιδρούν για την επίταξη οικημάτων τους που χρησιμοποιούνται για τη στέγαση των προσφύγων και ζητούν "να σταματήσει αυτή η κατάσταση και να εφαρμοσθεί ο νόμος...". Κάθε πρόσφυγας δικαιούται καθημερινώς 20 δράμια ρύζι και 15 δράμια ζάχαρη, ενώ η διανομή γίνεται από τις 2 το μεσημέρι και μέχρι τις 6 το απόγευμα... Υπάρχουν περίοδοι που διανέμεται ένα είδος την ημέρα. Για παράδειγμα, τη μια μέρα διανέμεται βούτυρο και την άλλη ρύζι.
Η διατήρηση των προσφύγων στην εξαθλίωση, ως το μέσο για να κρατηθούν ως "δεύτερης διαλογής" (άρα και πληρωμής) εργάτες, έγινε και με την προσπάθεια από την αστική τάξη να χύσει στον ντόπιο πληθυσμό το δηλητήριο του ρατσισμού, του εθνικισμού και της ξενοφοβίας. Αρκετά χρόνια μετά, η γκετοποίηση της Νέας Ιωνίας ήταν στην ημερήσια διάταξη. Οπως είπε χαρακτηριστικά μια συντρόφισσα: "Μας έλεγαν, μικρά, για την «άλλη πλευρά του ποταμιού». Εγώ έκανα φιλίες με τους πρόσφυγες και πήγα εκεί και είδα ότι δεν ισχύουν αυτά. Μετά βέβαια οργανώθηκα στο Κόμμα και κατάλαβα γιατί τα έλεγαν...". Σε αυτή την προσπάθεια πρωτοστάτησαν οι μετέπειτα φασίστες και εθνικόφρονες, οι απόγονοι των οποίων σήμερα μιλάνε για τα "αδέρφια μας τους Μικρασιάτες". Τότε τους φώναζαν "τουρκόσπορους", "σαρικοφόρους", "τουρκόγλωσσους", οργάνωναν εμπρησμούς στους καταυλισμούς, οργανωμένες δολοφονικές επιθέσεις και προβοκάτσιες».
Σχετικά με τη στάση που κράτησε το ΚΚΕ, ο ομιλητής σημείωσε: «Το ΚΚΕ παρεμβαίνει από την πρώτη στιγμή. Προσπαθεί να οργανώσει τους πρόσφυγες στα σωματεία, δεν επιτρέπει να περάσει η διαίρεση της εργατικής τάξης, η δημιουργία ξεχωριστών σωματείων προσφύγων εργαζομένων. Στηρίζει τις διεκδικήσεις τους, πρωτοστατεί για να μην περάσουν τα σχέδια της αστικής τάξης, για να κατανοηθεί στην πράξη από τους ντόπιους ότι οι πρόσφυγες είναι τμήμα της εργατικής τάξης, ότι κοινή πρέπει να είναι η πάλη απέναντι στον κοινό εχθρό. Η συνεπής στάση απέναντι στη Μικρασιατική Εκστρατεία όχι μόνο δεν απομόνωσε το ΚΚΕ από τους πρόσφυγες, αλλά αντιθέτως η πρωτοπόρα δράση του Κόμματος έκανε την πλειοψηφία των προσφύγων να το ακολουθούν, να ενταχθούν στις γραμμές του. Την τάση αυτή είδαν από νωρίς τα επιτελεία των αστών και ενέτειναν τον αντικομμουνισμό τους. Είναι χαρακτηριστικό δημοσίευμα της εποχής: "Ο προσφυγικός κόσμος ποτέ - μα ποτέ, δεν υπήρξεν αριστερός. Εις τας πατρίδας του, η κοινωνική ιεραρχία ήτο ριζωμένη ως θρησκεία μέσα εις τας συνειδήσεις του (...) Και οι πλέον γλίσχρως αμειβόμενοι εργάται είχαν την μικροαστικήν νοοτροπίαν των. Το σπιτάκι των, το νοικοκυριό των (...) Πώς να εμφιλοχωρήσει ο κομμουνισμός μέσα εις αυτήν την ειδυλλιακώς ισορροπημένην κοινωνικήν ευδαιμονίαν; (...) Οχι! Δεν είναι κομμουνισταί οι πρόσφυγες. Και η επιθυμία των είναι να μείνουν δεξιά. Αλλ' αν συνεχισθή αυτή η κοινωνική τραγωδία των (...) τότε και οι πρόσφυγες θα βγουν εις το πεζοδρόμιον έξαλλοι, θα θελήσουν να αναμετρηθούν με το Κράτος...". Προφητικά λόγια. Πρώτη τέτοια αναμέτρηση με το κράτος στο Βόλο είναι τον Αύγουστο του 1924, όταν μπροστά στον τρίτο χειμώνα, σε μια κινητοποίησή τους, που διαβάζοντας τις τοπικές εφημερίδες της πόλης καταλογίζεται στην "παρέμβαση των κομμουνιστών", οι πρόσφυγες μπαίνουν με τη βία στο Συνοικισμό που ακόμα δεν τους έχει παραδοθεί και εγκαθίστανται εκεί. Η Επιτροπή Αποκατάστασης του Λούλη παθαίνει υστερία και απαιτεί "την έξωσιν των προσφύγων από τα καταληφθέντα σπίτια και την διακοπήν κάθε εργασίας στον συνοικισμόν", χαρακτηρίζοντας τους πρόσφυγες "κομμουνιστοαναρχικούς".
Η ιστορία διδάσκει. Η σύνδεση των προσφύγων του 1922 με το ΚΚΕ και το ταξικό εργατικό κίνημα μετέτρεψε τους εξαθλιωμένους εργάτες με την "μικροαστικήν νοοτροπίαν των", που είχαν ριζωμένη στις συνειδήσεις τους την κοινωνική ιεραρχία ως θρησκεία, σε αγωνιστές της ζωής, με ψηλά το κεφάλι, σε πρωτοπόρους μαχητές του λαϊκού κινήματος. Από εκεί βγήκε η δρακογενιά του 1940-1949 που πήρε τα όπλα δυο φορές, αναμετρήθηκε με τους πιο ισχυρούς στρατούς, κράτησε αναμμένη τη φλόγα της επαναστατικής πάλης τα μετέπειτα χρόνια, μεταλαμπαδεύοντάς τη σε εμάς, κρατώντας πρώτα και κύρια το Κόμμα μας, το ΚΚΕ, ισχυρό πολιτικά και ιδεολογικά, έτοιμο να υποδεχτεί τα 100 χρόνια ζωής και δράσης του με το σύγχρονο Πρόγραμμά του, φορέα του νέου, γεμάτο όρεξη για τις νέες μάχες που έχουμε μπροστά μας και ταυτόχρονα πιο έμπειρο άρα και αξιόμαχο».