Αλλωστε, η αστική αντιπαράθεση γύρω από την απόφαση του Γιούρογκρουπ ανέδειξε ότι μακραίνει ο χρονικός ορίζοντας των στόχων για τα αιματοβαμμένα πρωτογενή πλεονάσματα, όπως και η διαμόρφωση νέου «διαρθρωτικού» πλαισίου για τον «δημοσιονομικό κόφτη» μόνιμου χαρακτήρα. Επίσης το κλείσιμο της δεύτερης «αξιολόγησης» του μνημονίου, σε συνδυασμό με τα ζητήματα αυτά, εμπεριέχει τα νέα χτυπήματα στα Εργασιακά, την πλήρη απελευθέρωση του τομέα Ενέργειας, τη συζήτηση για την κάλυψη των δημοσιονομικών κενών, άλλες διαρθρωτικές παρεμβάσεις που στοχεύουν στην ανάκαμψη του εγχώριου κεφαλαίου.
Σε αυτό το φόντο, η απόφαση - συμφωνία στο Γιούρογκρουπ, στις 5 Δεκέμβρη, φέρνει στην επιφάνεια τα μνημόνια διαρκείας, με πρώτο βήμα σε αυτήν την κατεύθυνση την «πλήρη εφαρμογή όλων των προαπαιτούμενων ενεργειών που σχετίζονται με τη δεύτερη αξιολόγηση και την ολοκλήρωση των ψηφοφοριών στη Βουλή που θα ανοίξουν το δρόμο για τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) να εγκρίνει το συμπληρωματικό μνημόνιο», όπως τονίζεται στην απόφαση.
Την ίδια ώρα, η λεγόμενη «βιωσιμότητα» του ελληνικού κρατικού χρέους, και μάλιστα με ορίζοντα το 2060 όπως συμφωνήθηκε στη συνεδρίαση του Γιούρογκρουπ, αποτελεί έναν από τους βασικούς μηχανισμούς κλιμάκωσης της αντιλαϊκής πολιτικής σε ορίζοντα πολλών δεκαετιών.
Σύμφωνα με την απόφαση του Γιούρογκρουπ, «ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ που θα επιτευχθεί το 2018 πρέπει να διατηρηθεί σε μεσοπρόθεσμο διάστημα».
Επιπλέον, όπως διευκρίνισε ο επικεφαλής του Γιούρογκρουπ, Γ. Ντάισελμπλουμ, οι στόχοι για «τα πρωτογενή πλεονάσματα (3,5% του ΑΕΠ) θα παραμείνουν σε ισχύ και για την περίοδο μετά το 2018 και με χρονικό ορίζοντα που θα εξειδικευθεί σε επόμενη φάση».
«Ολοι συμφωνήσαμε στο ότι υπάρχουν σημαντικά διαρθρωτικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν, ώστε το 3,5% να είναι βιώσιμο και να επιτευχθεί τουλάχιστον για κάποια χρόνια», σημείωσε. «Υπάρχουν διαφορετικές απόψεις... Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι είναι για 3 χρόνια, άλλοι για 5 και άλλοι για 10 χρόνια. Αλλά αυτό θα το αποφασίσουμε στις συζητήσεις που θα κάνουμε αργότερα», υπογράμμισε, που σημαίνει νέα μνημόνια.
Τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το κρατικό χρέος, που σχεδιάζονται από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EMS), μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν τη μετατροπή χρέους από κυμαινόμενα σε σταθερά επιτόκια, την άρση μίας επιβάρυνσης επιτοκίου που θα πλήρωνε το ελληνικό κράτος για «αποκλίσεις» από προηγούμενους στόχους σχετικά με τις ιδιωτικοποιήσεις κ.ά.
Αλλα μέτρα, που αναφέρονται σε έγγραφο του ESM, αφορούν στην επέκταση της διάρκειας ορισμένων δανείων στα 32,5 έτη από 28,3 έτη. Οι εν λόγω ρυθμίσεις αναμένεται να μειώσουν το κρατικό χρέος κατά περίπου 22 εκατοστιαίες μονάδες ως προς το ΑΕΠ, με ορίζοντα το 2060, υπό την προϋπόθεση ότι το ελληνικό κράτος θα εφαρμόζει ολόπλευρα το «πρόγραμμα διάσωσης».
Επίσης με την απόφαση του Γιούρογκρουπ «υπενθυμίζεται» η «σημασία μιας δημοσιονομικής πορείας που θα ευθυγραμμίζεται με τις δημοσιονομικές δεσμεύσεις που ορίζει το πλαίσιο της ΕΕ». Εξάλλου, ως πρόσθετο αντιλαϊκό εργαλείο και συμπληρωματικά με όλα τα προηγούμενα, το «πλαίσιο της ΕΕ» προβλέπει ειδικούς εποπτικούς ελέγχους μέχρις ότου αποπληρωθεί τουλάχιστον το 75% των δανείων που χορηγήθηκαν σε κάθε κράτος, μέσω των «μηχανισμών στήριξης».
Σε ό,τι αφορά τις μεσο-μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις για το κρατικό χρέος, θα αποφασιστούν μετά την προγραμματισμένη λήξη του τρέχοντος μνημονίου, με όρο και προϋπόθεση την απαρέγκλιτη τήρηση της αντιλαϊκής συμφωνίας και των μέτρων. Η εν λόγω διαχείριση δεν κοστίζει στους δανειστές της Ευρωζώνης ούτε τσακιστή δεκάρα, ενώ τα «οφέλη» από τις επιμηκύνσεις και την «εξομάλυνση» των αποπληρωμών αφορούν στα τμήματα του εγχώριου κεφαλαίου, την ώρα που ο λαός θα συνεχίσει να ματώνει για τα πρωτογενή πλεονάσματα, πληρώνοντας ταυτόχρονα και το χρέος που δημιούργησαν το κεφάλαιο και οι κυβερνήσεις του.
«Για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με τους δημοσιονομικούς στόχους με βιώσιμο τρόπο μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος, οι ελληνικές αρχές δεσμεύονται να συμφωνήσουν με τους θεσμούς σε έναν μηχανισμό και σε διαρθρωτικά μέτρα που θα το διασφαλίζουν», αναφέρει η απόφαση του Γιούρογκρουπ, σχετικά με το ζήτημα του «δημοσιονομικού κόφτη». Σε αυτό το πλαίσιο, δρομολογείται η χρονική επέκταση και αναβάθμιση του «δημοσιονομικού κόφτη» με σειρά από διαρθρωτικές παρεμβάσεις, που θα εξειδικευθούν στη συνέχεια.
Ο αυτόματος «κόφτης» θεσπίστηκε στο πλαίσιο της πρώτης «αξιολόγησης», για να γεφυρώσει τις διαφορές ανάμεσα στις δημοσιονομικές προβλέψεις του ΔΝΤ και της Ευρωζώνης. Με τα σημερινά δεδομένα, μπορεί να ενεργοποιηθεί έως το Μάη του 2019, εάν διαπιστωθεί «υστέρηση» έναντι των δημοσιονομικών στόχων για το 2018. Σε αυτό το πλαίσιο, η συγκυβέρνηση προτείνει την παράταση του μέτρου τουλάχιστον για μια ακόμη διετία, μέχρι και το 2020.
Με το εν λόγω «αφήγημα», εκτιμά ότι με τον τρόπο αυτό μπορεί να καλυφθεί η δέσμευση για άμεση κατάρτιση του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2017 - 2020 χωρίς, εκ των προτέρων, προσδιορισμό πρόσθετων μέτρων.
Στο φόντο των ενδοαστικών αντιθέσεων και της διαπάλης με την Ευρωζώνη και την κυβέρνηση της Γερμανίας, το ΔΝΤ σχετικά με το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων τονίζει: «Προτιμούμε το 1,5% του ΑΕΠ γιατί σημαίνει λιγότερη λιτότητα. Το 3,5% περιλαμβάνει περισσότερη λιτότητα αλλά αν αυτό είναι η απόφαση της Αθήνας και της Ευρώπης η δουλειά μας είναι να εξασφαλίσουμε ότι υπάρχουν οι μεταρρυθμίσεις και τα μέτρα για να επιτευχθεί».
Σε ό,τι αφορά τις βραχυπρόθεσμες ρυθμίσεις της Ευρωζώνης για το κρατικό χρέος, ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ, Τζ. Ράις, δήλωσε: «...δεν είναι αρκετές για να εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του χρέους. Συνεχίζουμε στη γραμμή ότι χρειάζονται ισχυρές μεταρρυθμίσεις και παράλληλα ελάφρυνση χρέους».
Το ΔΝΤ έχει προτείνει μέτρα, όπως περαιτέρω συμπίεση των συντάξεων, δραστική μείωση του αφορολόγητου ορίου για μισθωτούς και συνταξιούχους, κατάργηση κάποιων ελάχιστων φοροαπαλλαγών που έχουν μείνει, νέα χτυπήματα στα Εργασιακά και στα προνοιακά επιδόματα, σε συνδυασμό με μέτρα άμεσης ενίσχυσης του εγχώριου κεφαλαίου.
Την ίδια ώρα η συγκυβέρνηση για το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2019, προτείνει μείωση στο 2,5% του ΑΕΠ (από 3,5% σήμερα). Η μείωση του στόχου κατά μία εκατοστιαία μονάδα του ΑΕΠ θα δαπανηθεί λένε αποκλειστικά για τη ελάφρυνση της φορολογίας των επιχειρήσεων.