Τη δραματική κατάσταση της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης στο εξωτερικό και τη διαρκή υποβάθμισή της αφορά η Ερώτηση που κατέθεσαν στη Βουλή οι βουλευτές του ΚΚΕ Γιάννης Γκιόκας, Γιάννης Δελής, Σταύρος Τάσσος προς τον υπουργό Παιδείας, Νίκο Φίλη.
«Η πολιτική υποβάθμισης της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης στο εξωτερικό που ακολουθούν οι κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια συνεχίζεται και φέτος. (...) Με το νέο νόμο, η ελληνική κυβέρνηση συνεχίζει την πολιτική απαξίωσης και υποχρηματοδότησης της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης που άνοιξαν οι προκάτοχοί της. Ανοίγουν ουσιαστικά διάπλατα τις πόρτες στους ιδιωτικούς φορείς, που μπορούν πλέον να αλωνίζουν ως επίσημοι εκπρόσωποι του κράτους και να δημιουργούν σχολεία, να παρεμβαίνουν στο περιεχόμενο, να βάζουν δίδακτρα κ.λπ. Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, εκκλησία, κοινότητες, ιδρύματα (εφοπλιστών και βιομήχανων), σωματεία, νομικά ή φυσικά πρόσωπα κ.λπ. μπορούν πλέον να πάρουν αυτό το "βαρίδι" από την πλάτη του ελληνικού κράτους», τονίζεται στην Ερώτηση.
Και συνεχίζεται: «Στάχτη στα μάτια των Ελλήνων εργαζομένων αποτελεί και η δήθεν σταδιακή μετατροπή των Ελληνικών Σχολείων σε Δίγλωσσα. Θέλουν τα παιδιά μας αναλώσιμο εργατικό δυναμικό, προσαρμοσμένο στις ανάγκες της αγοράς και έτσι στη Γερμανία τα Δίγλωσσα Σχολεία θα παρέχουν απολυτήριο ισάξιο όχι του Γερμανικού Γυμνασίου, αλλά του Γερμανικού Gesamtschule ή Realschule ή Hauptschule, των κατώτερων γερμανικών σχολείων. Αυτό, φυσικά, εναρμονίζεται πλήρως με το γερμανικό Εκπαιδευτικό Σύστημα, που αναπαράγει τις ταξικές διαφορές και τις ενισχύει, αφού τα παιδιά της εργατικής τάξης δεν έχουν δικαίωμα στην ολοκληρωμένη μόρφωση, αλλά αναγκάζονται από τα 10 τους χρόνια να φοιτούν σε κατώτερα σχολεία. Το "θετικό", λοιπόν, βήμα για την ελληνική κυβέρνηση είναι η παράδοση των Ελληνόπουλων στο βωμό του γερμανικού κεφαλαίου. Η κυβέρνηση, μάλιστα, με το νέο νόμο, διορίζει συντονιστές που θα ελέγχουν πώς θα κάνουν τη δουλειά τους οι εκπαιδευτικοί συνάδελφοί τους, θα πρέπει να έχουν ικανότητες μάνατζερ, να δείχνουν "προθυμία εφαρμογής νέων μεθόδων οργάνωσης λειτουργίας και αποδοτικότητας" ανάλογα με τις ανάγκες της αγοράς. Ταυτόχρονα, συνεχίζει το καθεστώς ομηρίας του διορισμού των ομογενών καθηγητών ως ωρομίσθιων, ενώ καλύπτουν πάγια κενά κάθε χρόνο. Δημιουργεί τους εργαζόμενους - λάστιχο, που θα τρέχουν από σχολική μονάδα σε σχολική μονάδα και από πόλη σε πόλη. Κάνει λόγο για "δυνατότητα" ενίσχυσης της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης και όχι για υποχρέωση. Βάζει προϋποθέσεις λειτουργίας που ξεπερνάνε κάθε προηγούμενο, π.χ. 50 μαθητών ανά σχολική μονάδα κ.λπ.».
Παράλληλα, οι βουλευτές του ΚΚΕ υπογραμμίζουν ότι «τα προβλήματα στα Ελληνικά ή Δίγλωσσα Σχολεία της Γερμανίας αντί να λύνονται, διογκώνονται. Σε όλα τα κρατίδια χωρίς καμία εξαίρεση, η κατάσταση είναι πλέον αφόρητη: Πληρωμή υπέρογκων ποσών σε ενοίκια για αμφιβόλου καταλληλότητας κτιριακά συγκροτήματα που στεγάζουν τα Ελληνικά Σχολεία, με ταυτόχρονη εγκατάλειψη της προσπάθειας ανέγερσης του Ελληνικού Σχολείου στο Μόναχο. Απειλή για οριστική απώλεια του Ελληνικού Σχολείου του Μονάχου από το υπουργείο Παιδείας και της πιθανής αποζημίωσης για την ελληνική πλευρά. Μη λειτουργία νηπιαγωγείου στη Νυρεμβέργη λόγω εκδίωξής του από το χώρο. Ελλείψεις σε εξειδικευμένο διδακτικό προσωπικό. Ελλείψεις σε υλικοτεχνική υποδομή και βιβλία. Αυτή η κατάσταση οδήγησε και στην κατάληψη του Προξενείου στη Στουτγάρδη από γονείς, μαθητές και καθηγητές».
Οι βουλευτές του ΚΚΕ ρωτούν τον υπουργό Παιδείας: