Κυριακή 12 Αυγούστου 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 4
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Διακοπές

Εχω χρόνια να κάνω «Διακοπές». Ξέχασα εντελώς πώς γίνονται! Το μόνο που θυμάμαι είναι πως σε όλη μου τη ζωή ψάχνω να βρω το νόημά τους. Ψάχνω, δηλαδή, την ευκαιρία να μπω σε ένα άσπρο καράβι και να φύγω. Κι αυτό, όχι γιατί έχω πρόβλημα με τα «άσπρα καράβια», μα, γιατί, όταν ήμουν μικρός, ένα άσπρο καράβι συμβόλιζε για μένα το όνειρο των «διακοπών». Το έλεγαν «Λευκή» και ήταν αραγμένο, μπροστά στο Λευκό Πύργο, δίπλα στον «Αλέκο». Παραδίπλα, ήταν αραγμένο το «Σπετσάκι», πιο μικρό από τη «Λευκή» και τον «Αλέκο» και πιο φτηνό. Προπαντός πιο φτηνό. Η «Λευκή» ήταν η πιο ακριβή και για τον «Αλέκο» πλήρωνες ανάλογα με το δρομολόγιο. Το εισιτήριο, παραδείγματος χάρη, για την Περαία ήτανε πιο φτηνό. Ενώ η διαδρομή Λευκός Πύργος - Αγία Τριάδα στοίχιζε 5 δραχμές το άτομο. Εμείς, δηλαδή, αν θέλαμε να πάμε στην Αγία Τριάδα, που το θέλαμε πολύ, έπρεπε να πληρώσουμε 15 δραχμές. Δεν τις είχαμε, όμως. Και έτσι περιμέναμε, γεμάτοι αγωνία, τη συνταρακτικά χαρμόσυνη είδηση πως είχανε βρεθεί οι 15 δραχμές και πως το επόμενο δρομολόγιο θα ήτανε για την Αγία Τριάδα. Και μια τέτοια είδηση ερχόταν πολύ σπάνια. Μια δυο φορές το καλοκαίρι. Για τη «Λευκή», όμως, τα πράγματα ήταν δραματικά. Το εισιτήριο για όλες τις διαδρομές στοίχιζε εφτά δραχμές το άτομο και έτσι η σχετική χαρμόσυνη είδηση δεν ερχόταν ποτέ. Καθόμουνα κι εγώ με τις ώρες στα πράσινα παγκάκια του Λευκού Πύργου και παρακολουθούσα τα τσαλιμάκια της «Λευκής». Είχα μάθει απ' έξω όλη τη διαδικασία. Πώς σήκωνε τη μεγάλη της άγκυρα, πώς έλυναν οι ναύτες τους χοντρούς κάβους της. Και, προπαντός, είχα βαθιά κρατήσει μέσα στα παιδικά μου αυτιά τη βαριά φωνή που έβγαζε, όταν σαλπάριζε και όταν έδενε, η μαγκιόρα της «μπουρού». Ητανε για μένα σχεδόν ένα ερωτικό κάλεσμα. Βαθύ και ατελείωτο. Σημαντικό, έτσι που όταν έβγαινε από την κάτασπρη τσιμινιέρα της μαζί με μια υποψία κατάλευκου καπνού έκοβε τον κόσμο στα δυο. Από τη μια, η γοητεία της ξανθής αμμουδιάς, όπου αναδεύονταν οι μηροί του καλοκαιριού και οι προτεταμένοι μαστοί της ερωτικής άπνοιας. Αδεια μπουκάλια γκαζόζας και θλιβερά αποτσίγαρα. Και, από την άλλη μεριά, εγώ, να αναδεύομαι μέσα στο πηχτό σύννεφο της παιδικής προσμονής, που πότε ήτανε σαν έρωτας και πότε σα φόβος.

Υστερα παίρναμε το «Σπετσάκι» και πηγαίναμε στην Περαία. Εγώ κρατούσα το μεγάλο καλάθι και ο αδερφός μου την κουρελού. Η μάνα μας, γλυκιά και καλοκαιρινή, με τα μαύρα της μαλλιά δεμένα κότσο, και το πολύχρωμο τσιτάκι της να ανεμίζει όπως η σημαία του Πόντου και της προσφυγιάς, δυο βήματα πίσω, για να μας προσέχει. Να μας μεταλαμβάνει γάλα και μέλι, απόσταγμα μόχθου, σταυροβελονιά ακριβή μιας ζωής, που ούτε θα ξανάρθει και που ούτε θα ομολογήσω πως την έζησα εγώ, πριν από χιλιάδες χρόνια, τότε που οι κυνηγοί των πάγων πελεκούσαν τις πέτρες για να φτιάξουν εργαλεία και οι εργάτες έβλεπαν το ήλιο κατάματα και ύφαιναν όνειρα επανάστασης και μιας άλλης ζωής. Ωραίας ζωής. Μιας ζωής, που θα είχε κόκκινο χρώμα. Θα είχε γλυκιά μουσική. Θα είχε καρφωμένο εκεί στο μέρος της καρδιάς το φτερό μιας πεταλούδας, κόκκινης κι αυτής, πλουμισμένης με το ατελείωτο τραγούδι των στεναγμών ενός θεϊκού οργασμού, απροσδόκητου.

Το δικό μου μυαλό, όμως, εκεί. Στη «Λευκή», που περνούσε από την άλλη μεριά του Θερμαϊκού, λυγερή, όπως ακριβή γυναίκα να κολυμπάει και να προκαλεί, να φεύγει και να μην επιστρέφει. Και να γίνεται σιγά σιγά για μένα όμοια με τη «βασιλική δρυ» του Παπαδιαμάντη. Ομοια με μια γυναίκα, που θα μου μάθαινε γράμματα και αριθμούς, τραγούδια θρηνητικά και σχήματα ανεπανάληπτων περιπτύξεων. Η πρώτη απροσπέλαστη ερωμένη η «Λευκή» για μένα, λοιπόν, που την έκλεισα βαθιά στην καρδιά μου και την παραφύλαγα πίσω από ανθισμένες πόρτες, σε στενοσόκακα της Τούμπας και του Χαριλάου, δίπλα στο γήπεδο του ΠΑΟΚ και κάτω από τη σκιά του πύργου του Τριγωνίου.

Ετσι, όταν μέστωσα πια και μάζεψα τα πρώτα μου λεφτά από μια ψευτοδουλιά στα τρένα, δεν πήγα στις «γυναίκες», ούτε αγόρασα καινούριο πουκάμισο. Ανέβηκα στη «Λευκή» και έκανα δυο φορές το δρομολόγιο Λευκός Πύργος - Αγία Τριάδα!

Στον αδελφό μου!

Γ. Χ. Χουρμουζιάδης

Καστοριά 8.8.01


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ