Σάββατο 24 Σεπτέμβρη 2016
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 9
ΔΙΕΘΝΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΤΕΤΡΑΣΕΛΙΔΟ)
ΣΥΡΙΖΑ - ΝΔ
Συγκλίσεις και ταυτίσεις στη στρατηγική κατεύθυνση του εγχώριου κεφαλαίου

Αποκαλυπτική η... θετική βαθμολογία του ΣΕΒ στις τοποθετήσεις κυβέρνησης και ΝΔ στη ΔΕΘ

Eurokinissi

Αποκαλυπτική η... θετική βαθμολογία του ΣΕΒ στις τοποθετήσεις κυβέρνησης και ΝΔ στη ΔΕΘ
«Ο αναπτυξιακός στόχος είναι κοινός, τα μέσα διαφέρουν», επισημαίνει ο ΣΕΒ, αναγνωρίζοντας ανοιχτά τη στρατηγική σύγκλιση ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ, για την υπηρέτηση των αντιλαϊκών στόχων και προτεραιοτήτων του κεφαλαίου.

«Οπως στην πολιτική, έτσι και στην οικονομία, φαίνεται να μην υπάρχουν πλέον αδιέξοδα», τονίζουν οι βιομήχανοι, βαθμολογώντας θετικά τις παρεμβάσεις του πρωθυπουργού, Αλ. Τσίπρα, και του προέδρου της ΝΔ, Κυρ. Μητσοτάκη, στη ΔΕΘ, αφού αμφότεροι στοιχίζονται πλήρως στο στόχο της ανάκαμψης των κερδών και της ανταγωνιστικότητας του εγχώριου κεφαλαίου. Παράλληλα, βέβαια, προβαίνουν και σε ορισμένες... «διορθώσεις» και «υποδείξεις», ακριβώς για την επίτευξη αυτού του αντιλαϊκού στόχου.

Οπως τονίζει χαρακτηριστικά ο ΣΕΒ στο «εβδομαδιαίο δελτίο» του, «παρά τις ιδεολογικές διαφορές, οι παρουσιάσεις των πολιτικών αρχηγών των δύο μεγάλων κομμάτων στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης συγκλίνουν στην αναγκαιότητα ταχείας εξόδου από την κρίση και την ύφεση και τη μετάβαση της οικονομίας σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο εστιασμένο στις επενδύσεις και τις εξαγωγές, με περισσότερο σχεδιασμό, λιγότερη παροχολογία και μεγαλύτερη συμμόρφωση προς τους περιορισμούς του μνημονίου»...

Αξιώνουν νέες αντιλαϊκές ανατροπές στο Ασφαλιστικό

Ταυτόχρονα, οι βιομήχανοι αφήνουν το δικό τους «αποτύπωμα» στην αντιλαϊκή πολιτική που θα εφαρμοστεί την «επόμενη μέρα» για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου.

Χαρακτηριστικά, στο «εβδομαδιαίο δελτίο» του ο ΣΕΒ:

-- Υπογραμμίζει πως και οι «δύο πλευρές» (ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ), «για ευνόητους λόγους, τηρούν σιγήν ιχθύος για το μείζον θέμα της χώρας, που είναι το Ασφαλιστικό», και ταυτόχρονα επισημαίνει ότι «το Ασφαλιστικό θα εξακολουθήσει για πολλά χρόνια ακόμη να απορροφά πόρους και να δημιουργεί πίεση για αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων». Στο «διά ταύτα», προσθέτει: «Συνεπώς, η μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων μπορεί να ακούγεται ως ανέξοδη πολιτική προσπορισμού εσόδων, ωστόσο είναι ανέφικτη, δεδομένων των ελλειμμάτων του Ασφαλιστικού (αλλά και της Υγείας), που θα ενταθούν, καθώς ο ελληνικός πληθυσμός γερνά γρήγορα». Σε αυτό το επίπεδο, η επιζητούμενη από το κεφάλαιο μείωση των «ελλειμμάτων» περνάει μέσα από νέες διαδοχικές ανατροπές στην Κοινωνική Ασφάλιση.

-- Αναφέρει ότι «κύριο προαπαιτούμενο της 2ης αξιολόγησης είναι τα Εργασιακά», ενώ σημειώνει ότι «η επιδιωκόμενη επαναφορά των Συλλογικών Συμβάσεων θα ενισχύσει σημαντικά τη λειτουργία της αγοράς εργασίας, μόνον, όμως, εφόσον το θεσμικό πλαίσιο της διαιτησίας και της διαμεσολάβησης δεν παραβιάζει την ελευθερία των διαπραγματεύσεων, όπως συμβαίνει σήμερα». Αξιώνουν, δηλαδή, να έχουν ακόμα πιο λυμένα τα χέρια τους για την ένταση της εκμετάλλευσης σε βάρος των εργαζομένων...

«Ο,τι διευκολύνει τις επενδύσεις και τα κέρδη είναι σωστό»

Παράλληλα, οι βιομήχανοι κρατούν «μικρό καλάθι» σε ό,τι αφορά την ενεργοποίηση των μέτρων νομισματικής χαλάρωσης με την ένταξη και των ελληνικών ομολόγων.

Σε αυτό το πλαίσιο, τονίζουν: «Οσον αφορά στην ένταξη στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, κανείς δεν επένδυσε ποτέ, με τόσα λίγα, σε τόσα πολλά, όπως μείωση κόστους δανεισμού, αποκατάσταση ρευστότητας, άρση περιορισμών κεφαλαίων, έξοδο στις αγορές. Το πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων δεν είναι υποκατάστατο της αποκατάστασης αξιοπιστίας στην οικονομική πολιτική». Ταυτόχρονα, ο ΣΕΒ επισημαίνει πως «η μικρή συμβολή του προγράμματος στην ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας δεν μπορεί να υπερεκτιμάται στην περίπτωση της Ελλάδας».

Σε ό,τι αφορά τις αναφορές του πρωθυπουργού για ρυθμούς ανάκαμψης από το 2017, ο ΣΕΒ τοποθετείται ως εξής: «Η ανάπτυξη που θα έλθει το 2017, σχεδόν αυτόματα, επειδή, κουτσά στραβά και με το στανιό, εφαρμόζουμε ένα πρόγραμμα (...) είναι μάλλον μία ευχή παρά αποτέλεσμα συγκεκριμένων και αποτελεσματικών αναπτυξιακών μέτρων».

Επιπλέον, «κριτικάροντας» τις παρεμβάσεις του Αλ. Τσίπρα και του Κυρ. Μητσοτάκη στη ΔΕΘ, ο ΣΕΒ επισημαίνει ότι «και οι δυο ομιλίες παραλείπουν να αναφερθούν σε έναν ιδιαίτερα σημαντικό παράγοντα για την επίτευξη αυτού του στόχου: Την ανάγκη της μείωσης του ενεργειακού κόστους στην παραγωγή, καθώς είναι παράγοντας ιδιαίτερα σημαντικός για μια ανταγωνιστική μεταποιητική βιομηχανία».

Η κυβέρνηση, βέβαια, περνά στην πράξη αλλεπάλληλα μέτρα για τη μείωση του «ενεργειακού κόστους» των βιομηχάνων: Ο ίδιος ο ΣΕΒ σε προηγούμενο «δελτίο» του, στις αρχές Σεπτέμβρη, έδινε συγχαρητήρια στην κυβέρνηση για την κατάργηση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στο φυσικό αέριο που χρησιμοποιείται για ηλεκτροπαραγωγή, την παράλληλη μείωση του ΕΦΚ στο φυσικό αέριο που χρησιμοποιούν οι βιομηχανίες για κατανάλωση, την εφαρμογή των συμβάσεων διακοψιμότητας, την αλλαγή των όρων τιμολόγησης στο δίκτυο μεταφοράς φυσικού αερίου κ.ά.

Αρα... οι «γκρίνιες» απλώς επιβεβαιώνουν ότι το βαρέλι δεν έχει πάτο και οι βιομήχανοι «απαιτούν» κι άλλα δωράκια...

Ενταση του βαθμού εκμετάλλευσης των εργαζομένων

«Η μείωση του μισθολογικού κόστους από μόνη της δεν βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα. Πρέπει να συνοδεύεται από μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, δηλαδή σημαντική αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, ώστε να αντισταθμίζει την επίπτωση των μισθών στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος», επισημαίνει ο ΣΕΒ, βάζοντας σε πρώτο πλάνο τη στρατηγική του εγχώριου κεφαλαίου, στην προοπτική ανάκτησης πόντων ανταγωνιστικότητας του εγχώριου κεφαλαίου, με την πολιτική διαμόρφωσης φτηνότερων και περισσότερο ευέλικτων εργατών, με μεγαλύτερο άνοιγμα της ψαλίδας ανάμεσα στους μισθούς και την παραγωγικότητα.

Σε αυτό το επίπεδο, η μείωση του λεγόμενου «κόστους εργασίας» (στην πραγματικότητα οι εργάτες δεν είναι «κόστος», αλλά αυτοί που παράγουν τον πλούτο) δεν αφορά μόνο στους «ονομαστικούς μισθούς», αλλά συνδυάζεται και με τη διαρκή συμπίεση του «μισθολογικού κόστους» σε σχέση με τη μάζα της παραγωγής και βέβαια με την αξία των παραγόμενων εμπορευμάτων.

Λέει, μάλιστα, ο ΣΕΒ: «Και, βεβαίως, όλες αυτές οι σχέσεις πρέπει να βελτιώνονται πολύ περισσότερο στην Ελλάδα απ' ό,τι στις ανταγωνίστριες χώρες. Διότι μόνον τότε έχουμε αύξηση της ανταγωνιστικότητας».

Και, συνεχίζοντας, επισημαίνει: «Το πρόβλημα συνίσταται στο ότι για κάθε επίπεδο αύξησης της παραγωγικότητας δεν μπορείς να έχεις μεγαλύτερη αύξηση των μισθών που να αυξάνει το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος», και κατά συνέπεια, για τα κέρδη των καπιταλιστών, «η αύξηση των μισθών πρέπει να συγκρατείται σε ορισμένα όρια, που ορίζεται από την αύξηση της παραγωγικότητας, διαφορετικά καταλήγει εναντίον της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας».

Η ανταγωνιστικότητα με τη σειρά της προϋποθέτει νέες κερδοφόρες επενδύσεις «σε καινοτομία, νέες μεθόδους παραγωγής και οργάνωσης, τεχνολογίες αιχμής κ.ά.», όπως σημειώνει ο ΣΕΒ, λέγοντας ότι «ο επενδυτής βλέπει δηλαδή το δείκτη ανταγωνιστικότητας ο οποίος πρέπει να δείχνει βελτίωση, (...) πού θα βγάλει τα μεγαλύτερα κέρδη».

Εν κατακλείδι, οι βιομήχανοι αναφέρουν: «Οτιδήποτε διευκολύνει τον επενδυτή να κάνει μία κερδοφόρα επένδυση είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Και οι διαρθρωτικές αλλαγές που βελτιώνουν τη λειτουργικότητα της οικονομίας και την ανάληψη επιχειρηματικών πρωτοβουλιών βοηθούν προς αυτήν την κατεύθυνση».

Τα παραπάνω προϋποθέτουν τη διαμόρφωση μεγαλύτερων εγχώριων επιχειρηματικών ομίλων, τη «μαζική προσέλκυση μεγάλων ξένων επιχειρήσεων που είναι διεθνώς ανταγωνιστικές (...), αξιοποιώντας ταυτόχρονα τις μικρομεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις», που, με τη σειρά τους, θα λειτουργούν «σε συστάδες επιχειρήσεων που εξυπηρετούν μεγαλύτερες επιχειρήσεις που παράγουν για τη διεθνή αγορά».

Και, εν προκειμένω, προκύπτει ανάγλυφα η «μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος», αυτήν τη φορά για «ανταγωνιστικά εμπορεύματα» που μπορούν να παραχθούν με χαμηλότερο ύψος επενδύσεων (από λεγόμενες μικρομεσαίες επιχειρήσεις), άρα θα έχουν μεγαλύτερη απόδοση σε σχέση με αυτήν που θα είχαν στο πλαίσιο της παραγωγής τους από ισχυρότερες επιχειρήσεις και ομίλους.

Συγκέντρωση της επιχειρηματικής πίτας και των κερδών

«Ευρέως αποδεκτή ως βασική αδυναμία του ελληνικού λιανεμπορίου είναι ο μεγάλος αριθμός των μικρών επιχειρήσεων, οι οποίες καλύπτουν τα δύο τρίτα των συνολικών πωλήσεων, έναντι μόλις του ενός τετάρτου στην ΕΕ».

Αυτό υπογραμμίζεται σε μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, η οποία - σε αντίστοιχο μήκος κύματος με επισημάνσεις και του ΣΕΒ - εστιάζει στην «ανάγκη» μεγάλης έκτασης αναδιαρθρώσεων στο λιανεμπόριο, για τη δημιουργία μεγαλύτερων σχημάτων, στα οποία θα συγκεντρώνονται η επιχειρηματική «πίτα» και τα κέρδη, με ενισχυμένη ανταγωνιστικότητα. Αντίστοιχες επισημάνσεις, εξάλλου, κάνουν τα επιτελεία της Ευρωζώνης και του ΔΝΤ, ήδη από την εποχή του πρώτου μνημονίου...

Η εν λόγω μελέτη αφορά στις λεγόμενες «μικρομεσαίες επιχειρήσεις», στις οποίες ταξινομούνται συλλήβδην αυτοαπασχολούμενοι, αλλά και οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις με τζίρο μέχρι 10 εκατ. ευρώ το χρόνο.

Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, «με τον όγκο πωλήσεών του να συρρικνώνεται κατά 5% ετησίως την τελευταία επταετία, το λιανικό εμπόριο στην Ελλάδα προσανατολίζεται σε μια υποχρεωτική αναδιάρθρωση και στην ανεύρεση ενός νέου προτύπου δομών και λειτουργίας».

Παράλληλα, επισημαίνεται ότι παρά τις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες της χώρας, «μεγάλο κομμάτι του πλεονάσματος μικρών επιχειρήσεων οφείλεται σε διαρθρωτικές στρεβλώσεις του περιβάλλοντος και δημιουργεί εμπόδια στην αποδοτική λειτουργία του κλάδου», ενώ το λιανεμπόριο στην Ελλάδα χρησιμοποιεί σχεδόν 5πλάσιας αξίας πάγια κεφάλαια σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο για να πετύχει πωλήσεις αντίστοιχης αξίας.


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ