Η απεργία ξεκίνησε στην Καβάλα στις 24 Μάρτη και ακολούθησαν Δράμα και Θεσσαλονίκη. Οργανωτής ήταν η «Σοσιαλιστική Φεντερασιόν» με επικεφαλής τους Αβραάμ Μπεναρόγια και Σαμουήλ Γιονά. Βασικό αίτημα της απεργίας ήταν η αύξηση των ημερομισθίων και όπως είδαμε στο α' μέρος, χτυπήθηκε με λύσσα και με όλα τα μέσα από την εργοδοσία και το αστικό κράτος της εποχής.
Στον Τύπο άρχισαν να πυκνώνουν τα συκοφαντικά δημοσιεύματα για την απεργία των καπνεργατών και η προσπάθεια να δημιουργηθούν τεχνητές διαιρέσεις ανάμεσά τους. Ετσι, τις επόμενες μέρες της απεργίας, η «Φεντερασιόν» επικέντρωσε σε δύο βασικούς στόχους: Πρώτον, να προωθήσει τα αιτήματα των απεργών και δεύτερον να διαλύσει τις συκοφαντίες, που στόχο έχουν να αποπροσανατολίσουν και να απομονώσουν τον αγώνα των καπνεργατών.
«(...) ο Σύνδεσμος Των Εργατικών Τάξεων θεωρεί ως "σκανδαλωδώς" μεροληπτική την επέμβαση "των οργάνων της εξουσίας απέναντι των απεργών Θεσσαλονίκης μεταχειρισθέντων μέσα εναντίον των, τα οποία καταδικάζει ο στοιχειώδης πολιτισμός (λόγχην, βούρδουλαν, υποκόπανον)", αποφασίζει, "να σταλούν ενθαρρυντικά τηλεγραφήματα προς τους απεργούς εν Καβάλλα και στην Σοσιαλιστικήν Ενωσιν Θεσσαλονίκης υπέρ εξακολουθήσεως του τιμίου αγώνος τον οποίον διεξάγει η εργατική τάξις της Μακεδονίας κατά της πλουτοκρατίας".
Από την πλευρά τους, τα Σοσιαλιστικά Κέντρα Αθηνών - Πειραιώς αποδοκιμάζουν την συκοφαντίαν, ότι οι απεργήσαντες υποκινούνται από πολιτικούς πράκτορας της Βουλγαρίας... Ψηφίζουν χρηματικά βοηθήματα διά τους απεργούς και αποστολήν 200 βιβλίων "Μανιφέστων" Μαρξ Εγγελς. Στέλουν ψήφισμα διαμαρτυρίας εις το Διεθνές Σοσιαλιστικόν Γραφείον και τας Σοσιαλιστικάς εφημερίδας της Ευρώπης διά την αντεργατικήν διαγωγήν των Ελλήνων αστυνόμων.
Τέλος, το Εργατικό Κέντρο Αθηνών "διαμαρτύρεται με όλην την δύναμίν του διά τας αστυνομικάς αγριότητας της Θεσσαλονίκης και της Καβάλλας αι οποίαι καταισχύνουν τον Ελληνικόν Πολιτισμόν και καταργούν το συνταγματικόν δικαίωμα του συνέρχεσθαι. Υψώνει φωνήν διά την παραβίασιν του ασύλου των σωματείων και στιγματίζει την χρησιμοποίησιν λογχών και βουνεύρων εναντίον γυναικών και κορασίδων αμυνομένων διά την εξασφάλισιν του καθημερινού των άρτου. Στέλλει αδελφικόν χαιρετισμόν αλληλεγγύης προς τους αδελφούς απεργούς παρά το πλευρόν των οποίων τάσσει την ωργανωμένην εργατικήν δύναμιν των Αθηνών προς διεκδίκησιν των ιερών εργατικών δικαίων».
Τελικά, όπως γράφει ο ίδιος ο Μπεναρόγια, «εν "Γενικόν Συμβόλαιον Εργασίας" υπογράφεται μεταξύ των διαμαχομένων και αυτής της Διοικήσεως με πλείστας παραχωρήσεις προς τους εργάτας. Ετσι η απεργία λήγει θριαμβευτικώς. Η επιτυχία του αγώνος φυσικά συσφίγγει τας σχέσεις των δύο καπνεργατικών σωματείων Θεσ)νίκης και δημιουργείται κοινή διοίκησις αμφοτέρων». Η απεργία έληξε αρχικά στη Θεσσαλονίκη στις 7 Απρίλη και ολοκληρώθηκε στην Καβάλα στις 15 Απρίλη.
Παρά τη συμφωνία, όμως, οι αρχές δεν σταμάτησαν να αναζητούν αφορμές για να διώξουν τους πρωταγωνιστές του αγώνα. Ετσι, στις 27 Μάη 1914, μετά από αυτεπάγγελτη δίωξη του εισαγγελέα, το φύλλο της «Αβάντι!» (εφημερίδα της «Φεντερασιόν») κατασχέθηκε και ένας συντάκτης συνελήφθη, επειδή άρθρο στην εφημερίδα θεωρήθηκε υβριστικό σε βάρος του βασιλιά (ασκούσε κριτική σε απόφαση των αρχών να επιβάλουν αργία στις αποθήκες του καπνού τη μέρα της ονομαστικής γιορτής του βασιλιά). Ο συντάκτης προφυλακίστηκε και δικάστηκε έξι μήνες αργότερα στις Σέρρες. Καταδικάστηκε, ως «δημοκρατικός», σε ένα έτος φυλακή και πρόστιμο.
«Στις 19 Ιούνη 1914 στο Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης εκδικάζεται η ανακοπή της ποινής εκτόπισης των δύο σοσιαλιστών. Η αστική δικαιοσύνη σ' αυτή αποδεικνύεται ότι διαθέτει οξύ ταξικό ένστικτο. Η εκδίκαση γίνεται ερήμην του Μπεναρόγια και του Γιονά, ενώ αυτοί έχουν ήδη εκτοπισθεί από τη Θεσσαλονίκη χωρίς δίκη. Οι συνήγοροι καταγγέλλουν τη διαδικασία σαν μη σύμφωνη με το νόμο και αποχωρούν, το ίδιο και οι 6 μάρτυρες υπεράσπισης.
Η δίκη συνεχίζεται παρ' όλα αυτά απρόσκοπτα με την εξέταση των 3 μαρτύρων κατηγορίας. Ο διοικητής χωροφυλακής Βογιατζάκης, ο διευθυντής της Ν. Αλήθειας Κούσκουρας και ο Π. Αστεριάδης, πρώην πράκτορας της τουρκικής αστυνομίας, καταθέτουν ότι οι καταδικασθέντες είναι ξενοκίνητοι πράκτορες και υπονομεύουν το καθεστώς. Τελικά το δικαστήριο αποφασίζει την απόρριψη της ανακοπής με το σκεπτικό ότι "(...) υπό το πρόσχημα εστρεβλωμένων σοσιαλιστικών θεωριών (...) προέβαινον εις ενεργείας και διδασκαλίας περί Κράτους και Εθνους δηλητηριάζουσας την εθνική ψυχήν, ούτως ώστε πλέον η βάσιμος να γεννηθή υποψία του επικινδύνου αυτών διά την δημοσία ασφάλειαν»...