Είναι φανερή η επίδραση των εκλογικών συστημάτων και στη μεταβολή συμπεριφοράς των πολιτών παράλληλα με το σημαντικό ρόλο των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης.
Βέβαια, στα «αντιπροσωπευτικά» λεγόμενα πολιτεύματα η συμμετοχή των πολιτών στις εκλογές με τη μορφή της μίας ή της άλλης εκλογικής διαδικασίας διατηρεί τη σημασία της όχι μόνο όσον αφορά την κοινωνική και πολιτική τους ένταξη, αλλά και σαν μέσο εξοικείωσης των πολιτών με τα κοινά, αφού η ταξική πάλη είναι πολύμορφη. Για την εργατική τάξη, όμως, η συμμετοχή στις βουλευτικές και δημοτικές εκλογές στα πλαίσια του πολιτικού αγώνα έχει ιδιαίτερη σημασία που δεν πρέπει βέβαια να την απολυτοποιούμε, αλλά και δεν πρέπει να την υποτιμούμε.
Ετσι, οι εκλογικοί νόμοι που προσδιορίζουν τα εκλογικά συστήματα δεν είναι ποτέ ουδέτεροι και μεταβάλλονται ανάλογα με τις περιστάσεις.
Ορισμένα εκλογικά συστήματα είναι καθαρά πλειοψηφικά, άλλα αναλογικά, ενώ πολλά ανατρέχουν σε μεικτούς τρόπους ψηφοφορίας. Οσον αφορά το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα, ο υποψήφιος ανακηρύσσεται ως εκλεγμένος. Εχει, όμως, διάφορες παραλλαγές. Η ψηφοφορία σύμφωνα με το πλειοψηφικό μπορεί να είναι κατά μονοεδρικές ή κατά πολυεδρικές περιφέρειες. Στην πρώτη περιφέρεια υπάρχει μόνο μια έδρα για να καλυφθεί. Στη δεύτερη ζητείται από τους εκλογείς να αναδείξουν πολλούς εκλεγμένους ταυτόχρονα.
Υπάρχει, επίσης, το πλειοψηφικό σύστημα του ενός γύρου, σύμφωνα με το οποίο εκλέγεται εκείνος που είναι πρώτος σε αριθμό ψήφων, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη αν η πλειονότητα των εκλογέων ψήφισε ή όχι υπέρ αυτού.
Στο πλειοψηφικό σύστημα των δύο γύρων επιδιώκεται η ανάδειξη του νικητή από μια πλειονότητα με το σύστημα της επαναληπτικής ψηφοφορίας.
Στον πρώτο γύρο εκλέγονται μόνο οι υποψήφιοι που έχουν συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία των έγκυρων ψήφων, δηλαδή περισσότερους από τους μισούς. Εάν δε συγκεντρώσει κανένας την απόλυτη πλειοψηφία, τότε ακολουθεί δεύτερος γύρος, κατά τον οποίο απαιτείται σχετική μόνο πλειοψηφία. Το πλειοψηφικό αυτό σύστημα καταλήγει σε μεγάλες ανισότητες στην εκπροσώπηση. Το ενδεχόμενο πλεονέκτημα του πλειοψηφικού του ενός γύρου, το οποίο, όπως ισχυρίζονται οι υποστηρικτές του, συντελεί στη δημιουργία σταθερών κυβερνήσεων, εξουδετερώνεται από την αδικία που το χαρακτηρίζει.
Ετσι, το κόμμα που κυβερνά μπορεί να πάρει στις εκλογές δύο έδρες με σύνολο 55.000 ψήφους και ένα κόμμα της Αριστεράς, π.χ. να πάρει μια έδρα με 75.000 ψήφους.
Επειδή η αναλογική είναι ψηφοφορία με πολλούς συνδυασμούς, τα πολιτικά κόμματα πρέπει να καταρτίσουν το καθένα το ψηφοδέλτιό του με τόσους υποψήφιους όσες και οι προς κατάληψη έδρες. Και όσον αφορά την κατανομή των εδρών μεταξύ των συνδυασμών είναι αναγκαία η διάκριση μεταξύ αναλογικής σ' ολόκληρη την επικράτεια και αναλογικής κατά τοπικές εκλογικές περιφέρειες.
Σύμφωνα με την πρώτη, η χώρα αποτελεί ενιαία εκλογική περιφέρεια. Τα ψηφοδέλτια ισχύουν για ολόκληρη την επικράτεια. Το εθνικό εκλογικό μέτρο καθορίζεται ενιαίο για ολόκληρη την επικράτεια και είναι το πηλίκον της διαίρεσης του συνόλου των έγκυρων ψήφων διά του συνόλου των εδρών που θα καταληφθούν.
Ετσι, όσες φορές χωράει το εκλογικό μέτρο στις ψήφους του συνδυασμού, τόσες φορές οι συνδυασμοί καταλαμβάνουν μία έδρα. Οσον αφορά, όμως, την εφαρμογή της αναλογικής στα πλαίσια των εκλογικών περιφερειών, οι υπολογισμοί γίνονται κατά προσέγγιση, λόγω της αδυναμίας διαιρέσεως μιας έδρας και το πρόβλημα λύνεται με την προσκύρωση των εδρών στα μεγαλύτερα υπόλοιπα ψήφων.
Επίσης, ως προς την κατανομή των εδρών στο εσωτερικό των συνδυασμών, επειδή η αναλογική εκπροσώπηση είναι εκλογικό σύστημα πολυμελών συνδυασμών, οι έδρες που προσκυρώνονται στους συνδυασμούς κατανέμονται μεταξύ των υποψηφίων ανάλογα με τη θέση τους στα ψηφοδέλτια.
Η ψήφος, όμως, προτίμησης (π.χ. σταυρός) δίνει τη δυνατότητα στον εκλογέα να συμμετέχει στην ταξινόμηση των υποψηφίων ανάλογα με τις προτιμήσεις στο εσωτερικό του συνδυασμού. Γενικά, η αναλογική ενισχύει τον προγραμματικό χαρακτήρα των κομμάτων και το ιδεολογικό περιεχόμενο της εκλογής. Είναι δηλαδή ψηφοφορία ιδεών και όχι ψηφοφορία προσώπων.
Οι εκλεγέντες δε χρωστούν την έδρα τους σε κανένα συμβιβασμό, σε καμιά άρνηση των αρχών τους.
Η εκλογή με το εκλογικό αυτό σύστημα της απλής αναλογικής δε θεμελιώνεται σε υπολογισμούς τοπικών συμφερόντων και δεν αφήνει δυνατότητες, λόγω του μεγέθους των εκλογικών περιφερειών, για νοθεία των εκλογών.
Επίσης, με την απουσία δεύτερου γύρου, περιορίζεται γενικά το φαινόμενο των παζαρεμάτων και των αποχωρήσεων.
Και βέβαια η αστική τάξη αρέσκεται στο να ονομάζει «ελεύθερες», «ισότιμες», «δημοκρατικές» τις εκλογές που γίνονται κάτω από αυτές τις συνθήκες, επειδή οι λέξεις αυτές χρησιμεύουν για την απόκρυψη της αλήθειας. Χρησιμεύουν, επίσης, για την απόκρυψη του γεγονότος ότι η ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και η πολιτική εξουσία παραμένουν στους εκμεταλλευτές, οπότε ούτε λόγος μπορεί να γίνει για πραγματική ελευθερία και παλλαϊκές εκλογές για τους υφιστάμενους την εκμετάλλευση, δηλαδή για την τεράστια πλειονότητα του πληθυσμού.
Και χρειάζεται, βέβαια, να χρησιμοποιούμε σαν μορφή πάλης την ανάδειξη των εκπροσώπων της εργατικής τάξης στα πλαίσια του αστικού κοινοβουλευτισμού και να στηρίζουμε τον αγώνα τους, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε τον ιστορικά περιορισμένο και συμβατικό χαρακτήρα του αστικού Κοινοβουλίου, αφού στην αστική δημοκρατία οι καπιταλιστές απομακρύνουν με χίλιες δυο επινοήσεις τις μάζες των εργαζομένων από τη συμμετοχή τους στη διακυβέρνηση.