Οι καλικαντζαρίνες αρχικά μας μύησαν στον κόσμο τους και τις σκανταλιές τους, στο δέντρο της Γης που πριονίζουν και στο ταξίδι τους κάθε χρόνο στον κόσμο των ανθρώπων. Ετσι πέρασαν και στην ιστορία του φτωχού παπουτσή, που τον επισκέφτηκαν για να τον βοηθήσουν. Με τα δέρματα που είχε αφημένα στο μαγαζί του για να φτιάξει την άλλη μέρα το τελευταίο του ζευγάρι παπούτσια, οι καλικαντζαρίνες ανέλαβαν δράση και έραψαν αυτές με τις επιδέξιες βελονιές τους τα παπούτσια, αφήνοντάς του έτοιμο ένα πανέμορφο ζευγάρι για πούλημα! Ο παπουτσής εξοικονόμησε χρήματα έτσι, για να αγοράσει δέρματα για περισσότερα ζευγάρια. Και οι καλικαντζαρίνες κάθε βράδυ μετά τις 12 έπιαναν δουλειά.
Στη σκηνή, η ιστορία διαδραματίζεται μέσα από τα μάτια των καλικάντζαρων, γι' αυτό και δε βλέπουμε τον παπουτσή και τη γυναίκα του να ενσαρκώνονται από ηθοποιούς, αλλά από δύο κούκλες. Γιατί καλικάντζαροι και άνθρωποι δεν πρέπει να συναντηθούν. Αν οι άνθρωποι δουν τους καλικάντζαρους, τότε αυτοί θα πρέπει να φύγουν.
Ετσι και οι δικές μας καλικαντζαρίνες αναγκάστηκαν κάποια στιγμή να φύγουν, αφού όμως πρώτα είχαν βοηθήσει τον παπουτσή να ορθοποδήσει και το μαγαζί του πήγαινε μια χαρά.
Πριν όμως μας αποχαιρετίσουν, οι καλικαντζαρίνες εκμεταλλεύτηκαν την ύπαρξη των μουσικών και των δεκάδων χαρούμενων παιδιών στο κοινό και έστησαν ένα χριστουγεννιάτικο πάρτι με γνωστά κι αγαπημένα τραγούδια των γιορτών. «Τρίγωνα κάλαντα», «Ο μικρός τυμπανιστής», «Αη Βασίλης έρχεται ξανά» και πολλά άλλα τραγούδια, τα ερμήνευαν οι «Τρομπετίνι» από τη σκηνή και τα παιδιά του κοινού τούς ακολουθούσαν τραγουδώντας και χτυπώντας ρυθμικά παλαμάκια.