Πρόκειται για μια έρευνα με ενδιαφέροντα αποτελέσματα κι ακόμη πιο ενδιαφέρουσες προεκτάσεις, αν κρίνει κανείς και από το γεγονός ότι για μια απλή έρευνα συναντήθηκαν η φωνή της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Ελλάδα, ένα πανεπιστήμιο, η ΕΥ, που αναφέρεται στο μονοπωλιακό κολοσσό Ernst&Young (που «κατέχει ηγετική θέση παγκοσμίως στο χώρο των ελεγκτικών, φορολογικών, χρηματοοικονομικών και συμβουλευτικών υπηρεσιών») και η Endeavor, που έχει να παινεύεται ότι «μέσω των γραφείων της σε 25 χώρες, εντοπίζει τους καλύτερους επιχειρηματίες που ηγούνται καινοτόμων εταιρειών με υψηλό ρυθμό ανάπτυξης, σε διάφορους τομείς και τους βοηθάει να αξιοποιήσουν τις δυνατότητές τους μέσω ενός ασυναγώνιστου δικτύου κορυφαίων επιχειρηματιών και επενδυτών», ενώ «οι 1000+ επιλεγμένοι επιχειρηματίες της παγκοσμίως (...) κατέγραψαν 8 δισ. έσοδα το 2014».
Λίγα παραπάνω για τις προεκτάσεις της έρευνας αυτής, που αποτυπώνει ότι στα ελληνικά πανεπιστήμια και ΤΕΙ (κυρίως στις πολυτεχνικές και οικονομικές σχολές απ' όπου και η πλειοψηφία του δείγματος) «εγκαθίσταται ένα εντεινόμενο ρεύμα υποστήριξης της επιχειρηματικότητας» (με ταυτόχρονο «σκεπτικισμό απέναντι στην επικρατούσα τάξη των επιχειρηματιών»), εξηγούν οι ίδιοι οι συντάκτες της, ήδη από την εισαγωγή τους, όπου μπαίνουν «στο ζουμί», αφού όπως λένε, «τελικό ζητούμενο είναι η επόμενη γενιά να περιλαμβάνει στις τάξεις της αφενός μια δυναμική ομάδα νέων επιχειρηματιών με όραμα και διάθεση για δημιουργία και αφετέρου μια ισχυρή πλειοψηφία που θα αντιμετωπίζει θετικά την επιχειρηματικότητα και θα στηρίζει τις προσπάθειές της». Σε απλά ελληνικά, οι συντάκτες της έρευνας λένε ότι στόχος των προσπαθειών δεν είναι άλλος απ' το να δημιουργήσουν τη νέα φουρνιά καπιταλιστών και παράλληλα μια υποταγμένη πλειοψηφία που όχι απλά δε θα αντιδρά στα σχέδια του κεφαλαίου και στην εκμετάλλευση, αλλά θα τα στηρίζει ενεργά, στο όνομα ίσως της «δημιουργικότητας», που σύμφωνα με τους φοιτητές - συμμετέχοντες αποτελεί «το κύριο κίνητρο επιχειρηματικής δραστηριοποίησης» (σε ποσοστό 66%).
Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι «στις 10+1 προτάσεις για τη στήριξη της επιχειρηματικότητας» στις οποίες καταλήγει η έρευνα, γίνεται έκκληση σε ολόκληρο τον πολυπλόκαμο μηχανισμό που οι καπιταλιστές έχουν στα χέρια τους για την αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας και συνολικά του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αφού, όπως αναφέρουν, «η κρισιμότερη πρωτοβουλία για τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος είναι η δημιουργία ενός θετικού αφηγήματος γύρω από την ποιοτική, υγιή επιχειρηματικότητα, με μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης. Αυτό προϋποθέτει τη συστράτευση Πολιτείας, επιχειρηματικής κοινότητας, εκπαιδευτικών, μέσων ενημέρωσης αλλά και των ίδιων των νέων, σ' ένα κοινό στόχο», προτείνοντας και συγκεκριμένα μέτρα που αφορούν μαθήματα «εξοικείωσης με την επιχειρηματικότητα» από το δημοτικό (!), «πρακτικά προγράμματα προσομοίωσης δημιουργίας και διαχείρισης μιας επιχείρησης σε μικρές ομάδες φοιτητών», «μεταφορά των αναγκών των επιχειρήσεων στις εκπαιδευτικές αίθουσες» κ.ά., προγράμματα εξάλλου που εφαρμόζονται ήδη «πιλοτικά» εδώ και μια δεκαετία.
Ο στόχος, βέβαια, αυτής της προσπάθειας, στην οποία καλούν τη νεολαία να συστρατευθεί, όσο κι αν βοηθάει στην ενσωμάτωση των νέων και βάζει εμπόδια στην ταξική συνειδητοποίηση, όσο κι αν κουκουλώνει επαίσχυντα το μηχανισμό της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης (σε τέτοιο βαθμό που το 72% των συμμετεχόντων στην έρευνα να δηλώνει ότι το χαρακτηριστικό του πετυχημένου επιχειρηματία είναι το... όραμα, ένα 74% να θεωρεί ότι η επιχειρηματική επιτυχία είναι «προϊόν σκληρής δουλειάς» κι ένα μόλις 11% να θεωρεί ότι είναι προϊόν εκμετάλλευσης), δεν είναι μόνο ή κυρίως ιδεολογικός, αλλά πρωτίστως οικονομικός. Και φυσικά ανεξάρτητος από τις προθέσεις ή τη συνείδηση της πλειοψηφίας των φοιτητών, που σε ποσοστό 25% δηλώνουν ότι κριτήριό τους για να «επιχειρήσουν» είναι η «προσφορά στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας» (άγνωστο για ποιόν) ή η θέληση να ξεφύγουν από το πολλαπλά αβέβαιο μέλλον του μισθωτού και «να είναι οι ίδιοι αφεντικό του εαυτού τους», όπως δηλώνει το 46%.
Οι στόχοι αυτοί, στόχοι του κεφαλαίου, όχι μόνο δεν έχουν να κάνουν με την κάλυψη των λαϊκών αναγκών, αλλά ακριβώς αφορούν το πώς θα ξελασπώσουν το κεφάλαιο από την κρίση. Το πώς, δηλαδή, θα βρουν «διέξοδο» σε τομείς και κλάδους με μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους απ' ό,τι πριν, αλλά και πώς θα αποδώσουν «πάνω απ' το μέσο όρο» τα τεράστια συσσωρευμένα και λιμνάζοντα κεφάλαια των μονοπωλίων, που αποτελούν και την πραγματική αιτία της βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης. Στόχος που αυτονόητα περνάει μέσα από το τσάκισμα των εργατικών - λαϊκών δικαιωμάτων (και των νέων), το φτήνεμα της εργατικής δύναμης, αλλά που απαιτεί και πολλά παραπάνω:
Εν κατακλείδι, η έρευνα και οι προτάσεις που τη συνοδεύουν, εκφράζουν ακριβώς κάποιους από τους στόχους του κεφαλαίου, στόχοι που αντιστρατεύονται τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, αλλά και της νεολαίας που προέρχεται από αυτή. Αυτοί οι στόχοι, διαθλασμένα και φυσικά κάθε άλλο παρά αυθόρμητα, αλλά αντίθετα υπό την επιρροή ολόκληρου του πολυπλόκαμου μηχανισμού που έχουν στα χέρια τους οι καπιταλιστές (κράτος, εκπαίδευση, ΜΜΕ και πρώτα απ' όλα την ίδια την παραγωγή), αντανακλούν και στις συνειδήσεις φοιτητών και σπουδαστών, που σε μεγάλο βαθμό θεωρούν ότι η ικανοποίηση των αναγκών τους συνδέεται ή και ταυτίζεται με τους στόχους του κεφαλαίου, ότι είναι δρόμος που μπορεί να προσφέρει διέξοδο ατομική και κοινωνική. Κρύβοντας παράλληλα και το πού βρίσκεται η πραγματική διέξοδος και γι' αυτό το τμήμα της νεολαίας: στην κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής και την αντικατάστασή της με την κοινωνική ιδιοκτησία, με κεντρικό σχεδιασμό και εργατικό έλεγχο, στην οικονομία και κοινωνία που θα έχει στο επίκεντρό της όχι το κεφάλαιο και το κέρδος, αλλά τις εργατικές - λαϊκές ανάγκες. Και γι' αυτό το λόγο θα αξιοποιεί και θα «απογειώνει» σχεδιασμένα όλες τις τεράστιες σύγχρονες δυνατότητες της επιστήμης και της τεχνολογίας, την υψηλή ειδίκευση των εργαζομένων, επιστημόνων, ερευνητών, αντί να τις στοιβάζει στη «βιτρίνα» της καπιταλιστικής κοινωνίας, προς αναζήτηση εκμεταλλευτών και «μεγαλοεπενδυτών».
Οσο κι αν οι συντάκτες της έρευνας, όπως και συνολικά οι καπιταλιστές, το πολιτικό τους προσωπικό, τα αστικά ΜΜΕ κ.τ.λ., αποτυπώνουν το «φαινόμενο των start-up» σαν «κάτι πραγματικά πρωτόγνωρο», «εντελώς καινούργιο», «διέξοδο από την κρίση» και άλλα τέτοια και παρά τις όποιες νέες διαστάσεις του φαινομένου, που ξεφεύγουν από τους σκοπούς του άρθρου, η «κεντρική ιδέα» δεν είναι και τόσο νέα. Στην πραγματικότητα, συνδέεται ακριβώς με τους νόμους της καπιταλιστικής παραγωγής, τις ανάγκες και τους όρους αναπαραγωγής του κεφαλαίου από... γενέσεώς του, έτσι όπως ακριβώς αποτυπώνονται και στο παρακάτω απόσπασμα από τον τρίτο τόμο του «Κεφαλαίου» (σ. 327). Ελεγε ο Μαρξ:
«Η παραγωγή σταματάει, όχι επειδή έχουν ικανοποιηθεί οι ανάγκες, αλλά όταν το σταμάτημα αυτό το απαιτούν η παραγωγή του κέρδους και η πραγματοποίησή του.
Αν πέσει το ποσοστό του κέρδους, τότε, από τη μια μεριά το κεφάλαιο εντείνει τις δυνάμεις του για να μπορέσει ο ξεχωριστός κεφαλαιοκράτης, χρησιμοποιώντας καλύτερες μέθοδες κ.λπ., να συμπιέσει την ατομική αξία της μονάδας του εμπορεύματός του κάτω από τη μέση κοινωνική αξία του και να βγάλει έτσι, με δοσμένη την αγοραία τιμή, ένα έκτακτο κέρδος. Από την άλλη μεριά, αναπτύσσεται η κερδοσκοπία και η γενική εύνοια της κερδοσκοπίας από τις μανιώδεις προσπάθειες, με νέες μέθοδες παραγωγής, με νέες επενδύσεις κεφαλαίου, με νέες τυχοδιωκτικές περιπέτειες να εξασφαλίσουν κάποιο έκτακτο κέρδος, που να είναι ανεξάρτητο από το γενικό μέσο όρο και που να υψώνεται πάνω από αυτόν.
Το ποσοστό του κέρδους, δηλαδή η ανάλογη προσαύξηση του κεφαλαίου, έχει σημασία πριν απ' όλα για όλες τις νέες καταβολάδες κεφαλαίου που σχηματίζονται αυτοτελώς. Και αν ο σχηματισμός κεφαλαίων περιερχόταν αποκλειστικά στα χέρια λίγων, έτοιμων μεγάλων κεφαλαίων, για τα οποία η μάζα του κέρδους ισοσταθμίζει το ποσοστό του κέρδους, θα έσβηνε γενικά το ζωογόνο πυρ της παραγωγής. Θα αποκοιμούνταν. Το ποσοστό του κέρδους είναι η κινητήρια δύναμη στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή...».